Θέλω από την αρχή να ξεκαθαρίσω ότι, μιλώντας για φανταστικές γεωγραφίες και αστρονομίες, δε θ’ ασχοληθώ με την αστρολογία. Όχι ότι η ιστορία της αστρολογίας δε διασταυρώνεται συνεχώς μ’ εκείνη της αστρονομίας, αλλά οι φανταστικές αστρονομίες και γεωγραφίες για τις οποίες θα μιλήσω έχουν πια αναγνωριστεί ως φανταστικές ή ψεύτικες απ’ όλους, ενώ ακόμα και σήμερα επιχειρηματίες και πολιτικοί ηγέτες απευθύνονται σε αστρολόγους για να μάθουν πώς να φερθούν.
Επομένως, η αστρολογία δεν είναι μια επιστήμη, σωστή ή λαθεμένη, αλλά μια θρησκεία (ή μια δεισιδαιμονία, μιας και δεισιδαιμονίες είναι πάντα οι θρησκείες των άλλων) και ως τέτοια δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί αληθινή ή ψεύτικη· είναι απλώς ζήτημα πίστης και στα ζητήματα της πίστης είναι προτιμότερο να μην ανακατευόμαστε, αν μη τι άλλο, από σεβασμό απέναντι σ’ αυτόν που πιστεύει.
Οι φανταστικές γεωγραφίες και αστρονομίες για τις οποίες θα μιλήσω εφαρμόστηκαν από ανθρώπους που εξερευνούσαν με καλή πίστη τον ουρανό και τη γη, όπως τους έβλεπαν – ακόμα κι αν εξαπατήθηκαν, δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν κακή τη πίστει. Αντίθετα, όποιος ασχολείται ακόμα σήμερα με την αστρολογία ξέρει πολύ καλά ότι αναφέρεται σ’ έναν ουράνιο θόλο διαφορετικό απ’ αυτόν που εξερεύνησε και όρισε η αστρονομία, κι όμως συνεχίζει να συμπεριφέρεται σάμπως εκείνη η εικόνα του ουρανού να είναι αληθινή.
Μπροστά στην κακή πίστη των αστρολόγων, δεν μπορούμε να έχουμε καμία συμπάθεια. Δεν είναι άνθρωποι που εξαπατήθηκαν, αλλά που εξαπάτησαν. Κλείνει το θέμα.
Από παιδί ονειρευόμουν πάνω από άτλαντες. Φανταζόμουν ταξίδια και περιπέτειες σε εξωτικούς τόπους ή έμπαινα στη θέση ενός Πέρση κατακτητή που διέσχιζε τις στέπες της κεντρικής Ασίας για να κατέβει μετά προς τη Θάλασσα της Σόντα και να φτιάξει μιαν αυτοκρατορία από τα Εκβάτανα ως τη νήσο Σαχαλίνη. Αυτός είναι ίσως ο λόγος που μεγάλος πια αποφάσισα να επισκεφτώ όλους τους τόπους που το όνομά τους είχε κάποτε εξάψει τη φαντασία μου, όπως τη Σαμαρκάνδη ή το Τομπουκτού, το οχυρό Άλαμο ή τον ποταμό των Αμαζόνων, μου λείπουν ακόμα μόνο το Μομπρασέμ και η Καζαμπλάνκα.
Οι αστρονομικές μου επισκέψεις ήταν πιο δύσκολες και έγιναν πάντα με ενδιάμεσους. Στη δεκαετία του 70 και του 80, φιλοξενούσα στο εξοχικό μου ένα φίλο, εξόριστο Τσεχοσλοβάκο, που κατασκεύαζε τηλεσκόπια και τις νύχτες ανέβαινε στην ταράτσα να εξερευνήσει τον ουρανό και με φώναζε όποτε ανακάλυπτε κάτι ενδιαφέρον. Είχα αποφασίσει ότι μόνο εγώ και ο Ροδόλφος Β’ της Πράγας είχαμε το προνόμιο να φιλοξενούμε μόνιμα στη στέγη μας ένα Βοημό αστρονόμο, αλλά μετά έπεσε το τείχος του Βερολίνου και ο μποέμ αστρονόμος μου επέστρεψε στη Βοημία.
Παρηγορήθηκα με τη συλλογή μου από παλιά βιβλία που ονομάζεται Παράξενη, παρανοϊκή, μαγική και πνευματική σημειολογική βιβλιοθήκη και περιλαμβάνει μόνο βιβλία που μιλούν για ψεύτικα πράγματα. Στη συλλογή μου υπάρχουν τα έργα του Πτολεμαίου αλλά όχι του Γαλιλαίου, κι αν μικρός ονειρευόμουν ταξίδια στον άτλαντα της De Agostini τώρα προτιμώ να το κάνω στους χάρτες πτολεμαϊκής προέλευσης
Είναι φανταστική αυτή η αναπαράσταση του γνωστού κόσμου εκείνης της εποχής; Πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις ποικίλες έννοιες της λέξης «φανταστικός». Υπάρχουν αστρονομίες που φαντάστηκαν έναν κόσμο βασισμένες σε απλές εικασίες και μυστικιστικές παρορμήσεις, όχι για να μας πουν πώς είναι ο ορατός κόσμος, αλλά ποιες είναι οι αόρατες και πνευματικές δυνάμεις που τον διαπερνούν· υπάρχουν όμως και αστρονομίες που, παρότι βασίζονται στην παρατήρηση και στην εμπειρία, φαντάστηκαν εξηγήσεις που σήμερα θεωρούμε εσφαλμένες.
Αρκεί να παρατηρήσουμε την εξήγηση που δίνει ο Ατανάσιους Κίρχερ στο Mundus subterraneus του 1665 για τις ηλιακές κηλίδες σαν εκρήξεις ατμού που εκπέμπονται από την επιφάνεια του άστρου. Αφελές, αλλά επινοητικό. Και για να μείνουμε στον· Κίρχερ, να πώς εφάρμοζε αρχές της φυσικής και μαθηματικούς υπολογισμούς στο Turris Babel του 1679, για ν’ αποδείξει ότι ήταν αδύνατον να ανεβεί ως τον ουρανό ο πύργος της Βαβέλ- πράγματι, ύστερα από ένα ορισμένο ύψος και όταν το βάρος του θα είχε εξισωθεί με το βάρος της Γης. θα προκαλούσε τη μετατόπιση του άξονα της Γης κατά 45 μοίρες.
***
Ουμπέρτο Έκο – Κατασκευάζοντας τον εχθρό και άλλα περιστασιακά κείμενα. Εκδότης: Ψυχογιός. Μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη
Το πρώτο πράγμα που τέθηκε σε κρίση από την παγκοσμιοποίηση των επικοινωνιών μέσω του Ίντερνετ, είναι η έννοια των συνόρων. Η έννοια των συνόρων είναι αρχαία όσο και το ανθρώπινο είδος, ή μάλλον, όσο όλα τα ζωικά είδη.
Η ηθολογία μας διδάσκει ότι κάθε ζώο αναγνωρίζει γύρω από το ίδιο και τα όμοιά του μια σφαίρα σεβασμού, μια περιοχή μέσα στην οποία αισθάνεται ασφαλές και θεωρεί αντίπαλο όποιον διασχίσει αυτό το όριο. Η πολιτισμική ανθρωπολογία μας έδειξε ότι αυτή η προστατευτική σφαίρα ποικίλλει ανάλογα με τους πολιτισμούς, και για ορισμένους λαούς μια εγγύτητα του συνομιλητή που άλλοι λαοί θεωρούν έκφραση εμπιστοσύνη, θεωρείται εισβολή και επιθετικότητα.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, αυτή η ζώνη προστασίας εκτείνεται από το άτομο στην κοινότητα. Τα όρια -των πόλεων, της περιοχής, του βασιλείου- θεωρούνταν ανέκαθεν μια συλλογική διεύρυνση των ατομικών σφαιρών προστασίας Ας αναλογιστούμε πόσο ο λατινικός τρόπος σκέψης επέμενε στην έννοια των συνόρων, σε σημείο μάλιστα ώστε να βασίσει τον μύθο της ίδρυσης του σε μια τέτοια παραβίαση της περιοχής: ο Ρωμύλος χαράζει κάποια όρια και σκοτώνει τον αδερφό του, επειδή δεν τα σεβάστηκε.
Ο Ιούλιος Καίσαρ, διασχίζοντας τον Ρουβίκωνα, αντιμετωπίζει την ίδια αγωνία που ίσως ένιωσε ο Ρώμος πριν καταπατήσει το όριο που είχε χαράξει ο αδερφός του. Ξέρει ότι διασχίζοντας εκείνο το ποτάμι, εισβάλλει ένοπλα σε ρωμαϊκή περιοχή. Το αν μετά θα κατευθυνθεί προς το Ρίμινι, όπως κάνει στην αρχή ή θα βαδίσει προς τη Ρώμη, είναι άσχετο: η ιεροσυλία διαπράττεται τη στιγμή που διασχίζει τα σύνορα και είναι αμετάκλητη. Ο κύβος ερρίφθη.
Οι Έλληνες ήξεραν τα όρια της πόλεως και αυτά τα όρια χαράσσονταν από τη χρήση της ίδιας γλώσσας – ή των διάφορων διαλέκτων της. Οι βάρβαροι άρχιζαν εκεί όπου δεν μιλιούνταν πια τα ελληνικά.
Μερικές φορές, η έννοια των (πολιτικών) συνόρων ήταν τόσο επίμονη ώστε να προκαλεί την ανέγερση ενός τείχους μέσα στην ίδια πόλη, προκειμένου να καθοριστεί ποιος ήταν από δω και ποιος από κει. Και, τουλάχιστον για τους Ανατολικογερμανούς, το να περάσουν τα σύνορα τους εξέθετε στην ίδια τιμωρία που βρήκε και ο μυθικός Ρώμος. Το παράδειγμα του Ανατολικού Βερολίνου μάς λέει στην ουσία κάτι που στην πραγματικότητα αφορά κάθε σύνορο. Το σύνορο όχι μόνο προστατεύει την κοινότητα από μια επίθεση ξένων, αλλά και από το βλέμμα τους. Τα τείχη και το γλωσσικό φράγμα μπορούν να χρησιμεύσουν σε ένα δεσποτικό καθεστώς για να κρατήσει τους υπηκόους του σε άγνοια γύρω απ’ τα όσα συμβαίνουν αλλού, αλλά εν γένει εγγυώνται στους πολίτες ότι οι πιθανοί εισβολείς δεν έχουν πληροφορίες για τα ήθη, για τα πλούτη, για τις εφευρέσεις, για τα συστήματα καλλιέργειάς τους. Το μεγάλο σινικό τείχος δεν προστάτευε μόνο τους υπηκόους του Βασιλείου του Ουρανού από τις εισβολές, αλλά διασφάλιζε και το μυστικό της παραγωγής του μεταξιού.
Αντίστροφα, οι υπήκοοι ανέκαθεν πλήρωναν αυτή την κοινωνική μυστικοπάθεια αποδεχόμενοι την απώλεια της ιδιωτικής τους μυστικοπάθειας. Διαφόρου τύπου ανακρίσεις, κοσμικές ή Θρησκευτικές, είχαν δικαίωμα να παρακολουθούν τη συμπεριφορά και συχνά μάλιστα τις σκέψεις των υπηκόων, και ας μην μιλήσουμε για τους τελωνειακούς και φορολογικούς νόμους μέσω των οποίων θεωρούνταν πάντα σωστό ο ιδιωτικός πλούτος των πολιτών να είναι γνωστός στο κράτος.
Με το Ίντερνετ η ίδια η έννοια του εθνικού κράτους μπαίνει σιγά σιγά σε κρίση. Το Ίντερνετ δεν είναι απλώς το μέσον που επιτρέπει να δημιουργηθούν διεθνείς και πολύγλωσσες chat lines. Σήμερα, μια πόλη της Πομερανίας μπορεί να αδελφοποιηθεί με ένα κέντρο της Εστρεμαδούρα, βρίσκοντας on line κοινά ενδιαφέροντα και εμπορικές συναλλαγές πέρα από τις εθνικές οδούς που ακόμα διασχίζουν σύνορα. Σήμερα, μέσα στα ακατάπαυστα κύματα των μεταναστών, είναι όλο και πιο εύκολο για μια μουσουλμανική κοινότητα της Ρώμης να συνδεθεί με μια μουσουλμανική κοινότητα του Βερολίνου.
Ωστόσο, αυτή η πτώση των συνόρων προκάλεσε δύο αντίθετα φαινόμενα. Από τη μια, δεν υπάρχει πια εθνική κοινότητα που να μπορεί να εμποδίσει τους πολίτες της να γνωρίσουν αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες και σύντομα θα είναι αδύνατο να εμποδίσεις τον πολίτη οποιοσδήποτε δικτατορίας να μαθαίνει σε πραγματικό χρόνο αυτό που συμβαίνει αλλού. Από την άλλη, η αυστηρή παρακολούθηση που ασκούν τα κράτη στις δραστηριότητες των πολιτών πέρασε σε άλλα κέντρα εξουσίας που είναι τεχνολογικά σε θέση (αν και όχι πάντα νόμιμα) να γνωρίζουν σε ποιον γράψαμε, τι αγοράσαμε, ποια ταξίδια κάναμε, ποιες είναι οι εγκυκλοπαιδικές παραξενιές μας και ακόμα και οι σεξουαλικές προτιμήσεις μας.
Ακόμα και ο δύστυχος παιδεραστής του παλιού καιρού που προσπαθούσε, μες στον κλειστό κύκλο του χωριού του, να κρατήσει κρυφό το νοσηρό πάθος του, σήμερα ενθαρρύνεται να γίνει ακόμα και επιδειξίας, εκθέτοντας επικίνδυνα on line το επαίσχυντο μυστικό του. Το μεγάλο πρόβλημα του πολίτη που διαφυλάττει ζηλότυπα την ιδιωτική ζωή του, δεν είναι το να προφυλαχτεί από τους hackers, που δεν είναι περισσότεροι ή πιο επικίνδυνοι από τους παλιούς ληστές των δρόμων που λήστευαν κάποτε τους εμπόρους, αλλά από τα cookies και απ’ όλα τ’ άλλα τεχνολογικά θαύματα που επιτρέπουν τη συλλογή πληροφοριών για το άτομό μας.
Μια πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή πείθει το παγκόσμιο κοινό ότι η κατάσταση του Μεγάλου Αδελφού έγκειται στο ν’ αποφασίσουν (με μια ελεύθερη, αν και αξιοθρήνητη, πράξη βούλησης) ορισμένα άτομα να αφήσουν τα ευτυχισμένα να κατασκοπεύουν πλήθη να τους παρακολουθούν. Αλλ’ αυτός δεν είναι ο Μεγάλος Αδελφός για τον οποίο μιλούσε ο Όργουελ. Ο Μεγάλος Αδελφός του Όργουελ μπαίνει σε λειτουργία από μια στενή νομενκλατούρα που κατασκοπεύει κάθε ατομική πράξη κάθε μέλους του πλήθους, ενάντια στις επιθυμίες όλων. Ο Μεγάλος Αδελφός του Όργουελ δεν είναι η τηλεόραση, όπου εκατομμύρια ηδονοβλεψίες κοιτάζουν ένα μόνο επιδειξία. Είναι το Πανόπτικον του Μπένθαμ, όπου πλήθος φρουροί παρατηρούν, απαρατήρητοι και αόρατοι, έναν και μόνο καταδικασμένο.
Αλλ’ αν στο μυθιστόρημα του Όργουελ ο Μεγάλος Αδελφός ήταν μια αλληγορία για τον Πατερούλη Στάλιν, σήμερα ο Μεγάλος Αδελφός που μας παρατηρεί δεν έχει πρόσωπο και δεν είναι ένας, είναι το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως και η Εξουσία του Φουκό, δεν είναι μια αναγνωρίσιμη οντότητα, αλλά είναι το σύνολο μιας σειράς κέντρων που δέχονται το παιχνίδι και αλληλοϋποστηρίζονται, σε σημείο ώστε, όποιος κατασκοπεύει από ένα κέντρο εξουσίας τους άλλους να ψωνίζουν σ’ ένα σούπερ μάρκετ, θα κατασκοπευτεί με τη σειρά του όταν θα πληρώνει το ξενοδοχείο με την πιστωτική του κάρτα. Όταν η Εξουσία δεν έχει πια πρόσωπο, γίνεται ανίκητη. Ή τουλάχιστον, είναι δύσκολο να την ελέγξεις.
***
Umberto Eco – Με το βήμα του κάβουρα – Θερμοί πόλεμοι και λαϊκισμός των ΜΜΕ . Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη .Ελληνικά Γράμματα, 2006
Όταν ξεκίνησε ο συλλογισμός πάνω στο ποιο ήταν το σχήμα της γης, ήταν αρκετά ρεαλιστικό για τους αρχαίους να σκεφτούν ότι αυτή ήταν σαν ένας δίσκος.
Για τον Όμηρο, ο δίσκος περιβαλλόταν από τον Ωκεανό και ήταν σκεπασμένος από το κάλυμμα των ουρανών και -κρίνοντας από τα αποσπάσματα των Προσωκρατικών, που μερικές φορές είναι ανακριβή και αντιφατικά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες- για τον Θαλή ήταν ένας δίσκος επίπεδος.
Για τον Αναξίμανδρο είχε το σχήμα ενός κυλίνδρου και ο Αναξιμένης μιλούσε για μια επίπεδη επιφάνεια περιβαλλόμενη από Ωκεανό, που έπλεε πάνω σε ένα είδος μαξιλαριού πεπιεσμένου αέρα.
Μόνο ο Παρμενίδης φαίνεται να είχε διαισθανθεί τη σφαιρικότητα και ο Πυθαγόρας τη θεωρούσε σφαιρική για μυστικομαθηματικούς λόγους.
Στις εμπειρικές παρατηρήσεις βασίζονταν, αντίθετα, οι επόμενες αποδείξεις για τη σφαιρικότητα της γης, όπως μαρτυρούν τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Αμφιβολίες για τη σφαιρικότητα υπάρχουν στον Δημόκριτο και στον Επίκουρο, και ο Λουκρήτιος αρνείται την ύπαρξη των Αντιπόδων, αλλά γενικά για ολόκληρη την όψιμη αρχαιότητα η σφαιρικότητα της γης δεν συζητείτο πλέον.
Ότι η γη ήταν σφαιρική, το γνώριζε φυσικά ο Πτολεμαίος, διαφορετικά δεν θα τη χώριζε σε τριακόσιους εξήντα μεσημβρινούς. Το γνώριζε και ο Ερατοσθένης, ο οποίος τον 3° αι. μ.Χ. υπολόγισε, με πολύ καλή προσέγγιση, το μήκος του γήινου μεσημβρινού, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά κλίσης του ήλιου, το μεσημέρι του θερινού ηλιοστασίου, όταν αντανακλούσε στον πάτο των πηγαδιών της Αλεξάνδρειας και της Syene [σημερινό Ασουάν], πόλη της οποίας γνώριζε την απόσταση.
Η σφαιρική Γη
Παρά τους πολλούς θρύλους, που ακόμα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, όλοι οι μελετητές του μεσαίωνα γνώριζαν ότι η γη ήταν μια σφαίρα. Ακόμα κι ένας μαθητής της πρώτης τάξης του Λυκείου μπορεί εύκολα να καταλάβει ότι, εάν ο Δάντης μπαίνει στον κρατήρα του ηφαιστείου και βγαίνει από την άλλη μεριά βλέποντας άγνωστα άστρα στους πρόποδες του βουνού του Κολαστηρίου, αυτό σημαίνει ότι γνώριζε πολύ καλά ότι η Γη είναι στρογγυλή.
Όμως την ίδια γνώμη είχαν ο Ωριγένης και ο Αμβρόσιος, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Ρογήρος Βάκων, ο Ιωάννης του Σακρομπόσκο, για να αναφέρουμε μερικούς.
Τον 7° αιώνα, ο Ισίδωρος της Σεβίλλης (που δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν πρότυπο επιστημονικής ακρίβειας) υπολόγισε το μήκος του Ισημερινού. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια των μετρήσεών του, θέτει το πρόβλημα του μήκους του Ισημερινού ή, ακριβέστερα, θεωρεί ότι η Γη είναι σφαιρική. Μεταξύ άλλων, η μέτρηση του Ισίδωρου, αν και είναι κατά προσέγγιση, δεν απέχει πολύ από τις σημερινές.
Στις απαρχές ενός ιστορικού λάθους
Τότε, γιατί επί μακράν, ακόμα και σήμερα, πολλοί πιστεύουν ότι ο χριστιανισμός στις απαρχές του απομακρύνθηκε από την ελληνική αστρονομία και επέστρεψε στην ιδέα της επίπεδης γης;
Κάντε το πείραμα και ρωτήστε έναν άνθρωπο, ακόμα και μορφωμένο, τι ήθελε να δείξει ο Χριστόφορος Κολόμβος όταν ήθελε να φτάσει στην Ανατολή από τη Δύση και ότι οι μαθητές του Σαλαμάνκα πίστευαν ότι η Γη ήταν επίπεδη και ότι μετά από ένα σύντομο θαλασσινό ταξίδι οι τρεις καραβέλες θα έπεφταν στην κοσμική άβυσσο.
Ένα μέρος της σκέψης του 19ου αιώνα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι διάφορες θρησκευτικές ομολογίες εναντιώθηκαν στον εξελικτισμό, συνέβαλε στη χριστιανική σκέψη (πατερική και σχολαστική) ως προς την ιδέα ότι η Γη είναι επίπεδη. Ήθελε να αποδείξει ότι έσφαλλε σχετικά με τη σφαιρικότητα της Γης, κι έτσι η Εκκλησία μπορούσε να σφάλλει και σχετικά με την προέλευση των ειδών.
Επωφελούνται, λοιπόν, από έναν χριστιανό συγγραφέα του 4ου αιώνα, τον Λακτάντιο (Περί θείων θεσμών), που προβάλλει ότι στη Βίβλο το σύμπαν περιγράφεται με βάση το μοντέλο του προσκυνηταρίου, άρα με σχήμα τετράγωνο, και ανατίθεται στις παγανιστικές θεωρίες για τη σφαιρικότητα της Γης, επειδή δεν ήθελε να αποδεχτεί την ιδέα ότι μπορεί να υπήρχαν οι Αντίποδες, όπου οι άνθρωποι θα έπρεπε να περπατούν με το κεφάλι προς τα κάτω.
Τελικά, ανακαλύφθηκε ότι ένας Βυζαντινός γεωγράφος του 16ου αιώνα, ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, σε μια Χριστιανική Τοπογραφία του, σκεπτόμενος πάντα το Βιβλικό προσκυνητάρι, υποστήριξε ότι ο κόσμος θα πρέπει να ήταν ορθογώνιος με ένα τόξο που δέσποζε πάνω από το επίπεδο έδαφος της γης.
Στο μοντέλο του Κοσμά, το καμπύλο μέρος παραμένει κρυμμένο από τα μάτια μας από το στερέωμα ή, πιο σωστά, από το πέπλο του στερεώματος. Κάτω από αυτό υπάρχει η οικουμένη ή, ακριβέστερα, ολόκληρη η Γη στην οποία κατοικούμε. Η οποία ακουμπά πάνω στον Ωκεανό και στηρίζεται με μια αμυδρή και διαρκή κλίση προς τα βορειοδυτικά, όπου υψώνεται ένα Βουνό τόσο ψηλό, ώστε η παρουσία του διαφεύγει του βλέμματός μας και η κορυφή του χάνεται μέσα στα σύννεφα. Ο Ήλιος κινούμενος από τους αγγέλους -στους οποίους οφείλονται, επίσης, η βροχή, οι σεισμοί και όλα τα άλλα ατμοσφαιρικά φαινόμενα- διασχίζει το στερέωμα το πρωί από την ανατολή προς τον νότο, μπροστά από το βουνό, και φωτίζει τον κόσμο, και το απόγευμα ανεβαίνει από τη δύση και εξαφανίζεται πίσω από το Βουνό. Ο κύκλος, αντίθετα, ολοκληρώνεται από τη Σελήνη και τα αστέρια.
«Οι χάρτες σε σχήμα Τ»
Πολλά επίσημα βιβλία της ιστορίας της αστρονομίας, που έχουν μελετηθεί έως σήμερα, υποστηρίζουν ότι τα έργα του Πτολεμαίου ήταν άγνωστα σε ολόκληρο τον μεσαίωνα (κάτι που είναι ιστορικά εσφαλμένο) και ότι η θεωρία του Κοσμά ήταν η επικρατούσα άποψη έως και την ανακάλυψη της Αμερικής.
Όμως το κείμενο του Κοσμά γράφτηκε στα ελληνικά και έγινε γνωστό στον δυτικό κόσμο μόλις το 1706 και δημοσιεύτηκε στα αγγλικό το 1897 Κανείς μεσαιωνικός συγγραφέας δεν το γνώριζε.
Πώς μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι ο μεσαίωνας θεωρούσε ότι η Γη ήταν ένας επίπεδος δίσκος;
Στα χειρόγραφα του Ισίδωρου της Σεβίλλης, ο οποίος όμως μιλούσε για τον Ισημερινό, γίνεται λόγος για τον αποκαλούμενο "χάρτη σε σχήμα Τ", όπου το ανώτερο μέρος αντιπροσωπεύει την Ασία, ψηλά, επειδή η Ασία υπήρχε σύμφωνα με τον μύθο του επίγειου Παραδείσου, η οριζόντια δοκός αντιπροσωπεύει, από τη μια πλευρά τη Μαύρη θάλασσα και από την άλλη τον Νείλο, η κατακόρυφη τη Μεσόγειο θάλασσα, όπου το ένα τέταρτο του κύκλου στα αριστερά αντιπροσωπεύει την Ευρώπη και το άλλο στα δεξιά την Αφρική. Όλα αυτά περιβάλλονται από τον μεγάλο κύκλο του Ωκεανού.
Η εντύπωση ότι η γη θεωρείτο κύκλος υπάρχει ακόμα και στους χάρτες που εμφανίζονται σε πολλά μεσαιωνικά χειρόγραφα. Πώς είναι δυνατόν τα άτομα που θεωρούσαν ότι η Γη είναι σφαιρική, να έφτιαχναν χάρτες όπου φαινόταν επίπεδη;
Η πρώτη εξήγηση είναι ότι το κάνουμε και εμείς αυτό. Το να επικρίνουμε την έλλειψη των τριών διαστάσεων θα είναι σαν να επικρίνουμε την έλλειψη των τριών διαστάσεων σε έναν δικό μας σύγχρονο άτλαντα. Πρόκειται, επομένως, όπως και σήμερα, για μια συμβατική μορφή χαρτογραφικής προβολής. Αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλα στοιχεία.
Το πρώτο μάς έρχεται από τον Αυγουστίνο, ο οποίος παρουσίασε τη διαμάχη που άνοιξε από τον Λακτάντιο για τον κόσμο με μορφή προσκυνηταρίου, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει τις απόψεις των αρχαίων για τη σφαιρικότητα του κόσμου. Το συμπέρασμα του Αυγουστίνου είναι ότι δεν χρειάζεται να αφηνόμαστε να επηρεαστούμε από τις περιγραφές του Βιβλικού προσκυνηταρίου, επειδή γνωρίζουμε ότι η Ιερά Γραφή μιλά συχνά με μεταφορές και ίσως η Γη να είναι σφαιρική. Αλλά από τη στιγμή που η γνώση τού εάν είναι σφαιρική ή όχι δεν εξυπηρετεί στη σωτηρία της ψυχής, μπορούμε να αγνοήσουμε το ερώτημα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε μεσαιωνική αστρονομία. Μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα μεταφράζεται η Αλμαγέστη του Πτολεμαίου και ακολούθως το Περί ουρανού. Ένα από τα μαθήματα που διδασκόταν στο quadrivio των μεσαιωνικών σχολών ήταν η αστρονομία, και τον 13° αιώνα, το έργο Περί σφαίρας του Ιωάννη του Σακρομπόσκο, το οποίο έθετε νέους υπολογισμούς στο έργο του Πτολεμαίου, θα αποτελέσει μια αδιαφιλονίκητη αρχή για τους επόμενους αιώνες.
Από τους αρχαίους χάρτες στους σύγχρονους
Όμως ο μεσαίωνας ήταν εποχή μεγάλων ταξιδιών - με δρόμους κατεστραμμένους, με δάση να διασχίσεις, με μεγάλα τμήματα θάλασσας να διαπλεύσεις εμπιστευόμενος κάποιον λαθρέμπορο της εποχής, επειδή δεν υπήρχε πιθανότητα να ιχνογραφήσεις έναν επαρκή χάρτη.
Γι' αυτό οι χάρτες ήταν καθαρά ενδεικτικοί, όπως ο Οδηγός προς προσκυνητές του Σαντιάγο ντι Κομποστέλα, που έγραφε σχετικά:
«Εάν θέλετε να πάτε από τη Ρώμη στην Ιερουσαλήμ, συνεχίστε προς νότο και ρωτήστε για τον δρόμο»,
θα ψάξουμε τώρα στους σιδηροδρομικούς χάρτες, που βρίσκουμε στα παλιά σιδηροδρομικά δρομολόγια. Κανείς από αυτή τη σειρά σταθμών δεν ξεκαθαρίζει εάν θα πρέπει να πάρεις ένα τρένα από το Μιλάνο προς το Λιβόρνο και, γνωρίζοντας ότι πρόκειται να περάσεις, από τη Γένοβα, να συμπεράνεις το ακριβές σχήμα της Ιταλίας. Το ακριβές σχήμα της Ιταλίας δεν ενδιαφέρει αυτόν που θα πάει στον σταθμό.
Οι Ρωμαίοι είχαν σχεδιάσει μια σειρά δρόμων που ένωναν την κάθε πόλη του τότε γνωστού κόσμου. Όμως αυτοί οι δρόμοι ένωναν απλουστευτικά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του χάρτη που ονομάζεται Peuntigeriana, από το όνομα του Peutinger, δηλαδή του ανθρώπου που τον αναπαρήγαγε τον 15° αιώνα.
Αναπαράχθηκε σε ένα στενό, μακρύ ρολό, με το ανώτερο μέρος του να αντιπροσωπεύει την Ευρώπη και το κατώτερο την Αφρική, αλλά στην ουσία πρόκειται για έναν χάρτη σιδηροδρομικό: μπορείς να διαπιστώσεις από πού ξεκινούν και πού φτάνουν οι δρόμοι, αλλά δεν μπορείς να μαντέψεις καθόλου το σχήμα της Ευρώπης, ούτε εκείνο της Μεσογείου, ούτε και της Αφρικής.
Και ασφαλώς, οι Ρωμαίοι θα πρέπει να είχαν πολύ πιο ακριβείς γεωγραφικές έννοιες, επειδή περιέπλεαν τη Μεσόγειο κατά μήκος και κατά πλάτος, όμως κατά την αποτύπωση αυτού του χάρτη οι χαρτογράφοι δεν ενδιαφέρονταν για την απόσταση ανάμεσα στη Μασσαλία και την Καρχηδόνα, αν και είναι γνωστή η πληροφορία ότι υπήρχε ένας δρόμος που ένωνε τη Μασσαλία με τη Γένοβα.
Κατά τα λοιπά, τα μεσαιωνικά ταξίδια ήταν φανταστικά. Ο μεσαίωνας παρήγαγε εγκυκλοπαίδειες, που ονομάζονταν Φανταστικοί Κόσμοι, οι οποίοι κυρίως ήθελαν να ικανοποιήσουν τις προτιμήσεις του θαυμαστού, μιλώντας για χώρες μακρινές και δυσπρόσιτες. Ένας χάρτης δεν είχε σκοπό να αναπαραστήσει το σχήμα της Γης, αλλά να καταγράψει τις πόλεις και τους λαούς που θα μπορούσε κανείς να συναντήσει.
Επιπλέον, η συμβολική αναπαράσταση μετρούσε περισσότερο από την εμπειρική αναπαράσταση και, κατά συνέπεια, στους διάφορους μεσαιωνικούς χάρτες αυτό που απασχολούσε τον μικρογράφο ήταν να αναπαραστήσει την Ιερουσαλήμ στο κέντρο της γης και όχι πώς θα έφτανε κάποιος στην Ιερουσαλήμ.
Και μία τελευταία σκέψη: Οι μεσαιωνικοί χάρτες δεν είχαν επιστημονική λειτουργικότητα, αλλά ανταποκρίνονταν στην παραμυθητική απαίτηση του κοινού, σαν να λέμε, κατά τον ίδιο τρόπο που σήμερα στα περιοδικά παρουσιάζεται η ύπαρξη ιπτάμενων δίσκων και στην τηλεόραση ιστορείται ότι οι πυραμίδες κατασκευάστηκαν από κάποιον εξωγήινο πολιτισμό.
Από την άλλη, η ιστορία της αστρονομίας είναι παράξενη. Ένας μεγάλος υλιστής, όπως ο Επίκουρος, καλλιέργησε την ιδέα που επικρατούσε επί μακράν, η οποία συζητήθηκε ακόμα και από τον Γκασσεντί, τον 17° αιώνα, και σε κάθε περίπτωση μαρτυρείται από το Περί της φύσεως των πραγμάτων του Λουκρήτιου: ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα δεν μπορούν να είναι ούτε πιο μεγάλα ούτε πιο μικρά απ' όσο ταιριάζει στις αισθήσεις μας. Εξ ου και ο Επίκουρος έκρινε ότι ο Ήλιος είχε διάμετρο ίση με τριάντα εκατοστά.
Οι Αντίποδες
Το πλανητικό σύστημα και η Γη στην αρχαιότητα
Οι Πυθαγόρειοι είχαν επεξεργαστεί ένα ολοκληρωμένο πλανητικό σύστημα, στο οποίο η Γη δεν βρισκόταν καθόλου στο κέντρο του σύμπαντος. Βρισκόταν στην περιφέρεια όπως και ο Ήλιος, και όλες οι σφαίρες των πλανητών περιστρέφονταν γύρω από μια κεντρική φωτιά. Μεταξύ άλλων, κάθε σφαίρα περιστρεφόμενη παρήγαγε έναν ήχο μουσικής γκάμας και για να θεμελιωθεί μια ακριβής αντιστοιχία ανάμεσα στα ηχητικά και τα αστρονομικά φαινόμενα, εισήχθη ακόμα και ένας ανύπαρκτος πλανήτης, η Αντιγή. Αόρατος από το δικό μας ημισφαίριο, μπορούσε να γίνει ορατός μόνο από τους Αντίποδες.
Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα, υποστηρίζεται ότι η Γη είναι πολύ μεγάλη και εμείς ασχολούμαστε μόνο με ένα μικρό μέρος της, γι' αυτό άλλοι λαοί μπορεί να ζουν σε άλλα μέρη της επιφάνειάς της. Η ιδέα επανεξετάστηκε, τον 2° αι. μ.Χ., από τον μορφωμένο Έλληνα γεωγράφο Κράτη Μαλλώτη, σύμφωνα με τον οποίο υπήρχαν δύο κατοικημένες γαίες στο Βόρειο ημισφαίριο και δύο στο νότιο, χωρισμένες από τα ωκεάνια κανάλια και τοποθετημένες σταυροειδώς.
Ο Κράτης υπέθετε ότι οι νότιες ήπειροι κατοικούνταν, αλλά ήταν δυσπρόσιτες για εμάς. Τον 1° αι. μ.Χ., ο Ρωμαίος γεωγράφος Πομπόνιος Μέλας διακινδύνευσε να πει ότι το νησί Ταπροβάνη (αντίστοιχο στην τότε Κεϋλάνη ,σημερινή ΣριΛάνκα) αντιπροσώπευε ένα είδος ακρωτηρίου της άγνωστης , νότιας Γης. Υπαινιγμοί για την ύπαρξη των Αντιπόδων υπάρχουν στις Γεωργικές Του Βιργίλιου, στη Φαρσάλω του Λουκανού, την Αστρονομική του Μανίλιου και τη Φυσική Ιστορία Του Πλίνιου.
Μία ήπειρος με το κεφάλι προς τα κάτω
Μιλώντας γι' αυτή τη γη, γεννήθηκε προφανώς το πρόβλημα του πώς αυτοί οι κάτοικοι θα μπορούσαν να ζουν με το κεφάλι προς τα κάτω και με τα πόδια προς τα πάνω, χωρίς να πέφτουν στο κενό. Και στην υπόθεση αυτή, αντιτίθεται ήδη ο Λουκρήτιος.
Προφανώς, οι πιο αποφασισμένοι αντίπαλοι των Αντιπόδων ήταν εκείνοι που αρνούνταν τη σφαιρικότητα της Γης, όπως, για παράδειγμα, ο Λακτάντιος. Αλλά και ένας στοχαστής του κύρους του Αυγουστίνου δεν μπορούσε να δεχτεί την ιδέα ανθρώπων με το κεφάλι προς τα κάτω· για τον πρόσθετο λόγο ότι, υποθέτοντας την ύπαρξη ανθρώπινων όντων στους Αντίποδες, θα ήταν υποχρεωμένος να σκεφτεί πλάσματα που δεν είχαν προέλθει από τον Αδάμ και, επομένως, δεν τα άγγιζε η λύτρωση.
Η δυσπιστία για τους Αντίποδες, μάλλον επειδή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την οικουμενικότητα της λύτρωσης, προχώρησε πολύ μακριά. Ακόμα και στον 12° αιώνα, ο Μανεγόλδος του Λάουτενμπαχ αντιστάθηκε βίαια στην ύπαρξη των Αντιπόδων. Ωστόσο, γενικά ο μεσαίωνας δέχτηκε αυτή την ιδέα από τον Γουίλιαμ της Κονσέ (12ος αι.) και τον Αλβέρτο τον Μέγα (13οςαι.), από τον Πέτρο Άμπανο έως, αν και με κάποιους ενδοιασμούς, τον Πιέρ ντ’ Αϊγί, ο οποίος, στο έργο του Εικόνες του κόσμου θα εμπνεύσει το ταξίδι του Χριστόφορου Κολόμβου.
Ωστόσο, συνέχισε να υπάρχει μία άλλη πτυχή του θρύλου με αρχαία προέλευση, του οποίου βρίσκουμε μαρτυρίες, μεταξύ πολλών άλλων, στον Ισίδωρο της Σεβίλλης: οι Αντίποδες, ακόμα και αν δεν φιλοξενούν ανθρώπινα όντα, είναι σε κάθε περίπτωση η γη των τεράτων. Ακόμα και μετά τον μεσαίωνα, οι θαλασσοπόροι πάντα θα ισχυρίζονται ότι βρίσκουν στα ταξίδια τους όντα τρομερά και παραμορφωμένα ή, μάλλον, καλοπροαίρετα αλλά παράξενα.
Η ιστορία της φιλοσοφίας - Umberto Eco, Riccardo Fedriga