Οι μηχανές επιβίωσης ξεκίνησαν σαν παθητικά καταφύγια των γονιδίων που τους εξασφάλιζαν κυρίως προστασία και από τον χημικό πόλεμο των αντιπάλων τους και από κάποιο τυχαίο μοριακό βομβαρδισμό. Εκείνους τους καιρούς «τρέφονταν» με οργανικά μόρια που υπήρχαν άφθονα στην αρχέγονη σούπα. Αυτή η εύκολη ζωή πήρε τέλος όταν εξαντλήθηκε η οργανική τροφή που βρισκόταν στην σούπα και η οποία είχε βραδύτατα σχηματιστεί κατά τη διάρκεια αιώνων με την ενέργεια του ηλιακού φωτός.
Μια μεγάλη κατηγορία μηχανών επιβίωσης που τώρα ονομάζονται φυτά, κατάφερε να χρησιμοποιεί απευθείας το φως του Ήλιου και να συνθέτει για τον εαυτό της πολύπλοκα μόρια από απλούστερα επαναθεσπίζοντας, αλλά με μεγαλύτερη ταχύτητα, τις συνθετικές διαδικασίες της αρχέγονης σούπας. Μια άλλη κατηγορία, οι μηχανές που σήμερα ονομάζουμε ζώα, «ανακάλυψε» τρόπους να εκμεταλλεύεται το χημικό μόχθο των φυτών είτε τρώγοντας φυτά είτε τρώγοντας άλλα φυτοφάγα ζώα.
Και οι δύο αυτές κατηγορίες μηχανών επιβίωσης ανέπτυξαν όλο και περισσότερο έξυπνα τεχνάσματα για να μεγαλώνουν την αποδοτικότητα στο πλαίσιο των τρόπων ζωής τους και διαρκώς νέοι τρόποι ζωής ανοίγονταν μπροστά τους. Εξελίχθηκαν πολλοί καινούργιοι κλάδοι και παρακλάδια και ο καθένας τους ευημερούσε με κάποιο ειδικό τρόπο ζωής : στη θάλασσα, στο έδαφος, κάτω από το έδαφος, πάνω στα δέντρα, ή μέσα σε άλλους ζωντανούς οργανισμούς. Η τεράστια ποικιλία των ζώων και των φυτών, που σήμερα μας προκαλεί τόσο μεγάλη εντύπωση, προήλθε από αυτές τις διακλαδώσεις. Τα ζώα και τα φυτά εξελίχθηκαν σε πολυκύτταρα σώματα κάθε κύτταρο των οποίων περιέχει τέλειο αντίγραφο όλων των γονιδίων. Δεν ξέρουμε πότε, γιατί ή πόσες φορές ανεξάρτητα συνέβη αυτό το πράγμα. Μερικοί χρησιμοποιούν την παρομοίωση της αποικίας και περιγράφουν το σώμα ως αποικίας και περιγράφουν το σώμα ως αποικία κυττάρων. Εγώ προτιμώ να θεωρώ το σώμα αποικία γονιδίων και το κύτταρο βολική μονάδα για τις χημικές δραστηριότητες των γονιδίων.
Μπορεί να υπάρχουν αποικίες γονιδίων αλλά αναμφίβολα τα σώματα έχουν αποκτήσει ατομική ανεξαρτησία. Το ζώο κινείται ως συντονισμένο σύνολο, ως μονάδα. Προσωπικά νιώθω ως μονάδα και όχι ως αποικία. Αυτό έπρεπε να το περιμένουμε. Η επιλογή ευνόησε τα γονίδια που συνεργάζονται μεταξύ τους. Στον άγριο ανταγωνισμό, όταν η τροφή είναι λίγη, στον αδυσώπητο αγώνα μιας μηχανής επιβίωσης να μην κατασπαραχθεί από άλλες, τα γονίδια θα κέρδιζαν αν μέσα στο κοινό σώμα υπήρχε ένας κεντρικός συντονισμός και δεν επικρατούσε αναρχία. Πραγματικά, πολλοί βιολόγοι δεν την παραδέχονται και σ’ αυτό το σημείο διαφωνούμε.
Ευτυχώς, αυτή η διαφωνία (που θα μπορούσε να διακυβεύσει την αξιοπιστία του υπόλοιπου βιβλίου), είναι κατά μέγιστο μέρος θεωρητική. Όπως όταν συζητάμε για τον τρόπο λειτουργίας ενός αυτοκινήτου δεν είναι βολικό να αναφερόμαστε στα στοιχειώδη σωματίδια και τα κβάντα, έτσι θα ήταν κουραστικό αλλά και περιττό να προσφεύγουμε στα γονίδια όταν μιλάμε για τη συμπεριφορά των μηχανών επιβίωσης. Από πρακτική άποψη συμφέρει να θεωρούμε κατά προσέγγιση το μεμονωμένο σώμα ως μέσο που «προσπαθεί» να αυξήσει τον αριθμό των γονιδίων του στις μέλλουσες γενεές. Εγώ θα χρησιμοποιήσω αυτή τη βολική γλώσσα. Κατά κανόνα, λέγοντας «αλτρουιστική» ή «εγωιστική» συμπεριφορά θα εννοώ συμπεριφορά κατευθυνόμενη από ένα άτομο σε άλλο. Όταν θα σημαίνει κάτι άλλο θα το εξηγώ.
Το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με τη συμπεριφορά : το εύρημα της γρήγορης κίνησης, που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι μηχανές επιβίωσης του ζωικού βασιλείου. Τα ζώα έγιναν ενεργοί φορείς γονιδίων, γονιδιακές μηχανές. Χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς, όπως την εννοούν οι βιολόγοι, είναι η ταχύτητά της. Τα φυτά κινούνται αλλά πολύ αργά. Αν κοιτάξουμε τα αναρριχητικά φυτά από κινηματογραφική ταινία που προβάλλεται γρήγορα, φαίνονται σαν δραστήρια ζώα. Όμως, στην πραγματικότητα, οι περισσότερες κινήσεις των φυτών είναι μη αντιστρεπτή ανάπτυξη. Από την άλλη μεριά, τα ζώα ανέπτυξαν τρόπους κίνησης κατά εκατοντάδες χιλιάδες φορές ταχύτερες. Επιπλέον, οι κινήσεις που κάνουν είναι αντιστρεπτές και μπορούν να επαναλαμβάνονται αμέτρητες φορές.
Το εργαλείο που έφερε η εξέλιξη για τη γρήγορη κίνηση στα ζώα είναι οι μύες. Οι μύες είναι κινητήρες που, όπως οι ατμοκινητήρες και οι κινητήρες εσωτερικής καύσης, για να δημιουργήσουν μηχανική κίνηση καταναλώνουν ενέργεια αποθηκευμένη σε χημικά καύσιμα. Η διαφορά είναι η άμεση μηχανική δύναμη του μυός δημιουργείται με τη μορφή τάσης, και όχι με τη μορφή πίεσης αερίου όπως στους ατμοκινητήρες ή τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. Όμως οι μύες μοιάζουν με κινητήρες επειδή συχνά ασκούν τη δύναμή τους σε σχοινιά και σε μοχλούς με στροφείς. Στο σώμα μας, μοχλοί είναι τα οστά, σχοινιά είναι οι τένοντες, και στροφείς είναι οι αρθρώσεις. Σε μοριακό επίπεδο, γνωρίζουμε πολλά για τη λειτουργία των μυών αλλά βρίσκω πιο ενδιαφέρον το πρόβλημα του τρόπου που συγχρονίζονται οι μυϊκές συστολές.
Εχετε παρακολουθήσει ποτέ μία κάπως περίπλοκη τεχνητή μηχανή, λόγου χάρη μια πλεκτομηχανή, μια ραπτομηχανή, έναν αργαλειό, μια μηχανή αυτόματης εμφιάλωσης ή μια μηχανή που δένει το σανό σε μπάλες ; Την κινητήρια δύναμη τη δίνει κάποια πηγή, ένας ηλεκτροκινητήρας ή ένα τρακτέρ. Αυτό όμως που κάνει εντύπωση είναι ο συγχρονισμός των κινήσεων. Βαλβίδες ανοίγουν και κλείνουν με τη σωστή σειρά, χαλύβδινα δάκτυλα δένουν σφιχτά έναν κόμπο γύρω από μια μπάλα σανού, και κατόπιν, την κατάλληλη στιγμή, προβάλλει μια λεπίδα που κόβει το σχοινί.
Σε πολλές τεχνητές μηχανές ο συγχρονισμός επιτυγχάνεται με τη λαμπρή εφεύρεση του έκκεντρου τροχού. Πρόκειται για μετατροπή της απλής περιστροφικής κίνησης σε πολύπλοκες περιοδικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις με τη βοήθεια ενός εκκεντροφόρου ή ενός ειδικά διαμορφωμένου τροχού. Παρόμοια είναι και η αρχή λειτουργίας των «μουσικών κουτιών» ή της λατέρνας. Άλλες μηχανές, όπως οι ατμοκίνητες σφυρίχτρες και οι πιανόλες, χρησιμοποιούν χάρτινους κυλίνδρους ή κάρτες που έχουν κατάλληλα διατεταγμένες οπές. Σήμερα επιχειρείται η αντικατάσταση των απλών μηχανικών συγχρονιστών με ηλεκτρονικούς. Οι ψηφιακοί υπολογιστές αποτελούν παραδείγματα των μεγάλων και πολύμορφων ηλεκτρονικών συσκευών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πολύπλοκων συστημάτων συγχρονισμένων κινήσεων. Το βασικό στοιχείο μιας σύγχρονης ηλεκτρονικής μηχανής, π.χ. ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, είναι ο ημιαγωγός η γνωστότερη μορφή του οποίου είναι ο τρανζίστορας.
Οι μηχανές επιβίωσης φαίνεται πως ξεπέρασαν το έκκεντρο και τις διατρητικές κάρτες. Το όργανο που χρησιμοποιούν για το συγχρονισμό των κινήσεών τους μοιάζει περισσότερο με ηλεκτρονικό υπολογιστή, μολονότι η βασική λειτουργία του είναι σαφώς διαφορετική. Η θεμελιακή μονάδα των βιολογικών υπολογιστών, το νευρικό κύτταρο ή νευρώνας, στην πραγματικότητα, ως προς την εσωτερική λειτουργία του, δεν μοιάζει καθόλου με τον τρανζίστορα. Ο κώδικας με τον οποίο επικοινωνούν οι νευρώνες μεταξύ τους φαίνεται να μοιάζει λίγο με τους κωδικοποιημένους παλμούς των ψηφιακών υπολογιστών, αλλά ο μεμονωμένος νευρώνας είναι πολύ πιο περίπλοκη μονάδα επεξεργασίας δεδομένων συγκριτικά με τον τρανζίστορα. Αντί των τριών μόνο επαφών που συνδέουν τον τρανζίστορα με άλλα εξαρτήματα, ο νευρώνας μπορεί να έχει δεκάδες χιλιάδες επαφές (συνάψεις). Ο νευρώνας λειτουργεί βραδύτερα από τον τρανζίστορα αλλά προχώρησε πολύ προς την κατεύθυνση της σμίκρυνσης, πράγμα που τις τελευταίες δεκαετίες αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της ηλεκτρονικής βιομηχανίας. Αυτό το καταλάβαμε όταν μάθαμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει 10.000.000.000.000 νευρώνες : σ’ αυτό το χώρο θα μπορούσατε να στοιβάξετε μόνο λίγες εκατοντάδες τρανζίστορες. [Σήμερα η τρομακτική εξέλιξη στη τεχνολογία των ηλεκτρονικών έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να είναι ζήτημα ρουτίνας η κατασκευή ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στα οποία σε ένα τετραγωνικό εκατοστόμετρο χωρούν 3.000.000 τρανζίστορες. Θεωρητικά, στα 1.400 κυβικά εκατοστόμετρα του μέσου όγκου ενός ανθρώπινου εγκεφάλου θα μπορούσε να χωρέσουν δισεκατομμύρια τρανζίστορες : βέβαια, για διάφορους πρακτικούς λόγους η κατασκευή ενός τέτοιου συγκροτήματος είναι αδύνατη (Σ.τ.μ.)].
Τα φυτά δεν χρειάζονται νευρώνες επειδή ζουν χωρίς να μετακινούνται, νευρώνες όμως βρίσκονται στα περισσότερα είδη του ζωικού βασιλείου. Μπορεί να «ανακαλύφθηκαν» στα πρώτα στάδια της εξέλιξης των ζώων και να κληρονομήθηκαν σε όλα τα είδη, μπορεί όμως και να ανακαλύφθηκαν πολλές φορές ξεχωριστά. Οι νευρώνες είναι κατά βάση κύτταρα που, όπως και όλα τα είδη κυττάρων, έχουν πυρήνα και χρωμοσώματα. Από τα τοιχώματά τους εκφεύγουν αποφύσεις λεπτές σαν κλωστές. Συχνά ένας νευρώνας έχει μία ιδιαίτερα μακριά απόφυση που ονομάζεται νευράξονας ή νευρίτης. Ενώ το πάχος του νευρίτη είναι μικροσκοπικό, το μήκος του μπορεί να είναι πολλά μέτρα : στην καμηλοπάρδαλη υπάρχουν νευρίτες που διατρέχουν όλο το μήκος του λαιμού της. Συνήθως συναθροίζονται πολλοί νευρίτες και αποτελούν χοντρά πολύκλωνα «καλώδια» που ονομάζονται νεύρα. Τα νεύρα διατρέχουν το σώμα από τη μια ως την άλλη άκρη μεταφέροντας μηνύματα, όπως περίπου γίνεται με τα καλώδια των υπεραστικών τηλεφωνικών γραμμών. Αλλοι νευρώνες έχουν βραχείς νευρίτες και συνιστούν πυκνές συγκεντρώσεις νευρικού ιστού που ονομάζονται γάγγλια. Όταν αυτές οι συγκεντρώσεις είναι πολύ μεγάλες ονομάζονται εγκέφαλοι.
Από λειτουργική άποψη, οι εγκέφαλοι μοιάζουν με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Και οι δύο αυτοί τύποι μηχανών παρέχουν σύνθετα σήματα εξόδου αφού αναλύσουν σύνθετα σήματα εισόδου και συνυπολογίσουν τις αποθηκευμένες πληροφορίες. Η βασική συμβολή των εγκεφάλων στην επιτυχία των μηχανών επιβίωσης είναι ο έλεγχος και ο συντονισμός των μυϊκών συστολών. Για το σκοπό αυτό χρειάζονται καλώδια που να οδηγούν στους μυς και αυτά τα καλώδια ονομάζονται κινητικά νεύρα. Όμως η επιτυχημένη διατήρηση του σώματος, και συνεπώς των γονιδίων, θα εξασφαλιστεί μόνον όταν ο συγχρονισμός των μυϊκών συστολών αποκρίνεται στα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου. Είναι σημαντικό να συσπώνται οι σιαγόνιοι μύες μόνον όταν ανάμεσα στα σαγόνια υπάρχει κάτι που αξίζει να μασηθεί, και οι μύες των ποδιών να συσπώνται μόνον όταν υπάρχει κάτι που να αξίζει να το πλησιάσουμε ή να το αποφύγουμε. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο η φυσική επιλογή ευνόησε τα ζώα που ήταν εφοδιασμένα με αισθητήρια όργανα, τις συσκευές δηλαδή που μεταφράζουν τα φυσικά συμβάντα του εξωτερικού κόσμου σε κωδικούς παλμούς των νευρώνων (νευρικές ώσεις). Ο εγκέφαλος συνδέεται με τα αισθητήρια όργανα (μάτια, γευστικά κέντρα κ.ά.) με τη βοήθεια «καλωδίων» που ονομάζονται αισθητήρια νεύρα.
Η λειτουργία των αισθητηρίων συστημάτων είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί επειδή καταφέρνουν να αναγνωρίζουν πολυπλοκότερες λεπτομέρειες του εξωτερικού κόσμου απ’ αυτές που μπορούν οι καλύτερες και εξαιρετικά δαπανηρές μηχανές που κατασκεύασε ο άνθρωπος. Αν αυτό δεν αλήθευε, οι δακτυλογράφοι θα ήταν περιττές γιατί θα τις αντικαθιστούσαν μηχανές αναγνώρισης ομιλίας ή ανάγνωσης χειρογράφων. Φαίνεται πως για αρκετές δεκαετίες θα έχουμε ανάγκη από ανθρώπους-γραμματείς. Πρέπει να υπήρξε εποχή όπου τα αισθητήρια όργανα επικοινωνούσαν περισσότερο ή λιγότερο άμεσα με τους μυς.
Πραγματικά, οι σημερινές θαλάσσιες ανεμώνες δεν απέχουν πολύ απ’ αυτήν την κατάσταση γιατί είναι κατάλληλη για τον τρόπο που ζουν. Όμως, για να πραγματοποιηθούν πιο σύνθετες και έμμεσες σχέσεις ανάμεσα στο συγχρονισμό των συμβάντων του εξωτερικού κόσμου και των αντίστοιχων μυϊκών συστολών χρειάστηκε να παρεμβληθεί, σαν ενδιάμεσο, ένα είδος εγκεφάλου. Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε, διαμέσου της εξέλιξης, με την «εφεύρεση» της μνήμης. Με τη βοήθεια της μνήμης ο συγχρονισμός των μυϊκών συστολών θα μπορούσε να επηρεαστεί από συμβάντα όχι μόνο του άμεσου παρελθόντος αλλά και του απώτερου. Η μνήμη, ή αποθήκη, είναι επίσης σημαντικό τμήμα ενός ψηφιακού υπολογιστή. Η μνήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι περισσότερο αξιόπιστη από την ανθρώπινη αλλά έχει μικρότερη χωρητικότητα και παρουσιάζει πολύ λίγους τρόπους στην καταχώριση και ανάκληση πληροφοριών. [Ο άνθρωπος μπορεί να «θυμάται» το άρωμα ενός λουλουδιού, τη γεύση ενός θαυμάσιου κρασιού, το άκουσμα μιας μοναδικής εκτέλεσης ενός μουσικού έργου…(Σ.τ.μ.)].
Μια από τις εντυπωσιακότερες ιδιότητες της συμπεριφοράς των μηχανών επιβίωσης είναι η φαινομενική σκοπιμότητά της. Μ’ αυτό δεν εννοώ ότι είναι τέλεια υπολογισμένη για να βοηθήσει την επιβίωση των γονιδίων του ζώου, μολονότι αυτό φυσικά συμβαίνει. Μιλώ για κάτι που συγγενεύει με την ανθρώπινη σκόπιμη συμπεριφορά. Όταν παρατηρούμε ένα ζώο που «αναζητεί» τροφή ή ερωτικό σύντροφο ή ένα παιδί του που χάθηκε, δύσκολα αποφεύγουμε να του αποδώσουμε τα υποκειμενικά αισθήματα που δοκιμάζουμε κι εμείς όταν αναζητούμε κάτι ανάλογο. Μπορεί να είναι η «επιθυμία» για κάποιο αντικείμενο, η «ιδεατή εικόνα» του επιθυμητού αντικειμένου, ένας «σκοπός» ή κάποιο «αποτέλεσμα». Ο καθένας μας ξέρει – από ενδοσκόπηση – ότι σε μία τουλάχιστον από τις σύγχρονες μηχανές επιβίωσης αυτή η σκοπιμότητα έχει αναπτύξει την ιδιότητα που αποκαλούμε «συνείδηση». Δεν είμαι αρκετά φιλόσοφος ώστε να διερευνήσω τι ακριβώς είναι η συνείδηση. Ευτυχώς όμως δεν έχει μεγάλη σημασία για το θέμα μας γιατί μας είναι εύκολο να μιλάμε για μηχανές που συμπεριφέρονται σαν να έχουν κάποιο σκοπό αδιαφορώντας αν πραγματικά έχουν συνείδηση. Τέτοιες μηχανές είναι κατά βάση πολύ απλές. Οι αρχές στις οποίες στηρίζεται σκόπιμη συμπεριφορά τους είναι κοινοτοπίες για τους μηχανολόγους. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί ο φυγοκεντρικός ρυθμιστής του Watt.
Η θεμελιώδης αρχή στην οποία στηρίζεται ονομάζεται αρνητική ανάδραση, της οποίας υπάρχουν ποικίλες μορφές. Σε γενικές γραμμές συμβαίνει το εξής : Η «μηχανή με σκοπιμότητα», η μηχανή ή το πράγμα που συμπεριφέρεται σαν να είχε συνειδητό σκοπό, είναι εφοδιασμένη με κάποιο είδος μετρητικής συσκευής που μετρά την ασυμφωνία ανάμεσα στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων και την «επιθυμητή». Είναι κατασκευασμένη με τέτοιον τρόπο ώστε όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η ασυμφωνία τόσο εντατικότερα να δουλεύει. Ετσι η μηχανή τείνει αυτόματα να μειώσει την ασυμφωνία (και γι’ αυτό μιλάμε για αρνητική ανάδραση) και η επίδρασή της μηδενίζεται μόλις επιτευχθεί η «επιθυμητή» κατάσταση. Ο ρυθμιστής του Watt αποτελείται από δύο μεταλλικές σφαίρες περιστρεφόμενες από έναν ατμοκινητήρα. Κάθε σφαίρα βρίσκεται στην άκρη ενός αρθρωτού βραχίονα. Οσο ταχύτερα περιστρέφονται οι σφαίρες τόσο περισσότερο η φυγόκεντρη δύναμη σπρώχνει τους βραχίονες προς την οριζόντια θέση. Οι βραχίονες συνδέονται με τη βαλβίδα που ρυθμίζει την ποσότητα του ατμού, ο οποίος τροφοδοτεί τον κινητήρα έτσι που να λιγοστεύει όσο οι βραχίονες προσεγγίζουν την οριζόντια θέση. Αν ο κινητήρας επιταχυνθεί, ελαττώνεται η παροχή ατμού και η ταχύτητά του μειώνεται. Αν μειωθεί πολύ, η βαλβίδα θα αφήσει να περάσει αυτόματα περισσότερος ατμός και ο κινητήρας ξαναεπιταχύνεται. Τέτοιες «μηχανές με σκοπιμότητα» συχνά ταλαντώνονται. Αυτό οφείλεται σε υπέρβαση κάποιου ορίου και σε χρονικές υστερήσεις, και γι’ αυτό ένα μέρος του έργου του μηχανικού είναι να κατασκευάσει συμπληρωματικές συσκευές για να μειωθούν οι ταλαντώσεις.
Η «επιθυμητή» κατάσταση για το ρυθμιστή του Watt είναι κάποια συγκεκριμένη ταχύτητα περιστροφής. Προφανώς, η «επιθυμία» της μηχανής δεν είναι συνειδητή και ο «σκοπός» της ορίζεται απλώς ως η κατάσταση εκείνη στην οποία τείνει να επανέρχεται. Μοντέρνες μηχανές με σκοπιμότητα εκδηλώνουν εξαιρετικά πολύπλοκη συμπεριφορά – όμοια με τη ζωική –, χρησιμοποιώντας γενικότερες βασικές αρχές όμοιες με την αρχή της αρνητικής ανάδρασης. Για παράδειγμα, τα κατευθυνόμενα βλήματα φαίνεται να αναζητούν το στόχο τους και όταν αυτός βρεθεί στην εμβέλειά τους τον καταδιώκουν λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν ακανόνιστες κινήσεις του. Μερικές φορές μάλιστα μπορούν ακόμη και να τις «προβλέψουν» ή να τις «προλάβουν». Όμως δεν χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες για τον τρόπο που γίνονται όλα τούτα. Όλα στηρίζονται στην αρχή της αρνητικής ανάδρασης διαφόρων τύπων, την «τροφοδοσία προώθησης» και άλλες αρχές που οι μηχανικοί τις ξέρουν καλά και που σήμερα είναι γνωστό ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία των ζωντανών οργανισμών. Δεν χρειαζόμαστε καμιά υπόθεση που να θυμίζει έστω και από μακριά τη συνείδηση, μολονότι ο απλός άνθρωπος παρατηρώντας αυτή τη φαινομενικά προμελετημένη και σκόπιμη συμπεριφορά θα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι το βλήμα δεν βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο κάποιου ανθρώπου-οδηγού. Είναι συνηθισμένη η παρανόηση ότι επειδή μια μηχανή, όπως το κατευθυνόμενο βλήμα, αρχικά σχεδιάστηκε και κατασκευάσθηκε συνειδητά από τον άνθρωπο, πρέπει κατόπιν να βρίσκεται πραγματικά υπό τον άμεσο έλεγχό του. Μια άλλη παραλλαγή αυτής της πλάνης είναι ότι «οι__ηλεκτρονικοί υπολογιστές στην πραγματικότητα δεν παίζουν σκάκι γιατί κάνουν μόνο αυτό που τους λέει ο χρήστης τους να κάνουν». Είναι σημαντικό που καταλαβαίνουμε γιατί αυτό είναι πλάνη, επειδή σχετίζεται με το πρόβλημα της έννοιας που δίνουμε όταν λέμε ότι τα γονίδια «ελέγχουν» τη συμπεριφορά. Επειδή το ηλεκτρονικό σκάκι είναι ένα κατάλληλο παράδειγμα για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, θα το συζητήσουμε κάπως διεξοδικότερα.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές δεν παίζουν ακόμη σκάκι όπως οι «μεγάλοι μαιτρ» του παιχνιδιού, όμως έχουν προσεγγίσει το επίπεδο ενός καλού ερασιτέχνη. Ακριβέστερα, θα λέγαμε ότι τα προγράμματα έχουν φτάσει στο επίπεδο ενός καλού ερασιτέχνη, επειδή η εκτέλεση ενός τέτοιου προγράμματος δεν είναι έργο των ικανοτήτων του μηχανήματος. Ποιος όμως είναι ο ρόλος του προγραμματιστή ; Εν πρώτοις είναι σίγουρο ότι δεν χειρίζεται συνέχεια τον υπολογιστή, όπως ο μαριονετίστας που κινεί διαρκώς με νήματα τις κούκλες του. Θα κάναμε λάθος αν πιστεύαμε κάτι τέτοιο. Ο προγραμματιστής απλώς γράφει το πρόγραμμα και το περνά στον υπολογιστή, ο οποίος από κει και πέρα είναι ελεύθερος : δεν επεμβαίνει κανένας άνθρωπος, εκτός από τον αντίπαλο που απαντά σε κάθε κίνηση του υπολογιστή. Μήπως ο προγραμματιστής έχει προβλέψει όλες τις δυνατές θέσεις που μπορεί να πάρουν τα πιόνια, και έχει εφοδιάσει τον υπολογιστή μ’ έναν τεράστιο κατάλογο των σωστών κινήσεων που πρέπει να κάνει σε κάθε περίπτωση ; Ασφαλώς όχι, γιατί ο αριθμός των δυνατών διατάξεων στο σκάκι είναι τόσο μεγάλος ώστε ο κόσμος θα είχε τελειώσει και ο κατάλογος δεν θα είχε συμπληρωθεί. Για τον ίδιο λόγο ο υπολογιστής δεν μπορεί να προγραμματιστεί έτσι ώστε να υπολογίζει «με το νου του» όλες τις δυνατές κινήσεις και όλες τις δυνατές επόμενες κινήσεις, ώσπου να βρει μια νικηφόρα στρατηγική. Ο αριθμός των δυνατών παρτίδων σκακιού είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό των ατόμων του Γαλαξία μας. Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα για το γνωστό άλυτο πρόβλημα του προγραμματισμού ενός υπολογιστή να παίζει σκάκι. Στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα. Δεν είναι εκπληκτικό λοιπόν που και τα καλύτερα προγράμματα δεν έφτασαν ακόμη στο επίπεδο των «μεγάλων μαιτρ».
Ο πραγματικός ρόλος του προγραμματιστή μοιάζει μάλλον με το ρόλο του πατέρα που διδάσκει το παιδί του να παίζει σκάκι. Λέει στον υπολογιστή ποιες είναι οι βασικές κινήσεις στο παιχνίδι, όχι ξεχωριστά για κάθε ενδεχόμενο «άνοιγμα», αλλά με τη μορφή συνοπτικών κανόνων. Δεν του λέει κατά λέξη «οι αξιωματικοί κινούνται διαγώνια» αλλά κάτι που είναι μαθηματικά ισοδύναμο : «οι νέες συντεταγμένες του αξιωματικού βρίσκονται αν προσθέσουμε στις αρχικές συντεταγμένες x και y την ίδια σταθερά, που μπορεί να είναι θετική για τη μία συντεταγμένη και αρνητική για την άλλη». Υστερα προγραμματίζει κάποιες «συμβουλές» διατυπωμένες στην ίδια μαθηματική ή λογική γλώσσα και οι οποίες αν διατυπωθούν με ανθρώπινη γλώσσα ισοδυναμούν με υποδείξεις του τύπου : «μην αφήνεις το βασιλιά αφύλακτο», ή με ωφέλιμα κόλπα όπως «αντάλλαξέ τον με το άλογο». Οι λεπτομέρειες είναι ενδιαφέρουσες αλλά θα μας οδηγούσαν πολύ μακριά. Το σημαντικό είναι το εξής : Όταν ο υπολογιστής παίζει σκάκι είναι μόνος του και δεν περιμένει καμία βοήθεια από τον κύριό του. Το μόνο που κάνει ο προγραμματιστής είναι να ρυθμίσει τον υπολογιστή από πριν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με σωστή ισορροπία ανάμεσα στις καταχωριζόμενες ειδικές πληροφορίες και τις υποδείξεις που αφορούν τη στρατηγική και την τεχνική.
Τα γονίδια ελέγχουν επίσης τη συμπεριφορά των μηχανών επιβίωσής τους, όχι όμως άμεσα, όπως τα δάχτυλα ελέγχουν με νήματα τα ανδρείκελα στο κουκλοθέατρο αλλά έμμεσα, όπως ο προγραμματιστής τον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι να τις ρυθμίσουν από πριν. Υστερα, η μηχανή επιβίωσης είναι μόνη της και τα γονίδια αναπαύονται παθητικά μέσα της. Γιατί όμως παραμένουν αδρανή ; Γιατί δεν αρπάζουν τα ηνία και δεν ενεργούν συνεχώς ; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορούν, γιατί υπάρχουν προβλήματα χρονικής υστέρησης.
Αυτό μπορούμε να το δείξουμε καλύτερα αν κάνουμε μια ακόμη παρομοίωση, τούτη τη φορά από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Το Αλφα για την Ανδρομέδα των Fred Hoyle και John Elliot είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, και, όπως όλα τα καλά έργα επιστημονικής φαντασίας, κρύβει μερικά ενδιαφέροντα επιστημονικά θέματα. Περιέργως, τα περισσότερα φαίνεται να μη διατυπώνονται καθαρά στο βιβλίο αλλά αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη. Ελπίζω πως οι συγγραφείς δεν θα είχαν αντίρρηση να τα αναλύσω εδώ.
Στον αστερισμό της Ανδρομέδας, 200 έτη φωτός [Το νεφέλωμα ή γαλαξίας της Ανδρομέδας απέχει 2.000.000 έτη φωτός (Σ.τ.μ.)] μακριά από τη Γη, υπάρχει ένας πολιτισμός που θέλει να διαδώσει την κουλτούρα του σε μακρινούς κόσμους. Με ποιο τρόπο θα τα καταφέρει καλύτερα ; Τα άμεσα ταξίδια αποκλείονται. Η ταχύτητα του φωτός είναι θεωρητικά το ανώτατο όριο ταχυτήτων για τις μετακινήσεις στο Διάστημα, ενώ στην πράξη τεχνικά προβλήματα μειώνουν σοβαρά αυτό το όριο. Από την άλλη μεριά, ίσως να μην αξίζει να επισκεφθεί κανείς πολλούς απ’ αυτούς τους κόσμους, οπότε πως θα έβρισκαν την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν ; Ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας με το υπόλοιπο Σύμπαν είναι τα ραδιοκύματα, γιατί, αν έχετε αρκετή ισχύ, μπορείτε να εκπέμψετε ραδιοσήματα προς όλες τις διευθύνσεις και όχι μια δέσμη σε μία μόνο διεύθυνση, και τα οποία θα φτάσουν σε πολλούς μακρινούς κόσμους (ο αριθμός τους αυξάνει με το τετράγωνο της απόστασης που διανύει το σήμα). Τα ραδιοκύματα τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός, πράγμα που σημαίνει ότι για να φτάσουν στη Γη τα σήματα από την Ανδρομέδα πρέπει να περάσουν 200 χρόνια. Το πρόβλημα με τέτοιες μεγάλες αποστάσεις είναι ότι δεν μπορείτε ποτέ να συνδιαλεχθείτε. Ακόμη και εάν παρακάμψουμε το γεγονός ότι δύο διαδοχικά μηνύματα από τη Γη, με συνδιάλεξη, θα μεταδίδονταν από διαφορετικούς ανθρώπους που θα τους χώριζαν 12 γενεές, θα ήταν ματαιοπονία να επιχειρήσουμε να διατηρήσουμε κάποια συνομιλία σε τέτοιες αποστάσεις.
Αυτό το πρόβλημα θα μας απασχολήσει σοβαρά : για να φτάσουν τα ραδιοκύματα από τον Αρη στη Γη χρειάζονται 4 λεπτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αστροναύτες στον Αρη θα αποβάλλουν τη συνήθεια να συνομιλούν με τους κατοίκους της Γης με σύντομες φράσεις που η μία είναι άμεση απάντηση της άλλης, και θα χρησιμοποιούν παρατεταμένους μονόλογους που θα μοιάζουν περισσότερο με επιστολές παρά με συνομιλία. Ένα άλλο παράδειγμα που επισήμανε ο Roger Payne είναι ότι η ακουστική στις θάλασσες έχει ορισμένες παράξενες ιδιότητες : θεωρητικά, θα μπορούσε το εξαιρετικά δυνατό «τραγούδι» της φάλαινας «μεγάπτερος», να ακουστεί σε κάθε σημείο της Γης αν η φάλαινα κολυμπούσε σε κάποιο συγκεκριμένο βάθος. Δεν είναι γνωστό αν όντως οι φάλαινες επικοινωνούν σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, αλλά αν επικοινωνούσαν θα το έκαναν με τον τρόπο του αστροναύτη που βρίσκεται στον Αρη. Η ταχύτητα του ήχου μέσα στο νερό είναι τέτοια ώστε για να διασχίσει το «τραγούδι» τον Ατλαντικό και να επιστρέψει μια απάντηση θα χρειαζόταν 2 ώρες. Υποθέτω πως αυτό εξηγεί το γεγονός ότι οι φάλαινες εκπέμπουν συνεχή μονόλογο που διαρκεί περίπου 8 λεπτά. Κατόπιν ξαναρχίζουν το «τραγούδι» κι αυτό επαναλαμβάνεται αρκετές φορές. Κάθε πλήρης κύκλος διαρκεί περίπου 8 λεπτά.
Κάτι ανάλογο έκαναν οι κάτοικοι της Ανδρομέδας. Επειδή δεν είχε νόημα να περιμένουν απάντηση, συγκέντρωσαν όλα όσα ήθελαν να πουν σε ένα τεράστιο συνεχές μήνυμα και κατόπιν το εξέπεμψαν στο Διάστημα πολλές φορές σε χρονικά διαστήματα μερικών μηνών. Βέβαια, το μήνυμά τους διέφερε πολύ από το τραγούδι των φαλαινών. Περιλάμβανε κωδικοποιημένες οδηγίες για την κατασκευή και τον προγραμματισμό ενός γιγαντιαίου υπολογιστή. Φυσικά, οι οδηγίες δεν ήταν γραμμένες σε ανθρώπινη γλώσσα, αλλά σχεδόν κάθε κώδικας μπορούσε να αποκρυπτογραφηθεί από έναν πεπειραμένο ειδικό, και μάλιστα αρκετά εύκολα, αν αυτό ήταν στις προθέσεις των σχεδιαστών του κώδικα. Το ραδιοτηλεσκόπιο του Jodrell Bank συνέλαβε το μήνυμα, το αποκωδικοποίησε κατασκευάστηκε ο υπολογιστής, και το πρόγραμμα «έτρεξε». Όμως τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια για την ανθρωπότητα γιατί οι προθέσεις των κατοίκων της Ανδρομέδας δεν ήταν καθόλου αλτρουιστικές και ο υπολογιστής οδηγούσε στην επιβολή δικτατορίας, ως τη στιγμή που ο ήρωας του μυθιστορήματος τον κατέστρεψε μ’ ένα τσεκούρι.
Από τη σκοπιά μας, το σημαντικό ερώτημα είναι : με ποια έννοια θα λέγαμε ότι οι κάτοικοι της Ανδρομέδας κατευθύνουν τα γεγονότα στη Γη ; Δεν είχαν κανέναν άμεσο έλεγχο σε όποια απόφαση έπαιρνε κάθε στιγμή ο υπολογιστής. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε τρόπος ναξέρουν ούτε αν είχε κατασκευαστεί, γιατί για να πάρουν τη σχετική πληροφορία θα χρειαζόταν να περάσουν 200 χρόνια. Οι αποφάσεις και οι ενέργειες του υπολογιστή ήταν εξ ολοκλήρου δικές του. Ούτε μπορούσε να απευθυνθεί στα αφεντικά του για να πάρει επιπλέον οδηγίες για τη γενικότερη συμπεριφορά του. Εξαιτίας του ανυπέρβλητου εμποδίου των 200 ετών όλες οι οδηγίες υπήρχαν από πριν μέσα του. Θεωρητικά, θα είχε προγραμματιστεί όπως οι υπολογιστές που παίζουν σκάκι, αλλά με μεγαλύτερη ευκαμψία και ικανότητα στην αφομοίωση τοπικών πληροφοριών. Κι αυτό επειδή το πρόγραμμά του θα είχε σχεδιαστεί για να δουλέψει όχι μόνο στη Γη αλλά σε κάθε πλανήτη με προχωρημένη τεχνολογία, σε κόσμους που οι ακριβείς συνθήκες τους ήταν αδύνατο να είναι γνωστές στους κατοίκους της Ανδρομέδας.
Όπως ακριβώς οι Ανδρομέδιοι έπρεπε να έχουν στη Γη έναν υπολογιστή που να παίρνει καθημερινές αποφάσεις για λογαριασμό τους, έτσι και τα γονίδιά μας πρέπει να κατασκευάσουν έναν εγκέφαλο. Όμως τα γονίδια δεν είναι μόνον οι Ανδρομέδιοι που στέλνουν τις κωδικοποιημένες εντολές. Είναι και οι ίδιες οι εντολές. Ο λόγος που δεν μπορούν να χειρίζονται άμεσα τα νήματα στο παράδειγμα με τις μαριονέτες είναι ο ίδιος : οι χρονικές υστερήσεις. Τα γονίδια ελέγχουν τη σύνθεση των πρωτεϊνών. Αυτός είναι ένας πανίσχυρος τρόπος χειρισμού του κόσμου αλλά πολύ βραδύς. Για να ολοκληρωθεί ένα έμβρυο χρειάζονται μήνες υπομονετικού συνδυασμού των πρωτεϊνικών αλυσίδων. Από την άλλη μεριά, ολόκληρο το ζήτημα συμπεριφοράς είναι η μεγάλη ταχύτητά της. Η χρονική κλίμακα στην οποία λειτουργεί δεν είναι μήνες αλλά δευτερόλεπτα ή κλάσματα του δευτερολέπτου. Κάτι συμβαίνει στον κόσμο : μια κουκουβάγια ρίχνει από ψηλά μια φευγαλέα ματιά, ένα θρόισμα στο παχύ γρασίδι προδίδει το θήραμα και σε χιλιοστά του δευτερολέπτου νευρικά συστήματα μπαίνουν σε ενέργεια, μύες τεντώνονται και μια ζωή χάνεται ή γλιτώνει. Τα γονίδια δεν έχουν τέτοιους χρόνους αντίδρασης. Όπως οι Ανδρομέδιοι, έτσι και τα γονίδια αυτό που μπορούν να κάνουν το κάνουν «εκ των προτέρων», κατασκευάζοντας έναν εγκέφαλο που λειτουργεί ταχύτατα για λογαριασμό τους και προγραμματίζοντάς τον από πριν με κανόνες και «συμβουλές» για να αντιμετωπίζει με επιτυχία όσες καταστάσεις μπορούν να «προβλέψουν». Όμως η ζωή, όπως το παιχνίδι του σκακιού, παρουσιάζει τόσο πολλές διαφορετικές καταστάσεις που είναι αδύνατο να προβλεφθούν όλες. Όπως ο προγραμματιστής του ηλεκτρονικού σκακιού, έτσι και τα γονίδια πρέπει να «διδάξουν» τις μηχανές επιβίωσής τους όχι συγκεκριμένες αλλά γενικές στρατηγικές και τεχνάσματα για το παιχνίδι της ζωής.
Όπως επισήμανε ο J. Z. Young, τα γονίδια πρέπει να καταβάλλουν προσπάθειες να «προβλέψουν». Οι κίνδυνοι και τα προβλήματα της ζωής μιας εμβρυϊκής μηχανής που κατασκευάζεται, βρίσκονται στο μέλλον. Ποιος μπορεί να προβλέψει αν την περιμένει κάποιο σαρκοβόρο κρυμμένο πίσω από κάποιο θάμνο, ή αν ξαφνικά πεταχτεί μπροστά της ένα γρήγορο θήραμα ; Ούτε οι άνθρωποι ούτε τα γονίδια είναι προφήτες. Όμως είναι δυνατό να γίνουν κάποιες γενικές προβλέψεις. Τα γονίδια της πολικής αρκούδας μπορεί να προβλέψουν εκ του ασφαλούς ότι οι μηχανές επιβίωσης που πρόκειται να γεννήσουν θα ζήσουν στο ψύχος. Αυτό δεν είναι προφητεία, γιατί στην πραγματικότητα τα γονίδια δεν σκέφτονται καθόλου : απλώς οικοδομούν ένα πυκνό τρίχωμα γιατί αυτό έκαναν πάντα στα προηγούμενα σώματα, και γι αυτό ακριβώς εξακολουθούν να επιβιώνουν στη γενετική δεξαμενή. «Προβλέπουν» επίσης ότι το έδαφος θα είναι στρωμένο με χιόνια και η πρόβλεψή τους μετατρέπεται σε κατασκευή τριχώματος με λευκό χρώμα για να τα «καμουφλάρει». Αν το κλίμα της Αρκτικής άλλαζε τόσο απότομα ώστε ένα νεογέννητο αρκουδάκι να βρεθεί σε περιβάλλον τροπικής ερήμου, οι προβλέψεις των γονιδίων θα ήταν λαθεμένες και θα τιμωρούνταν γι’ αυτό. Το αρκουδάκι θα πέθαινε, και μαζί του και τα γονίδια.
Η πρόβλεψη σ’ έναν πολύπλοκο κόσμο είναι εντελώς αβέβαιη. Κάθε «απόφαση» που παίρνει μια μηχανή επιβίωσης μοιάζει με ποντάρισμα σε τυχερό παιχνίδι. Εργο του γονιδίου είναι να προγραμματίσει τους εγκεφάλους έτσι ώστε κατά μέσο όρο να υπάρχει κέρδος. Το χρησιμοποιούμενο νόμισμα στο καζίνο της εξέλιξης είναι η επιβίωση ή, ακριβέστερα, η επιβίωση του γονιδίου, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ικανοποιητικότερη προσέγγιση είναι ηεπιβίωση του ατόμου. Αν κατεβείτε σε μια πηγή για να πιείτε νερό αυξάνετε τον κίνδυνο να γίνετε λεία των αρπακτικών που τρέφονται παραμονεύοντας κοντά στην πηγή. Αν δεν πάτε να πιείτε νερό, ίσως να πεθάνετε από δίψα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν κίνδυνοι, αλλά πρέπει να πάρετε την απόφαση που μεγιστοποιεί την πιθανότητα μακρόχρονης επιβίωσης των γονιδίων σας. Ισως η καλύτερη τακτική είναι να αναβάλλετε να πιείτε ώσπου να διψάσετε πολύ και κατόπιν να πιείτε άφθονο νερό που να σας επαρκέσει για πολύ χρόνο. Ετσι βέβαια ελαττώνετε τις συχνές επισκέψεις στην πηγή αλλά μεγαλώνετε το χρόνο που θα είσαστε σκυμμένοι πίνοντας νερό. Μια εναλλακτική τακτική θα ήταν να πίνετε λίγο νερό και πολλές φορές καταπίνοντας γρήγορα τις γουλιές, και να απομακρύνεστε ταχύτατα από την πηγή. Η καλύτερη στρατηγική εξαρτάται από πολλούς περίπλοκους παράγοντες, ένας από τους οποίους, και όχι ο πιο ασήμαντος, είναι οι θηρευτικές συνήθειες των αρπακτικών, που κι αυτές εξελίχθηκαν και απέκτησαν μεγάλη αποτελεσματικότητα. Πρέπει λοιπόν να γίνεται κάποιος υπολογισμός πιθανοτήτων. Φυσικά, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι τα ζώα κάνουν συνειδητούς υπολογισμούς. Το μόνο που μπορούμε να πιστεύουμε είναι ότι τα άτομα που τα γονίδιά τους κατασκευάζουν εγκεφάλους ικανούς να ποντάρουν σωστά έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν, και συνεπώς να διαδώσουν τα γονίδιά τους.
Μπορούμε να προχωρήσουμε με την παρουσίαση των τυχερών παιχνιδιών. Ενας παίκτης πρέπει να συνυπολογίζει τρία πράγματα : το μέγεθος του στοιχήματος, τις πιθανότητες κέρδους και το μέγεθος κέρδους. Αν το κέρδος είναι πολύ μεγάλο, ο παίκτης εύκολα διακινδυνεύει μεγάλες μίζες. Οποιος διακινδυνεύει τα πάντα σε μια παρτίδα ελπίζει σε μεγάλο κέρδος. Βέβαια, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να χάσει μεγάλα ποσά αλλά κατά μέσο όρο οι παίκτες των μεγάλων ποσών δεν μειονεκτούν ούτε πλεονεκτούν συγκριτικά με όσους παίζουν μικρά ποσά και όταν κερδίζουν έχουν επίσης μικρά κέρδη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στο χρηματιστήριο με τους κερδοσκόπους και τους συντηρητικούς επενδυτές. Κατά κάποιον τρόπο το χρηματιστήριο είναι καλύτερη παρομοίωση από το καζίνο, γιατί το καζίνο ευνοεί σίγουρα την επιχείρηση (αυτό σημαίνει σίγουρα ότι κατά μέσο όρο οι παίκτες μεγάλων ποσών τελικά θα γίνουν φτωχότεροι από τους παίκτες μικρών ποσών, και οι παίκτες μικρών ποσών φτωχότεροι απ’ όσους δεν παίζουν καθόλου. Όμως η αιτία αυτών των αποτελεσμάτων δεν έχει σχέση με το θέμα μας).
Παρακάμπτοντας αυτή την παρατήρηση, πρέπει να δεχτούμε ότι οι δύο τύποι παιχνιδιού είναι λογικοί. Υπάρχουν ζώα που «παίζουν» μεγάλα ποσά και άλλα που κάνουν συντηρητικότερο παιχνίδι; Θα δούμε στο 90 κεφάλαιο ότι τα αρσενικά δίνουν συχνά την εικόνα παικτών μεγάλων ποσών με υψηλούς κινδύνους, ενώ τα θηλυκά παρουσιάζονται ως συντηρητικοί επενδυτές, ειδικότερα στα πολυγαμικά είδη όπου τα αρσενικά αγωνίζονται μεταξύ τους για τα θηλυκά. Οι φυσιοδίφες που διαβάζουν αυτό το βιβλίο θα ξέρουν τα είδη που μπορούμε να πούμε ότι είναι παίκτες μεγάλων ποσών και μεγάλων κινδύνων, όπως και τα άλλα είδη που κάνουν συντηρητικότερο παιχνίδι. Θα επιστρέψω τώρα στο γενικότερο θέμα, στον τρόπο με τον οποίο τα γονίδια κάνουν «προβλέψεις» για το μέλλον.
Ενας τρόπος για να επιλύσουν τα γονίδια το πρόβλημα των προβλέψεων σ’ ένα μάλλον άγνωστο περιβάλλον είναι να δημιουργήσουν ικανότητες για μάθηση. Τώρα το πρόγραμμα μπορεί να πάρει τη μορφή των ακόλουθων οδηγιών στη μηχανή επιβίωσης : «Εδώ υπάρχει ένας κατάλογος πραγμάτων που εξ ορισμού είναι καλά : η γλυκιά γεύση στο στόμα, ο οργασμός, η ήπια θερμοκρασία, το χαμόγελο ενός παιδιού. Και εκεί, ένας κατάλογος άσχημων πραγμάτων : οι πόνοι κάθε είδους, η ναυτία, το άδειο στομάχι, ένα παιδί που κλαίει. Αν συμβεί να κάνεις κάτι που θα είχε συνέπεια ένα απ’ αυτά τα άσχημα πράγματα, μη το ξανακάνεις. Αντίθετα, ξανακάνε οτιδήποτε ακολουθείται από ένα απ’ τα ευχάριστα πράγματα». Το πλεονέκτημα αυτού του είδους προγραμματισμού είναι ότι μικραίνει ο αριθμός των λεπτομερών κανόνων που πρέπει να ενσωματωθούν στο αρχικό πρόγραμμα. Είναι επίσης δυνατή η αντιμετώπιση αλλαγών του περιβάλλοντος, οι οποίες θα ήταν αδύνατο να προβλεφθούν λεπτομερώς. Χρειάζεται όμως να γίνουν και μερικές άλλες προβλέψεις. Στο παράδειγμά μας, τα γονίδια προβλέπουν ότι η γλυκιά
Richard Dawkins – Το εγωιστικό γονίδιο
Αντικλείδι , http://antikleidi.com