Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας και της εύκολης πρόσβασης σε αυτήν. Πολλές φορές απευθυνόμαστε σε μηχανές αναζήτησης όπως η google ή η yahoo για να βρούμε κάτι που δεν ξέρουμε, να αναζητήσουμε πληροφορίες για προϊόντα, να κάνουμε αγορές κ.ο.κ. Συνήθως, η ευκολία αυτή μας λύνει τα χέρια και είναι πράγματι ένα σπουδαίο επίτευγμα της εποχής μας. Ταυτόχρονα όμως οδηγεί πολλούς ανθρώπους στο να αναρωτιούνται πολύ συχνά αν είναι αναγκαίο να μάθουν μια πληροφορία όταν την πληροφορία αυτή μπορούν να τη βρουν εύκολα κάνοντας μια αναζήτηση στη Google.
Αυτή η άποψη είναι πολύ διαδεδομένη στο χώρο της εκπαίδευσης, μεταξύ των καθηγητών, μεταξύ των μαθητών αλλά και μεταξύ αυτών που χαράζουν εκπαιδευτική πολιτική ή εκπαιδεύουν τους μελλοντικούς καθηγητές και δασκάλους. Αυτήν την άποψη θα διερευνήσουμε σε αυτό το άρθρο και θα προσπαθήσουμε να την κατατάξουμε στην περιοχή της αλήθειας ή σε αυτήν του μύθου.
Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσετε με τα επόμενα επιχειρήματα, ούτε όλα είναι μαύρο ή άσπρο. Σίγουρα όμως μπορεί να είναι ένα μικρό έναυσμα για περισσότερη σκέψη! Ας ορίσουμε λοιπόν το πρόβλημα θέτοντας προς κρίση την επόμενη ερώτηση – άποψη:
«Αφού μπορώ να βρω στη google οποιαδήποτε γνώση θέλω, οποιαδήποτε στιγμή θέλω, γιατί να πρέπει να μάθω τη γνώση αυτή στο σχολείο;»
Η διάκριση μεταξύ των δεδομένων, της πληροφορίας και της γνώσης
Θα κάνω μια προσπάθεια να τονίσω τη διάκριση μεταξύ δεδομένων (data), πληροφορίας (information) και γνώσης (knowledge). Αυτές οι τρεις λέξεις και ειδικότερα οι δύο τελευταίες χρησιμοποιούνται πολλές φορές εναλλακτικά. Όμως, η καθεμιά έχει το δικό της νόημα και δεν ταυτίζονται!
Tα δεδομένα είναι πρωτογενείς πληροφορίες (αριθμοί, λέξεις, εικόνες, σχήματα κ.λπ.) που για να αποκτήσουν νόημα πρέπει να υποστούν επεξεργασία, ενώ οι πληροφορίες είναι προτάσεις μέσω των οποίων αποκτούν νόημα τα δεδομένα. Για παράδειγμα αν σας δώσουν τους αριθμούς 12, 14, 14, 19, τότε σας έχουν δώσει κάποια δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά γίνονται πληροφορία αν σας πουν επιπλέον ότι οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν στους βαθμούς των διαγωνισμάτων που έχει γράψει ένας μαθητής στο μάθημα της Φυσικής.
Οι πληροφορίες μπορεί να περιλαμβάνουν αδιαμφισβήτητα γεγονότα (facts), όπως για παράδειγμα «η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι η Αθήνα», αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν και προτάσεις που είναι δυνατόν να ερμηνευτούν με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το άτομο που λαμβάνει την πληροφορία. Όπως είναι κατανοητό, η πληροφορία διακινείται συνεχώς. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πάντοτε ο πομπός της πληροφορίας, για παράδειγμα ένα άτομο, ένα βιβλίο, ένα site, η Google κ.ο.κ., και ο δέκτης της, δηλαδή ένα δεύτερο άτομο.
Η προέλευση της γνώσης (knowledge) και η σχέση της με την αλήθεια και με τα πιστεύω ενός ατόμου είναι αντικείμενο ενός ολόκληρου κλάδου της φιλοσοφίας που λέγεται επιστημολογία. Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού μπορούμε να περιορίσουμε λίγο τις φιλοσοφικές προεκτάσεις τις γνώσης σε κάτι πιο χειροπιαστό. Μπορούμε να πούμε ότι οι γνώσεις ενός ανθρώπου, οι οποίες αποθηκεύονται στη Μακρά του Μνήμη, είναι νοητικές αναπαραστάσεις – μοντέλα του κόσμου, οι οποίες:
- i) συνεισφέρουν στην κατανόηση τού πώς λειτουργεί ο κόσμος, και επιπλέον
- ii) συντελούν στην ανάληψη δράσης από τη μεριά του ανθρώπου με σκοπό την αλληλεπίδρασή του με τον κόσμο.
Ο παραπάνω ορισμός δεν φιλοδοξεί να φωτίσει όλες τις πιθανές πλευρές της γνώσης, αλλά επιθυμεί να ορίσει τα όρια που διακρίνουν τη γνώση από την πληροφορία.
Οι γνώσεις προκύπτουν ως αποτέλεσμα νοητικής λειτουργίας, καθώς ο άνθρωπος λαμβάνει πληροφορίες από το περιβάλλον του. Έτσι, η γνώση βρίσκεται στο νου των ανθρώπων και χτίζεται στη Μακρά τους Μνήμη σταδιακά στη διάρκεια της ζωής τους, ενώ η πληροφορία, που είναι δεδομένα που έχουν νόημα, απλώς μεταδίδεται με διάφορους τρόπους έχοντας αποδέκτες τους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, οι πληροφορίες συνεισφέρουν στο χτίσιμο των γνώσεων του ανθρώπου, αλλά δεν ταυτίζονται με αυτές.
Μύθος ή αλήθεια;
Έχοντας κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ της γνώσης και της πληροφορίας, είμαστε αρκετά έτοιμοι να απαντήσουμε στο ερώτημα – άποψη που θέσαμε λίγο παραπάνω.
Σύμφωνα με τη διάκριση μεταξύ πληροφορίας και γνώσης, δεν μπορούμε να μιλάμε για γνώσεις όταν ψάχνουμε στη Google ή οπουδήποτε αλλού. Ο άνθρωπος λαμβάνει πληροφορίες από την Google τις οποίες θα μετασχηματίσει σε γνώσεις όταν τις ενσωματώσει στη Μακρά του Μνήμη. Έτσι, η ερώτηση από τη φύση της δεν είναι σωστή και πρέπει να μετασχηματιστεί ως εξής: «Αφού μπορώ να βρω στη google οποιαδήποτε πληροφορία θέλω, γιατί να πρέπει να λάβω την πληροφορία αυτή στο σχολείο;»
Όμως, αυτή η ερώτηση – άποψη είναι και επικίνδυνη και λανθασμένη.
Είναι πρώτα απ’ όλα επικίνδυνη διότι αμφισβητεί άμεσα τα θεμέλια της εκπαίδευσης, μιας και ενστικτωδώς μετασχηματίζεται στην ερώτηση – άποψη: «Αφού μπορώ να βρω οποιαδήποτε πληροφορία θέλω, όποτε τη θέλω, γιατί να πάω στο σχολείο;».
Είναι επιπλέον λανθασμένη διότι αφενός αγνοεί το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη σκέψη και αφετέρου κάνει υποθέσεις (…μπορώ να βρω οποιαδήποτε πληροφορία θέλω, όποτε τη θέλω …) οι οποίες δεν ισχύουν για τους περισσότερους ανθρώπους, ακόμη και για τους ψηφιακά μορφωμένους.
Ας αναλύσουμε περαιτέρω τα παραπάνω επιχειρήματα:
Είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση είναι πολύτιμο αγαθό για την ανθρώπινη κοινωνία. Τα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού εκτοξεύτηκαν από τη στιγμή που η εκπαίδευση επεκτάθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και έγινε υποχρεωτική. Ατομικά, για κάθε άνθρωπο, υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης αντιστοιχούν σε υψηλότερα ετήσια έσοδα, καλύτερη υγεία και μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής. Συλλογικά, για την κοινωνία σημαίνει μεγαλύτερη τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη, χαμηλότερα έξοδα περίθαλψης, χαμηλότερη εγκληματικότητα (Wiliam 2011).
Ο James Flynn παρατήρησε ότι ο δείκτης ευφυΐας αυξάνεται από γενιά σε γενιά (φαινόμενο Flynn). Η εκπαίδευση είναι μια από τις κύριες αιτίες της ανόδου των επιδόσεων των ανθρώπων στα τεστ του δείκτη ευφυΐας (IQ τεστ). Τα 9 χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης, που επικράτησαν στον εικοστό αιώνα, αρκούν για να εξηγήσουν το φαινόμενο Flynn μιας και η ευφυΐα αυξάνεται κατά 2-4 μονάδες για κάθε πρόσθετη χρονιά στο σχολείο (Demetriou 2015).
Συνεπώς, απαξιώνοντας την εκπαίδευση και τη λειτουργία της θέτουμε έναν ωρολογιακό μηχανισμό υπονόμευσης της ανθρώπινης ευημερίας και εξέλιξης.
Η ευφυΐα αυξάνεται κατά 2-4 μονάδες για κάθε πρόσθετη χρονιά στο σχολείο.
Όμως, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ουσιαστικά δε φταίει ο θεσμός της εκπαίδευσης αλλά το σημερινό της αναχρονιστικό περιεχόμενο.
Παρόλο που δεν είναι εντελώς λανθασμένος ο ισχυρισμός αυτός, είναι εύκολο να πάμε στην αντίπερα όχθη και να ισχυριστούμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι τα παιδιά μας να μαθαίνουν στο σχολείο μόνο δεξιότητες και όχι γνώσεις που ούτως ή άλλως θα ξεπεραστούν πολύ γρήγορα ή έχουν ήδη ξεπεραστεί. Και αυτή όμως η άποψη είναι λανθασμένη αφού αγνοεί τη βασική λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης.
Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει μια πληροφορία που λαμβάνει αν δεν έχει πρότερες αντίστοιχες γνώσεις αποθηκευμένες στη Μακρά του Μνήμη ώστε να μπορεί να αποκωδικοποιήσει την πληροφορία αυτή. Αυτά που ήδη γνωρίζουμε καθορίζουν τι μπορούμε να δούμε και να καταλάβουμε γύρω μας και όχι το αντίστροφο (De Bruyckere et al. 2015). Ζώντας στη σημερινή εποχή, οι γνώσεις που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος είναι αυτές που καταρχήν θα τον βοηθούν να κατανοεί το σημερινό κόσμο. Θυμηθείτε για παράδειγμα το τραγικό γεγονός της δηλητηρίασης πέντε φοιτητών από τις αναθυμιάσεις ενός μαγκαλιού κάποια χρόνια πριν. Τι είδους γνώσεις δεν κατείχαν οι συγκεκριμένοι φοιτητές με συνέπεια να οδηγηθούν στο θάνατο;
Επίσης, η ανθρώπινη σκέψη βασίζεται σε συνδυασμούς γνώσεων που υπάρχουν στη μνήμη του ανθρώπου. Το ερέθισμα που λαμβάνει ένας άνθρωπος από το περιβάλλον του μπορεί να είναι κάποια πληροφορία που δέχθηκε, όπως για παράδειγμα ένα πρόβλημα που του τέθηκε προς λύση. Όταν όμως οι προϋπάρχουσες γνώσεις του είναι περιορισμένες η δυνατότητα επίλυσης του προβλήματος είναι και αυτή ιδιαίτερα μειωμένη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα. Με άλλα λόγια, οι λιγότερες γνώσεις οδηγούν σε ρηχότερη σκέψη ή αλλιώς στην έλλειψη κριτικής ικανότητας, άρα και στη μειωμένη ικανότητα λύσης προβλημάτων.
Να δώσω ένα χειροπιαστό παράδειγμα. Υπάρχουν πολλές ασκήσεις φυσικής λυμένες στο διαδίκτυο. Παρόλα αυτά, ένας συγγραφέας ασκήσεων φυσικής φτιάχνει μια καινούργια άσκηση της οποίας τα χαρακτηριστικά έχουν ποιοτικές διαφορές με κάποιες που είναι λυμένες στο διαδίκτυο. Ο μαθητής που ψάχνει να βρει μια παρόμοια άσκηση, πρέπει να αναγνωρίσει καταρχήν τις διαφορές και τις ομοιότητες της άσκησης που βρήκε με αυτή που έχει να λύσει, ώστε να μπορέσει να κάνει την αντιστοίχηση. Συνεπώς, ο μαθητής χρειάζεται προϋπάρχουσες γνώσεις για να κρίνει αν αυτή η άσκηση που βρήκε στο διαδίκτυο είναι παρεμφερής με αυτή που του δόθηκε προς λύση.
Αυτά που ήδη γνωρίζουμε καθορίζουν τι μπορούμε να δούμε και να καταλάβουμε γύρω μας και όχι το αντίστροφο.
Η άποψη ότι σήμερα είναι δυνατόν κάποιος να βρει ό,τι θέλει στο διαδίκτυο δε βασίζεται παρά μόνο στην εντύπωση που του δίνει το πολύ μεγάλο πλήθος των πληροφοριών που βιώνει στο διαδίκτυο. Η Μνήμη Εργασίας ενός ανθρώπου, όταν βιώνει νέες, άγνωστες πληροφορίες έχει μειωμένη ικανότητα επεξεργασίας (για περισσότερα εδώ). Έτσι, δεν μπορεί να διαχειριστεί με τη σκέψη του το μεγάλο πλήθος πληροφοριών, κάτι που του δημιουργεί την εντύπωση της «παντοδυναμίας» του μέσου. Αυτή η εντύπωση τον οδηγεί τελικά να πιστεύει ότι μπορεί να βρει τα πάντα στο διαδίκτυο.
Βέβαια, το καλύτερο παράδειγμα στον παραπάνω μύθο της «παντοδυναμίας» του διαδικτύου είναι η απάντηση στην ερώτηση: «Πόσες φορές έχει τύχει να ψάχνεις επί ώρες στο διαδίκτυο χωρίς να βρίσκεις ακριβώς αυτό που θέλεις;». Οι περισσότεροι που έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο έχουν βιώσει κάποια παρόμοια κατάσταση. Μήπως δεν υπάρχει αυτό που θέλουν ή μήπως δε γνωρίζουν καλά πώς να ψάχνουν;
Για να βρεις κάτι χρήσιμο στο διαδίκτυο, πρέπει αφενός να υπάρχει αυτό το κάτι (πράγμα που όπως είπαμε δεν είναι σίγουρο) και επιπλέον πρέπει να ξέρεις να ψάχνεις, καθώς και να ξέρεις να διακρίνεις αν αυτό που βρήκες είναι αληθές ή ψευδές.
Το να ξέρεις να ψάχνεις στο διαδίκτυο είναι μια δεξιότητα που πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο (χρήση των σωστών τελεστών και των λέξεων κλειδιά και γίνεται η δουλειά). Όμως, σε πολλές περιπτώσεις επικρατεί ο μύθος του ψηφιακά μορφωμένου. Θεωρούμε de facto ότι οι νέοι έχουν τέτοια εξοικείωση με την τεχνολογία που μπορούν να κάνουν αποδοτική και αποτελεσματική χρήση όλων των ψηφιακών μέσων που έχουν στη διάθεσή τους. Πλήθος ερευνών (Kirschner & De Bruyckere 2017) όμως έχουν αποδείξει ότι οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν σε μεγάλο βαθμό τέτοιες δεξιότητες και γι’ αυτό το λόγο οι δεξιότητες αυτές πρέπει να διδάσκονται στο σχολείο.
Από την άλλη μεριά, το να ξέρεις να διακρίνεις αν αυτό που βρήκες είναι αληθές ή ψευδές στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις γνώσεις που έχεις ήδη συσσωρεύσει για το αντικείμενο που ψάχνεις. Αν έχεις γνώσεις σε ένα συγκεκριμένο τομέα, τότε είσαι σε αρκετά μεγάλο βαθμό θωρακισμένος από ψευδείς αναφορές και πληροφορίες στον τομέα αυτό.
Τι συμβαίνει όμως αν δεν έχεις τις αναγκαίες γνώσεις; Άλλωστε, δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε όλα. Στην περίπτωση αυτή ψάχνεις να βρεις τη γνώμη των ειδικών (κάτι που δεν είναι πάντοτε αξιόπιστο) ή τελικά προσπαθείς να διευρύνεις τις γνώσεις σου για να κατανοείς περισσότερα μόνος σου. Με άλλα λόγια, η γνώση είναι δύναμη, είτε την κατέχει ο ειδικός είτε εσύ που ψάχνεις τη λύση σε ένα πρόβλημα.
Η άποψη ότι κάποιος μπορεί να κάνει χρήση της πληροφορίας που λαμβάνει από το διαδίκτυο τη χρονική στιγμή ακριβώς που έχει ανάγκη την πληροφορία αυτή δεν είναι σωστή σε πολλές περιπτώσεις. Η μνήμη του ανθρώπου δεν είναι μονίμως συνδεδεμένη με το διαδίκτυο. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος μεταφέρει συσκευές οι οποίες είναι μόνιμα συνδεδεμένες (κινητά τηλέφωνα).
Φαντάσου να συζητάς με την παρέα σου για ένα θέμα και να μην έχεις τις αναγκαίες γνώσεις γι’ αυτό. Αρχίζεις λοιπόν να ψάχνεις κατά τη διάρκεια της συζήτησης για να βρεις επιχειρήματα κάνοντας αναζήτηση στη Google. Για παράδειγμα, συζητάτε με τους φίλους σου το θέμα της ηθικής των αμβλώσεων και θέλεις να βρείς επιχειρήματα υπέρ των αμβλώσεων. Εσύ θα ψάχνεις και οι άλλοι θα συζητάνε. Η συζήτηση θα έχει τελειώσει και εσύ ακόμη θα διαβάζεις ένα άρθρο που βρήκες υπέρ των αμβλώσεων με σκοπό να αντλήσεις επιχειρήματα. Ακόμη και αν πρόλαβες να διαβάσεις το άρθρο, δεν θα μπορέσεις να συμπεριλάβεις στη ροή του λόγου σου τα επιχειρήματα που διάβασες αφού αυτά δεν ενσωματώθηκαν στη Μνήμη σου και έτσι να μπορείς να τα παρουσιάσεις με ένα συνεκτικό λόγο.
Συμπέρασμα
Από την παραπάνω επιχειρηματολογία ελπίζω να έγινε φανερό ότι η ερώτηση – άποψη: «Αφού μπορώ να βρω στη google οποιαδήποτε γνώση θέλω, οποιαδήποτε στιγμή θέλω, γιατί πρέπει να μάθω τη γνώση αυτή στο σχολείο;», είναι πιθανότατα ένας ΜΥΘΟΣ.
Το σχολείο είναι ό,τι καλύτερο έχουμε αυτή τη στιγμή για την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων και πρέπει να επικεντρωθεί στη δόμηση των βασικών γνώσεων στη Μακρά Μνήμη των μαθητών οι οποίες είναι αναγκαίες για τη λειτουργία τους στην καθημερινότητα της σύγχρονης ζωής. Αυτές οι γνώσεις θα αποτελέσουν τη βάση για την απόκτηση νέων γνώσεων προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις του μέλλοντος.
Βιβλιογραφία
- De Bruyckere, P., Kirschner, P.A. & Hulshof, C.D., 2015. Urban Myths about Learning and Education, Elsevier.
- Demetriou, A., 2015. Aλλάζει η εφυΐα; Ποιός, πότε, πόσο και πώς μπορεί να την αλλάξει; In 15o Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Ψυχολογικής εταιρίας Λευκωσίας. Available at: https://goo.gl/Q6DKZZ
- Kirschner, P.A. & De Bruyckere, P., 2017. The myths of the digital native and the multitasker. Teaching and Teacher Education, 67, pp.135–142. Available at: http://dx.doi.org/10.1016/j.tate.2017.06.001.
- Wiliam, D., 2011. Embedded formative assessment, Solution Tree Press.
***
Γιώργος Παναγιωτακόπουλος