Η πρακτική δοκιμασία στις εξετάσεις μου για το Capes -το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας για τους καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- έγινε σ’ ένα λύκειο της Λιόν, στην περιοχή του Κρουά-Ρους. Ένα νεόκτιστο λύκειο, με φυτά σε γλάστρες στο κτίριο που προορίζεται για το διδακτικό και το διοικητικό προσωπικό, και μια βιβλιοθήκη με μοκέτα στο χρώμα της άμμου.
Περίμενα εκεί μέχρις ότου έρθουν να με πάρουν για να κάνω το μάθημά μου, που ήταν το αντικείμενο της δοκιμασίας μπροστά στον επιθεωρητή και σε δύο αξιολογητές, αμφότεροι διακεκριμένοι φιλόλογοι. Μια γυναίκα διόρθωνε γραπτά με ύφος υπεροπτικό, χωρίς ίχνος ενδοιασμού. Αν πήγαινα καλά την επόμενη ώρα, θα μπορούσα κι εγώ να κάνω το ίδιο με αυτήν σε όλη μου τη ζωή. Εξήγησα είκοσι πέντε αράδες -αριθμημένες- από τον Μπαρμπα-Γκοριό του Μπαλζάκ σε μια τάξη της πρώτης λυκείου θετικής κατεύθυνσης. Ύστερα, στο γραφείο του λυκειάρχη, ο επιθεωρητής μου είπε αποδοκιμαστικά: «Νομίζω ότι οι μαθητές σας βαρέθηκαν».
Καθόταν ανάμεσα στους δύο αξιολογητές, έναν άντρα και μια γυναίκα μύωπα με ροζ παπούτσια. Εγώ, απέναντι. Επί δεκαπέντε λεπτά, ανακάτευε κριτικές, επαίνους, συμβουλές, κι εγώ μετά βίας τον άκουγα, ενώ αναρωτιόμουν αν όλα αυτά σήμαιναν πως έγινα δεκτή. Ξάφνου, με την ίδια φόρα, σηκώθηκαν και οι τρεις, με ύφος σοβαρό. Σηκώθηκα κι εγώ, άτσαλα. Ο επιθεωρητής μου έδωσε το χέρι του. Ύστερα, κοιτάζοντάς με καταπρόσωπο, είπε: «Συγχαρητήρια, κυρία μου». Οι άλλοι επανέλαβαν «Συγχαρητήρια» και μου έσφιξαν το χέρι. Η γυναίκα χαμογέλασε.
Σκεφτόμουν διαρκώς τη σκηνή καθώς βάδιζα προς τη στάση του λεωφορείου, με οργή ανάμεικτη με κάτι που έμοιαζε με ντροπή. Το ίδιο βράδυ, έγραψα στους γονείς μου πως ήμουν πλέον «αναγνωρισμένη» καθηγήτρια. Η μητέρα μου μου απάντησε πως ήταν πολύ χαρούμενοι για μένα.
Ο πατέρας μου πέθανε ακριβώς δυο μήνες μετά. Ήταν εξήντα εφτά χρονών και κρατούσε μαζί με τη μητέρα μου ένα καφεπαντοπωλείο σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στον σταθμό, στο I… (Σεν-Μαριτίμ). Σκόπευε να βγει στη σύνταξη του χρόνου. Συχνά, για κάποια δευτερόλεπτα, δεν μπορώ πια να θυμηθώ ποιο ήρθε πρώτο: ο ανεμόδαρτος Απρίλης στη Λιόν όπου στεκόμουν σε μια στάση λεωφορείου στο Κρουά-Ρους ή ο αποπνικτικός Ιούνιος, ο μήνας που πέθανε.
Ήταν Κυριακή, νωρίς το απόγευμα.
Η μητέρα μου εμφανίστηκε στο πάνω μέρος της σκάλας. Σφούγγιζε τα μάτια της με τη χαρτοπετσέτα που σίγουρα είχε πάρει μαζί της όταν ανέβηκε στο δωμάτιο μετά το γεύμα. Με άχρωμη φωνή είπε: «Τελείωσε». Δεν θυμάμαι τα λεπτά που ακολούθησαν. Ξαναβλέπω μόνο τα μάτια του πατέρα μου στυλωμένα σε κάτι πίσω μου, πέρα μακριά, και τα ανασηκωμένα χείλη του που αποκάλυπταν τα ούλα. Νομίζω ότι ζήτησα από τη μητέρα μου να του κλείσει τα μάτια. Γύρω απ’ το κρεβάτι, στέκονταν η αδελφή της μητέρας μου και ο άντρας της. Προσφέρθηκαν να μας βοηθήσουν στο πλύσιμο και το ξύρισμα του νεκρού, γιατί έπρεπε να βιαστούμε προτού επέλθει η ακαμψία. Η μητέρα μου πρότεινε να του βάλουμε το κοστούμι που είχε φορέσει στον γάμο μου τρία χρόνια πριν.
Υπήρχε μια αίσθηση απλότητας σε όλη τούτη τη σκηνή, ούτε κραυγές ούτε λυγμοί, μόνο τα κόκκινα μάτια της μητέρας μου κι ένας παγωμένος μορφασμός στο πρόσωπό της. Οι κινήσεις μας ήταν ήρεμες και μεθοδικές, συνοδευόμενες από απλές κουβέντες. Ο θείος και η θεία μου επαναλάμβαναν «βιάστηκε να μας αφήσει» ή «πόσο άλλαξε». Η μητέρα μου απευθυνόταν στον πατέρα μου θαρρείς και ήταν ακόμα ζωντανός ή τον διακατείχε μια άλλη μορφή ζωής, όμοια με κείνη ενός νεογέννητου. Πολλές φορές, τον αποκαλούσε τρυφερά «ο καημένος ο αντρούλης μου».
Μετά το ξύρισμα, ο θείος μου τράβηξε το άψυχο σώμα, το κρότησε όρθιο για να του βγάλουν το πουκάμισο που φορούσε τις τελευταίες μέρες και να του βάλουν ένα καθαρό. Το κεφάλι έπεφτε μπροστά, πάνω στο, γεμάτο λεπτές φλεβίτσες, γυμνό στήθος. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα το φύλο του πατέρα μου. Η μητέρα μου το κάλυψε γρήγορα γρήγορα με το πουκάμισο, μισογελώντας: «Κρύψε το ρημάδι σου, κακομοίρη μου». Μόλις τελείωσε το ντύσιμο, πέρασαν ένα ροζάριο γύρω από τις ενωμένες παλάμες του. Δεν θυμάμαι πια αν η μητέρα μου ή η θεία μου ήταν αυτή που είπε: «Είναι πιο ωραίος έτσι», πράγμα που σήμαινε πιο ευπρεπής, πιο ευπαρουσίαστος. Έκλεισα τα παντζούρια και ξύπνησα τον γιο μου που κοιμόταν για μεσημέρι στο διπλανό δωμάτιο. «Ο παππούς κάνει νάνι».
Ειδοποιημένη από τον θείο μου, κατέφθασε η οικογένεια που μένει στο I… Ανέβηκαν μαζί με τη μητέρα μου και μένα, και στάθηκαν μπροστά στο κρεβάτι, σιωπηλοί για λίγες στιγμές· ύστερα άρχισαν να μιλάνε ψιθυριστά για την αρρώστια και το αιφνίδιο τέλος του πατέρα μου. Όταν κατέβηκαν, τους κεράσαμε ένα ποτό στο καφενείο.
Δεν θυμάμαι τον γιατρό που υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου. Μέσα σε λίγες ώρες, το πρόσωπο του πατέρα μου είχε γίνει αγνώριστο. Προς το τέλος του απογεύματος, βρέθηκα μόνη στο δωμάτιο. Ο ήλιος γλιστρούσε από τις γρίλιες κι έπεφτε στον λινοτάπητα. Αυτό που αντίκριζα δεν ήταν πια ο πατέρας μου. Η μύτη δέσποζε στο βαθουλωμένο πρόσωπο. Μες στο σκούρο μπλε κοστούμι του, που έπεφτε χαλαρά γύρω απ’ το σώμα, έμοιαζε με πουλί ξαπλωμένο ανάσκελα. Το ανθρώπινο πρόσωπο με τα ορθάνοιχτα, στυλωμένα λίγο μετά τον θάνατό του μάτια είχε κιόλας εξαφανιστεί. Ακόμα και τούτο δω, δεν θα το ξανάβλεπα ποτέ.
***
Η Annie Ernaux, η Γαλλίδα συγγραφέας, είναι η μεγάλη νικήτρια του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2022. «Ο τόπος» (2019) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη.