έρευνα (2 άρθρα)

Τι και πόσο διαβάζουν οι Έλληνες;

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Συνήθειες, τάσεις, μύθοι και αλήθειες, για το διάβασμα...

Οι συζητήσεις και οι απόψεις για το βιβλίο περισσεύουν, ενώ τα πραγματικά δεδομένα λείπουν. Κάθε προσπάθεια χάραξης πολιτικής για το βιβλίο προσκρούει στην Ελλάδα στην έλλειψη στοιχείων. Μετά την κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) που είχε διοργανώσει τρεις έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς (1999, 2004, 2010), η εικόνα είναι θολή και η συζήτηση διεξάγεται επί τη βάσει ανεξέλεγκτων στερεοτύπων, ενώ η ελληνική κοινωνία διανύει μια από τις πιο βίαια μετασχηματιστικές περιόδους των τελευταίων δεκαετιών. Μας λείπουν επίσημες στατιστικές προσβάσιμες σε όλους, όπως έχουμε γράψει κατ’ επανάληψη.

Παρακινημένη από ένα από αυτά τα δημοσιεύματα, και στο πλαίσιο της πολιτικής χορηγιών της, η εταιρεία κοινωνικής και εμπορικής έρευνας qed market research συνεργάστηκε με «Το Βήμα» για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της παρούσας έρευνας για τις αναγνωστικές συνήθειες των Ελλήνων, με στόχο να τροφοδοτήσει έναν δημιουργικό διάλογο γύρω από τα θέματα της ανάγνωσης και του βιβλίου.

Οι ερωτήσεις εντάχθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας People of Greece που διεξάγει ετησίως η qed σε δύο κύματα από το 2009 και η οποία πραγματοποιήθηκε πανελλαδικά τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο του 2018. Δεδομένης της μεγάλης διείσδυσης των ηλεκτρονικών μέσων και του Διαδικτύου στην πληροφόρηση και στην εκπαίδευση, δεν εξαιρέθηκαν από την έρευνα τα σχολικά και τα επαγγελματικά αναγνώσματα, προκειμένου να διερευνηθεί η αντοχή του βιβλίου όχι μόνο ως ψυχαγωγικού αλλά και ως ενημερωτικού εργαλείου.

Το προφίλ των αναγνωστών

Περίπου οι μισοί Ελληνες (44%) έχουν διαβάσει έστω και ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο. Από ένα συνολικό πανελλαδικό δείγμα 1.674 ατόμων, αναγνώστες (που διάβασαν έστω ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο) είναι 723 άτομα. Συστηματικοί αναγνώστες-βιβλιόφιλοι (8 και πάνω βιβλία τον χρόνο) είναι το 13%, μέτριας συχνότητας αναγνώστες (4-7 βιβλία τον χρόνο) το 11% (γυναίκες που μέσα από την ανάγνωση επιλέγουν μια διαδρομή αυτομόρφωσης και αυτοβελτίωσης, λογοτεχνία και χρηστικά βιβλία), ασθενούς συχνότητας αναγνώστες (2-3 βιβλία τον χρόνο) το 10% (νέες γυναίκες που αγαπούν την ελληνική λογοτεχνία) και τέλος περιστασιακής συχνότητας αναγνώστες (1 βιβλίο τον χρόνο) το 11% (μεγαλύτεροι άνδρες που προτιμούν βιβλία ιστορίας, πολιτικής, οικονομίας).

Από εκείνους που δηλώνουν αναγνώστες, που έχουν διαβάσει δηλαδή έστω ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο, το 30% είναι περιστασιακοί αναγνώστες (1 βιβλίο), ασθενείς αναγνώστες είναι το 17% (2-3 βιβλία), μέτριοι αναγνώστες το 22% (4-7 βιβλία) και συστηματικοί αναγνώστες το 24% (8 και άνω βιβλία τον χρόνο). Το μερίδιο του χρόνου που αφιερώνουν οι Ελληνες στο διάβασμα ανάμεσα σε άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες είναι 10%. Πρώτη έρχεται η μουσική (43%), ακολουθούν οι σειρές και οι ταινίες στην τηλεόραση (19%) ενώ το μικρότερο μερίδιο χρόνου αφιερώνεται στον κινηματογράφο (1%).

Οι μισοί Αθηναίοι (51%) έχουν διαβάσει έστω ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Θεσσαλονίκη είναι 37% και στην υπόλοιπη Ελλάδα 40%.

 

Το διάβασμα σχετίζεται ευθέως με το επίπεδο μόρφωσης και κοινωνικοοικονομικής τάξης φτάνοντας στο 56% για όσους είναι μέλη της ανώτερης και μεσοανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης σε σύγκριση πάντα με το 44% του συνολικού πληθυσμού. Οσοι έχουν διαβάσει έστω και ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο σε σχέση με όσους δεν έχουν διαβάσει είναι πιο εξωστρεφείς, δυναμικοί και ενεργητικοί όσον αφορά τη χρήση των μέσων ενημέρωσης, ακούν πολύ περισσότερο ραδιόφωνο (48%), χρησιμοποιούν το Ιnternet (66%), είναι πιο ενεργοί στα social media (54%) και διαβάζουν περισσότερο περιοδικά (12%) και εφημερίδες (7%) τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

Μύθοι και αλήθειες

Είναι τελικά μύθος ότι η ανάγνωση των βιβλίων αφορά τις μεγάλες ηλικίες, καθώς στην ερώτηση «Σε σχέση με πέρυσι διαβάζετε τον ίδιο αριθμό βιβλίων, λιγότερο ή περισσότερο;» αύξηση (18%) παρατηρείται στις ηλικίες 18-24, ενώ μεγαλύτερη μείωση (39%) στις ηλικίες 65-74. Ωστόσο, δεν είναι μύθος το ότι οι γυναίκες αποτελούν τον κύριο κορμό του αναγνωστικού κοινού, παρά τη διαπίστωση ότι χάνουν σταδιακά το ενδιαφέρον τους για διάβασμα καθώς μεγαλώνουν σε ηλικία. Στις ηλικίες 18-24 το 55% των ανδρών και το 73% των γυναικών δηλώνουν ότι διάβασαν κάποιο βιβλίο τους τελευταίους 12 μήνες. Τα ποσοστά αυτά μειώνονται αντίστοιχα σε 24% και 55% για τις ηλικίες 35-44 ετών και αντιστρέφονται ως προς το φύλο σε 47% (άνδρες) και 37% (γυναίκες) στις ηλικίες 65-74 ετών.

Αναγνωστικές συνήθειες και τάσεις

Η συνήθεια της ανάγνωσης δεν φαίνεται να δείχνει σημάδια ανόδου. Το 24% δηλώνει ότι την προηγούμενη χρονιά διάβασε λιγότερα βιβλία, ενώ μόνο ένα 14% περισσότερα. Από το σύνολο των ερωτωμένων, το 40% έχει επισκεφθεί έστω μία φορά βιβλιοπωλείο. Οι δημόσιες αναγνώσεις κειμένων αφορούν μικρό ακροατήριο (1%), παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι μπορούν να τετραπλασιάσουν την απήχησή τους, καθώς ένα 4% δηλώνει ότι ενδιαφέρεται να τις δοκιμάσει. Αντίστοιχα είναι και τα αποτελέσματα για τη συμμετοχή σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής (1%) που φαίνεται ότι μπορούν να τριπλασιάσουν (3%) την απήχησή τους, το ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή στις λέσχες ανάγνωσης. Παρουσιάσεις βιβλίων παρακολουθεί το 7%, ενώ ένα 8% ενδιαφέρεται να το κάνει στο μέλλον. Μόνο το 13% έχει επισκεφθεί έστω μία φορά βιβλιοθήκες και το ποσοστό που ενδιαφέρεται να τις επισκεφθεί στο μέλλον παραμένει το ίδιο. Ο μέσος έλληνας αναγνώστης διαβάζει κατά μέσο όρο 177,3 ώρες τον χρόνο, ενώ οι αναγνώστες βιβλίων διάβασαν κατά μέσο όρο 349,7 ώρες τον τελευταίο χρόνο.

Εννέα στους δέκα αναγνώστες διαβάζουν στο σπίτι (93%). Πολύ λιγότεροι (9%) στα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε αναγνωστήρια-βιβλιοθήκες (7%) και σε καφέ (3%). Από τους χώρους του σπιτιού, η κρεβατοκάμαρα (67%) και το σαλόνι-καθιστικό (64%) είναι οι ιδανικοί χώροι ανάγνωσης. Οι έλληνες αναγνώστες δηλώνουν ότι προτιμούν να διαβάζουν καλοκαίρι, Ιούλιο – Αύγουστο (22%), όπως και τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου, Σεπτέμβριο – Οκτώβριο (20%).

Οι προτιμήσεις των αναγνωστών

Οι αναγνώστες δηλώνουν ότι τον τελευταίο χρόνο διάβασαν κατά μέσο όρο 6,4 βιβλία. Ερωτώμενοι σε ποιες κατηγορίες εντάσσονται τα βιβλία προέκυψε ότι αυτά ανήκουν στις κατηγορίες: ελληνικό μυθιστόρημα (19%), εκπαιδευτικά βιβλία (16%), ξένο μυθιστόρημα (10%), μικρή φόρμα (διηγήματα/νουβέλες) (10%), ιστορικά βιβλία (9%). Ακολουθούν τα βιβλία για την οικονομική κρίση και τις κοινωνικές επιστήμες (5%), ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται κατηγορίες όπως γεωγραφία-ταξίδια, τα κόμικς, η ποίηση (1%) και οι τέχνες (0%).

Σε επίπεδο ατόμων, ελληνικό μυθιστόρημα διάβασε το 35% των αναγνωστών, ξένο μυθιστόρημα το 23%, διηγήματα/νουβέλες το 20% και ιστορικά βιβλία το 13%. Ωστόσο, στην ερώτηση «Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;» οι απαντήσεις φέρνουν στην πρώτη θέση το ξένο μυθιστόρημα (17%), στη δεύτερη το ελληνικό (14%) και στην τρίτη τα ιστορικά βιβλία (13%). Θυμόμαστε περισσότερο τα ξένα βιβλία που διαβάζουμε; Μήπως θεωρούμε ότι διαβάζουμε ελληνικό μυθιστόρημα αλλά στην πράξη διαβάζουμε περισσότερο ξένους συγγραφείς; Μήπως εκλαμβάνουμε τα μεταφρασμένα στα ελληνικά μυθιστορήματα ως πρωτότυπα μυθιστορήματα; Τα ερωτήματα αξίζει να διερευνηθούν περαιτέρω.

Τα κριτήρια επιλογής των βιβλίων

Για τους αναγνώστες βασικά κριτήρια επιλογής ενός βιβλίου είναι το θέμα του βιβλίου (61%), οι συστάσεις από φίλους -γνωστούς (32%), η περίληψη στο οπισθόφυλλο (27%), ο συγγραφέας (24%), κριτικές (17% ), η μεγάλη κυκλοφορία του (11%), το εξώφυλλο (10%). Παρότι η σειρά αυτή δεν αλλάζει, ο συγγραφέας ενδιαφέρει περισσότερο στο ελληνικό μυθιστόρημα (38%) παρά στο ξένο μυθιστόρημα (25%). Στην ιστορία, πολιτική και οικονομία το εξώφυλλο, ο εκδοτικός οίκος και η σύσταση του βιβλιοπώλη παρακινούν τους αναγνώστες περισσότερο για αγορά από ό,τι σε άλλες κατηγορίες βιβλίων. Οι ίδιοι ενημερώνονται κυρίως από το βιβλιοπωλείο (45%), από φίλους – συγγενείς (44%), από εκθέσεις βιβλίων (26%), από διαφημίσεις σε εφημερίδες και περιοδικά (14%). Προμηθεύονται τα βιβλία από καταστήματα μεγάλων κεντρικών βιβλιοπωλείων (53%) ή από μικρότερα συνοικιακά βιβλιοπωλεία (50%). Μόνο το 3% έχει κάρτα δανειστικής βιβλιοθήκης.

Ψηφιακό και παιδικό βιβλίο

Σε ό,τι αφορά τα e-books, ένας στους δύο Ελληνες και δύο στους τρεις αναγνώστες γνωρίζουν την ύπαρξή τους, με 5% των Ελλήνων να δηλώνουν ότι έχουν διαβάσει τον τελευταίο χρόνο κάποιο από αυτά. Οσον αφορά τον τομέα του παιδικού βιβλίου, περίπου δύο στους δέκα Ελληνες αγόρασαν τον τελευταίο χρόνο βιβλίο για παιδιά και εφήβους έως 15 ετών. Από αυτούς οι μισοί αγόρασαν 1-3 βιβλία. Οσοι έχουν παιδιά δηλώνουν ότι το 71% των παιδιών διάβασε τουλάχιστον ένα βιβλίο τον τελευταίο χρόνο (εκτός από τα σχολικά βιβλία), δηλαδή πολύ περισσότερο από τους ίδιους. Τα βιβλία για παιδιά τα προμηθεύονται κυρίως από καταστήματα μικρότερων ή συνοικιακών βιβλιοπωλείων (50%) παρά από καταστήματα μεγάλων κεντρικών βιβλιοπωλείων (44%) ή από βιβλιοθήκες (4%).

Κοινωνική ένταξη

Οσο περισσότερο διαβάζει κανείς, τόσο περισσότερο ενταγμένος στην κοινωνία νιώθει. Ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να απαντήσουν αν τους αφορούν οι παρακάτω δηλώσεις: «Ζω μια ζωή με νόημα, έχω στόχους και σκοπούς», «νιώθω ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μου με υποστηρίζουν και με επιβραβεύουν», «οι δραστηριότητες της καθημερινότητάς μου με αφορούν και με ενδιαφέρουν», «συμμετέχω ενεργά στην ευτυχία και στην ευημερία άλλων ανθρώπων», «είμαι ικανός/ή να φέρω εις πέρας δραστηριότητες που μου είναι σημαντικές», «είμαι ένας καλός άνθρωπος και ζω μια καλή ζωή», «τα υλικά αγαθά που έχω ή κερδίζω (εισόδημα, σπίτι) μου είναι αρκετά για να καλύπτω τις ανάγκες μου», «νιώθω καλά στο κοινωνικό σύνολο που ανήκω και εμπιστεύομαι τους άλλους ανθρώπους», «η σχέση μου με τα θεία (θεό/θρησκεία) είναι ικανοποιητική», «είμαι αισιόδοξος/η για το μέλλον», «δεν είμαι εθισμένος/η σε τίποτα, όπως το αλκοόλ, τα ναρκωτικά ή ο τζόγος», «οι άνθρωποι με σέβονται», βάσει των οποίων υπολογίστηκε ο δείκτης κοινωνικής ενσωμάτωσής τους. Οι συστηματικοί αναγνώστες συμμερίζονται τις δηλώσεις αυτές σε ποσοστό 72%, οι μέτριοι αναγνώστες σε ποσοστό 64%, οι ασθενείς αναγνώστες σε ποσοστό 61%, οι περιστασιακοί σε 62% και οι μη αναγνώστες σε ποσοστό 56%. Στα ίδια περίπου επίπεδα ανά κατηγορία κυμαίνεται και ο δείκτης συναισθηματικής ευτυχίας.

Το βιβλίο αντίδοτο στην κρίση

Συγκρίνοντας τα βασικά ευρήματα της έρευνας σε σχέση με αντίστοιχα ευρήματα των ερευνών αναγνωστικής συμπεριφοράς του ΕΚΕΒΙ το 2004 και το 2010, η Χριστίνα Καράμπελα, διευθύνουσα σύμβουλος της qed, σχολιάζει: «Ο αριθμός των ελλήνων αναγνωστών από το 2010 μέχρι το 2018 δεν φαίνεται να αλλάζει. Επίσης δεν φαίνεται να αλλάζει και η στάση μας απέναντι στην ανάγνωση: τόσο το 2010 όσο και το 2018, το 62% των αναγνωστών δηλώνουν πως διαβάζουν το ίδιο με την προηγούμενη χρονιά, 14% περισσότερο και 24% λιγότερο. Κατά συνέπεια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε να ξεκινήσει ένας μεγάλος διάλογος για το βιβλίο με στόχο την οργάνωση πολιτικών και ενεργειών που θα στοχεύουν στην αύξηση των παραπάνω ποσοστών. Μια ενδιαφέρουσα μετατόπιση που τα στοιχεία από το 2004 μέχρι το 2018 δείχνουν είναι η αλλαγή στη σειρά σημαντικότητας των παραγόντων που επηρεάζουν την αγορά ενός βιβλίου. Το «θέμα του βιβλίου» ήταν και παραμένει ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας. Αλλαγές παρατηρούνται στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο κριτήριο επιλογής. Το 2004 «ο/η συγγραφέας» ήταν με σαφήνεια το δεύτερο κριτήριο ενώ σήμερα «οι συστάσεις των φίλων/γνωστών» και «το οπισθόφυλλο» απολαμβάνουν τη δεύτερη και την τρίτη θέση, ενώ «ο/η συγγραφέας» την τέταρτη. Το βιβλίο όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται περισσότερο προϊόν; Οι αναγνωστικές επιλογές ακολουθούν και αυτές με τη σειρά τους την απαξίωση των αυθεντιών και την εστίαση της εμπιστοσύνης αποκλειστικά και μόνο στους κοντινούς και οικείους; Τι σημαίνει «συστημικό» στον χώρο του βιβλίου και της ανάγνωσης; Ενδιαφέροντα πράγματι ερωτήματα που διεκδικούν χώρο και χρόνο συζήτησης».

Και καταλήγει: «Οι Ελληνες από το 2017 και μετά, παρότι δεν ανακάμπτουν οικονομικά, έχουν αναπτύξει κάποια νεοτρόπα αντανακλαστικά συγκρατημένης αισιοδοξίας. Βάσει της ερευνητικής πλατφόρμας People of Greece της qed, που μετρά εκ του σύνεγγυς την ελληνική κοινωνία από το 2009 μέχρι σήμερα, οι δείκτες συναισθηματικής ευημερίας και κοινωνικής ενσωμάτωσης, που γνώρισαν συνεχή και εντυπωσιακή πτώση από το 2009 μέχρι το 2013, σήμερα επιστρέφουν ή και ξεπερνούν τα επίπεδα του 2009. Φαίνεται ότι οι Ελληνες χτίζουν μια νέα κοινωνική και συναισθηματική ισορροπία που βασίζεται σε ένα μοντέλο χαμηλής στόχευσης (είναι ικανοποιημένοι με λιγότερα) και μικρο-ευδαιμονίας στην καθημερινότητα (εστιάζουν στη σημασία των μικρών χαρών και των ανθρώπινων σχέσεων). Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτά τα νέα αντανακλαστικά αποτελούν μετατόπιση νοοτροπίας ή εντάσσονται στο μετατραυματικό στάδιο της κρίσης και σε λίγο θα τα εγκαταλείψουμε για να διεκδικήσουμε δυναμικά το μέλλον μας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που η συγκεκριμένη έρευνα κατέγραψε είναι πως η ανάγνωση βιβλίων ευεργετεί τη νέα μας κοινωνική και συναισθηματική ισορροπία (είτε τη χτίζουμε για να προστατευτούμε είτε τη χτίζουμε για να ενδυναμωθούμε και να επιταχύνουμε), κατά συνέπεια οφείλουμε με κάθε τρόπο να την προστατεύσουμε και να την προωθήσουμε: αξιακά, συμπεριφορικά και αισθητικά».

Δείτε εδώ ολόκληρη την έρευνα

Η ταυτότητα της έρευνας

Εταιρεία: Εταιρεία κοινωνικής και εμπορικής έρευνας qed market research

Τύπος έρευνας: Ερευνα προσωπικών συνεντεύξεων σε νοικοκυριά, με δομημένο ερωτηματολόγιο διάρκειας 15 λεπτών
με χρήση τάμπλετ

Περιοχή έρευνας: Πανελλαδική

Μέθοδος δειγματοληψίας: Τυχαία δειγματοληψία σε στρώματα

Χρόνος διεξαγωγής: Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2018

Μέγεθος δείγματος: 1.674 άτομα, ηλικίας 18-74 ετών

Σταθμίσεις: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (2011) ως προς το φύλο, την ηλικία και την περιοχή

Προσωπικό/έλεγχοι: Στη συλλογή των στοιχείων συμμετείχαν 20 ερευνητές και 4 επόπτες. Ελεγχοι έγιναν σύμφωνα με τους κώδικες δεοντολογίας ESOMAR, ΣΕΔΕΑ/ΠΕΣΣ.

_______________________

Πηγή: tovima.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Τι κάνει τη ζωή ποιοτική ; Μαθήματα από την πιο μακροχρόνια έρευνα για την ευτυχία – TED

| 0 ΣΧΟΛΙΑ
 

 

Τι είναι αυτό που μας κρατάει ευτυχισμένους και υγιείς σε όλη την διάρκεια της ζωής μας; Εάν νομίζατε ότι είναι η φήμη και ο πλούτος, τότε δεν είστε οι μόνοι, αλλά, σύμφωνα με τον ψυχίατρο Ρόμπερτ Γουάλντινγκερ, κάνετε λάθος.

 Ως διευθυντής μιας 75ετής έρευνας πάνω στην ανάπτυξη των ενηλίκων, ο Γουάλντινγκερ έχει άνευ προηγουμένου πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με την ευτυχία και την ικανοποίηση. Σε αυτήν την ομιλία, μοιράζεται μαζί μας τρία βασικά μαθήματα που έμαθε από την έρευνα αυτή, καθώς και μερικές πρακτικές συμβουλές, παλιές όσο και η ανθρώπινη ζωή, για να κτίσουμε μια ικανοποιητική και μακρά ζωή.

 

 

 

—–

Τι μας κρατά υγιείς και ευτυχισμένους στη ζωή μας; Αν έπρεπε να επενδύσετε τώρα στον καλύτερο μελλοντικό σας εαυτό, πού θα επικεντρώνατε τον χρόνο και την ενέργειά σας; Υπήρξε μια πρόσφατη έρευνα στους νέους οι οποίοι ρωτήθηκαν ποιοι ήταν οι σημαντικότεροι στόχοι τους και περισσότεροι από το 80% είπαν ότι ο σημαντικότερος στόχος τους ήταν να γίνουν πλούσιοι. Άλλο ένα 50% των ίδιων είπε πως ακόμη ένας σημαντικός στόχος της ζωής τους ήταν να γίνουν διάσημοι.

Ακολουθώντας τις ζωές των συμμεχόντων μέχρι και τα 80 τους, θελήσαμε να κοιτάξουμε πίσω στα μέσα της ζωής τους, αν μπορούμε να προβλέψουμε ποιος μεγαλώνοντας θα ήταν ευτυχισμένος και υγιής μετά τα 80 του χρόνια και ποιος όχι. Μαζέψαμε ό,τι γνωρίζαμε γι’ αυτούς ως την ηλικία των 50 ετών, και δεν ήταν το επίπεδο χοληστερίνης στα 50 τους που μπορούσε να προβλέψει πώς θα γερνούσαν. Ήταν το πόσο ικανοποιημένοι ήταν με τις σχέσεις τους. Αυτοί που ήταν περισσότερο ικανοποιημένοι με τις σχέσεις τους στα 50, ήταν υγιέστεροι αργότερα στα 80. Οι καλές και στενές σχέσεις φαίνεται να μας προστατεύουν από τις αρνητικές επιπτώσεις των γηρατειών. Τα πιο ευτυχισμένα ζευγάρια ανέφεραν, όταν ήταν 80 ετών, ότι τις ημέρες που είχαν περισσότερο φυσικό πόνο, η διάθεσή τους έμενε ίδια. Αλλά αυτοί που βρίσκονταν σε δυστυχισμένες σχέσεις, τις ημέρες που ανέφεραν ότι είχαν περισσότερο φυσικό πόνο, αντίστοιχα μεγάλωνε και ο συναισθηματικός πόνος μέσα τους.

Το τρίτο και τελευταίο μάθημα που πήραμε σχετικά με τις σχέσεις και την υγιεία μας είναι ότι οι υγιείς σχέσεις δεν προστατεύουν απλώς το σώμα μας, προστατεύουν και το μυαλό μας. Καταλήξαμε στο ότι μια ασφαλής και υγιής σχέση με κάποιον άλλον στα 80 λειτουργεί προστατευτικά, και αυτοί που είναι σε σχέση, που νιώθουν ότι μπορούν να βασιστούν στον άλλον αν τον χρειαστούν, έχουν καλύτερη μνήμη για μεγαλύτερο χρόνο. Και οι άνθρωποι σε σχέση που αισθάνονται ότι δεν μπορούν να βασιστούν στον συντροφό τους, είναι αυτοί των οποίων η μνήμη χειροτερεύει πολύ πιο νωρίς. Οι σχέσεις όμως δεν χρειάζεται να είναι συνεχώς ήρεμες. Μερικά από τα ζευγάρια μας στα 80 τους, μπορεί να λογομαχούσαν μεταξύ τους κάθε μέρα, αλλά όσο ένιωθαν ότι μπορούσαν να βασιστούν ο ένας στον άλλο, όταν κάτι θα συνέβαινε οι καυγάδες αυτοί δεν επηρέαζαν την μνήμη τους.

Έτσι το μήνυμα, ότι οι καλές, στενές σχέσεις είναι καλές για την υγεία και την ευεξία μας, είναι σοφία τόσο παλιά όσο και τα βουνά. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να το πετύχουμε και τόσο εύκολο να το αγνοήσουμε όμως; Λοιπόν, είμαστε άνθρωποι. Αυτό που όλοι θέλουμε είναι μια γρήγορη λύση, κάτι που θα μάθουμε και θα κάνει τις ζωές μας καλύτερες και θα μείνουν έτσι. Οι σχέσεις είναι ακατάστατες, περίπλοκες και η σκληρή δουλειά της φροντίδας της οικογένειας και των φίλων μας, δεν είναι σέξυ ή γεμάτη αίγλη. Είναι επίσης κάτι που χρειάζεται συνεχή προσπάθεια. Οι άνθρωποι στην 75ετή έρευνά μας που ήταν ευτυχισμένοι όταν πήραν σύνταξη, ήταν αυτοί που αντικατέστησαν τους συναδέλφους τους με νέους φίλους. Όπως και τα παιδιά της χιλιετίας στην πρόσφατη έρευνα, έτσι και πολλοί από τους δικούς μας συμμετέχοντες, ως νέοι πιστεύαν πραγματικά ότι η φήμη, ο πλούτος και η επαγγελματική καταξίωση είναι αυτά που πρέπει να κυνηγήσουν για να έχουν μια καλή ζωή. Αλλά συνεχώς, αυτά τα 75 χρόνια, η ερευνά μας έχει δείξει ότι οι άνθρωποι που προόδευσαν είναι όσοι αφοσιώθηκαν στις σχέσεις τους με την οικογένεια, τους φίλους και την τοπική κοινότητα.

_______________________

~   ~ Robert Waldinger · Psychiatrist, psychoanalyst, Zen priest, Director of the Harvard Study of Adult Development, one of the most comprehensive longitudinal studies in history.

Πηγή: Αντικλείδι

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο..., Νέα
web design by