Ο Εμμανουήλ Κριαράς, που πέθανε σε ηλικία 107 χρόνων, είναι ένα πρόσωπο που, πολύ φοβάμαι, τον προσέχουμε επειδή πέθανε σε βαθιά γεράματα κι επειδή, μετά τα 100, τον είχαν προσέξει τα μίντια, όχι τόσο γι’ αυτό που ήταν αλλά επειδή ήταν υπερήλικος. Στις συνεντεύξεις που έδωσε, κι ήταν πολλές, έλεγε συνέχεια ότι δούλευε και, συνήθως, προσπαθούσε να πει και τι δουλειά έκανε, αλλά αυτό δεν ενδιέφερε, επειδή το θαυμαστό είναι ότι ήταν 107 και δούλευε, όχι τι δουλειά έκανε.
Ο Κριαράς, λοιπόν, που μάθαμε από τον Τύπο ήταν ένας μειλίχιος χαμογελαστός γεροντάκος, απλός άνθρωπος, που έμενε σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα της οδού Αγγελάκη, και δούλευε επιθυμώντας να κλείσει εκκρεμότητες με τις σημειώσεις του.
Όταν ήταν νέος, είχε μακρά θητεία στο ΑΠΘ και έφτιαχνε λεξικά.
Επειδή, αυτή την πλευρά, του υπερήλικου, μάλλον την ξέρουν όλοι, ας δούμε γιατί (ενδεχομένως) θα θυμόμαστε τον καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά όταν τα χρόνια θα ‘χουν περάσει κι οι εικόνες της περιόδου της ευρείας δημοσιότητας δεν θα μας εντυπωσιάζουν πια όσο μας εντυπωσιάζουν αυτό τον καιρό.
1. Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος.
Αν και δεν κατάφερε το 1948 να κερδίσει την έδρα της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας (την πήρε ο Λίνος Πολίτης) στο ΑΠΘ, την οποία επιθυμούσε διακαώς, η εκλογή του λίγο αργότερα στην έδρα της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας του επέτρεψε να θεωρήσει τη γλώσσα στην ιστορικότητά της, πριν εργαστεί εν τέλει για τη νεότερη ελληνική. Οι φοιτητές του μιλούν για την απίστευτη μεταδοτικότητα ενός σπουδαίου εκλαϊκευτή των γλωσσικών μαθημάτων.
2. Υπήρξε ένας μαχητής της ελληνικής γλώσσας.
Το “Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας” (και η “Επιτομή” του), έργο που ξεκίνησε με την πρωτοβουλία και το πάθος του ίδιου του καθηγητή, χωρίς χρηματοδότηση, και επιβλήθηκε με τον πλούτο του και το κύρος του, είναι το βασικό μεγάλο πολύτομο λεπτομερές λεξικό για τη μελέτη των παλαιότερων έργων της ελληνικής φιλολογίας, απαραίτητη πηγή για τους μελετητές, αλλά όχι μόνο (ο Κριαράς ολοκλήρωσε 14 τόμους και το υπόλοιπο έχει αναλάβει το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας).
3. Υπήρξε μαχητικός δημοτικιστής, παθιασμένος και, σε μεγάλο βαθμό, φανατικός.
Εργάστηκε με πάθος για την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση (κατορθώθηκε το 1976, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη) και, στη συνέχεια, για την αντικατάσταση του πολυτονικού συστήματος από ένα απλούστερο μονοτονικό, το οποίο και έγινε κατορθωτό με την πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – Ανδρέα Παπανδρέου, επί υπουργίας Βερυβάκη. Στις κατηγορίες των γλωσσαμυντόρων ότι το μονοτονικό συνέβαλε στην εκπτώχευση του γλωσσικού αισθήματος, απαντούσε ότι το μονοτονικό δεν είναι γλώσσα αλλά τύπος της γραφής κι ότι δεν παίζει κανέναν ρόλο ούτε για την εξέλιξη της γλώσσας ούτε της εκπαίδευσης. Κι ότι θα μπορούσαν οι μαθητές, ό,τι κερδίζουν από τη διδασκαλία της ελληνικής, να το επενδύουν σε γνώσεις περισσότερο ανταγωνιστικές στο διεθνές προσκήνιο των ανταγωνιστικών κοινωνιών μας: γλώσσες, νέες τεχνολογίες, εξειδίκευση… Λεξικογράφος της νεότερης ελληνικής γλώσσας κι ο ίδιος, στο Νέο Ελληνικό Λεξικό του προσπάθησε να επιβάλει ένα γλωσσικό ιδίωμα χωρίς αναφορές στη λόγια γλώσσα και στην ιστορία της τυπολογίας της.
4. Υπήρξε οραματιστής, δρώσα πολιτική προσωπικότητα.
Στη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι (μαζί με τη σύζυγό του, Αικατερίνη Στριφτού-Κριαρά) από τους Γερμανούς. Στη διάρκεια της δικτατορίας, παύθηκε από το Πανεπιστήμιο για τις προοδευτικές ιδέες του. Και στη μεταπολίτευση δεν έκρυβε τη σοσιαλιστική ιδεολογία του. Έστω κι αν δεν εμβάθυνε στα ιδεολογικά θέματα του σοσιαλισμού, είναι βέβαιο ότι διεκδικούσε κοινωνικό κράτος πρόνοιας, με δωρεάν υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικό σύστημα, προσανατολισμένο στις παγκόσμιες τάσεις της αριστείας και της καινοτομίας.
5. Υπήρξε απέναντι στους κοινούς τόπους του φαίνεσθαι.
Δεν επιδίωξε τη δημοσιότητα (τα τελευταία χρόνια, η έκρηξή της μάλλον ήταν γι’ αυτόν ένα παιχνίδι που τον βοηθούσε να κρατάει ανοιχτό το παράθυρο στην κοινωνία). Ο δρόμος γι’ αυτόν ήταν πάντα μοναχικός, αφιερωμένος στο πάθος του για τη μελέτη της γλώσσας και της ελληνικής γραμματείας και στα όνειρά του για απαλλαγή των νεότερων χρηστών της ελληνικής (και της εκπαίδευσης) από το ιστορικό βάρος της λογιοσύνης, που στο παρελθόν έφτασε ακόμα και να χωρίσει τους Έλληνες. Απαξίωσε την επίδειξη στη ζωή του, υπεραμύνθηκε της ατομικής επιλογής καθενός και καθεμιάς στον τρόπο με τον οποίο θα οργανώσουν τη ζωή τους και, μικροαστός ων, δεν επένδυσε σε περιττά.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν ένας αφιερωμένος, μαχητικός άνθρωπος, που έζησε μέσα στη γλώσσα και καθόρισε ουσιαστικά την εξέλιξη της μελέτης της, της γραφής της και της διδασκαλίας της.