Ανέκαθεν το πίστευα αλλά έρχονται και σύγχρονες έρευνες να το επιβεβαιώσουν.
Μια τελευταία μελέτη δείχνει ότι η επιρροή των γονιών στα παιδιά είναι πιο καθοριστική για τις επιδόσεις τους απ’ ό,τι το ίδιο το σχολείο, χωρίς αυτό να έχει να κάνει με τη παρουσία τους στις συνελεύσεις του συλλόγου γονέων και καθηγητών.
Δεδομένης της ποικιλίας προσεγγίσεων σχετικά με τις διδακτικές μεθόδους στην Αμερική, ίσως ακουστεί παράξενο το γεγονός ότι οι μαθητές περνούν λιγότερο από το 15% του χρόνου τους στο σχολείο. Κι ενώ η σημασία του σχολείου δεν αμφισβητείται καθόλου, δεκάδες πρόσφατες μελέτες μας υπενθυμίζουν ότι η σημασία των γονιών είναι πολύ μεγαλύτερη.
Για παράδειγμα, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν λίγο καιρό από ερευνητές στο κρατικό πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, στο πανεπιστήμιο Brigham Young και το πανεπιστήμιο στην Irvine της Καλιφόρνιας, αποφαίνεται ότι η γονική συμμετοχή –έλεγχος των εργασιών στο σπίτι, προσέλευση στις σχολικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, συζήτηση των σχολικών δραστηριοτήτων στο σπίτι– έχει πολύ πιο δραστική επίδραση στη σχολική επίδοση των μαθητών απ’ οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το σχολείο που παρακολουθούν οι μαθητές. Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Review of Economics and Statistics, αναφέρει ότι οι προσπάθειες που καταβάλλουν οι γονείς (διαβάζοντας ιστορίες φωναχτά, συζητώντας με τους δασκάλους) έχουν πολύ πιο τελεσφόρα αποτελέσματα στην πρόοδο των παιδιών τους στο σχολείο, απ’ ό,τι όλες οι προσπάθειες των δασκάλων και των ίδιων των μαθητών μαζί. Και μια τρίτη μελέτη καταλήγει ότι τα σχολεία θα έπρεπε να αυξήσουν τη δαπάνη ανά μαθητή πάνω από 1000 δολάρια, προκειμένου να επιτευχθούν τα ίδια αποτελέσματα που επιτυγχάνονται με τη γονική συμμετοχή (πράγμα μάλλον απίθανο στην εποχή των ισχνών αγελάδων που διανύουμε!)
Η συμβολή των γονιών λοιπόν έχει μεγάλη σημασία, κι αυτό είναι ένα συμπέρασμα μετά από έρευνες δεκαετιών, που έδειξαν ότι σε περιπτώσεις παιδιών από εύπορες οικογένειες που προοδεύουν στις σπουδές τους, τον σπουδαιότερο ρόλο έχει παίξει η «συστηματική καλλιέργεια των παιδιών», σε σχέση με την πιο χαλαρή ανατροφή που είναι συχνό φαινόμενο σε οικογένειες χαμηλότερου βιωτικού επιπέδου. Αυτή η έρευνα όμως αποκαλύπτει και κάτι άλλο: ότι οι γονείς, ανεξαρτήτως βιωτικού επιπέδου, δεν είναι ανάγκη να αγοράζουν ακριβά εκπαιδευτικά παιχνίδια ή ηλεκτρονικές συσκευές για τα παιδιά τους, προκειμένου να τους δημιουργήσουν ερεθίσματα. Δεν είναι ανάγκη επίσης να πηγαινοφέρνουν τα βλαστάρια τους σε φροντιστήρια, ιδιαίτερα μαθήματα ενισχυτικές διδασκαλίες και τα όμοια. Αυτό που έχουν ανάγκη τα παιδιά τους είναι κάτι πολύ απλούστερο: η συζήτηση.
Όχι όμως συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων. Αν και μια πασίγνωστη έρευνα των ψυχολόγων Μπέττυ Χαρτ (Betty Hart) και Τοντ Ρίσλεϋ (Todd Risley) έχει δείξει ότι οι ευκατάστατοι γονείς τείνουν να μιλούν περισσότερο στα παιδιά τους απ’ ό,τι οι λιγότερο εύποροι γονείς –και ιδίως μέχρι την ηλικία των τριών, όπου υπάρχει ένα χάσμα που ανέρχεται στις τριάντα εκατομμύρια λέξεις– πιο πρόσφατες έρευνες ρίχνουν φως στο περιεχόμενο των συζητήσεων που βελτιώνουν τη σχολική επίδοση των παιδιών.
Για παράδειγμα, μια μελέτη που διεξήγαγαν ερευνητές στη Σχολή Δημόσιας Υγείας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCLA) και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pediatrics, βρήκε ότι ο διάλογος μεταξύ ενηλίκου και παιδιού ήταν έξι φορές πιο αποτελεσματικός για την ανάπτυξη της γλωσσικής δεξιότητας, απ’ ό,τι απλώς οι μονόλογοι του ενηλίκου. Μέσα από τη συνομιλία, την αμοιβαία ανταλλαγή, το παιδί έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει τη γλώσσα βιωματικά, κι επίσης να νιώσει την αίσθηση ότι οι σκέψεις κι οι απόψεις του δεν είναι ευκαταφρόνητες. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που παρουσιάστηκε στην Αμερικανική Κοινωνιολογική Εταιρεία (American Sociological Association), τέτοιες εμπειρίες βοηθούν τα παιδιά των ανώτερων και μεσαίων κοινωνικών τάξεων μεγαλώνοντας να έχουν το θάρρος της γνώμης τους και να επιχειρηματολογούν, ενώ οι μαθητές χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου τείνουν να μη ζητούν βοήθεια, και να αποφεύγουν να εκφέρουν τη γνώμη τους στο δάσκαλο.
Μεγάλη σημασία επίσης έχουν και τα θέματα συζήτησης μεταξύ γονιών και παιδιών. Παιδιά που ακούν ομιλίες περί λογαριασμών και αριθμών στο σπίτι, ξεκινούν το σχολείο με πολύ περισσότερη μαθηματική γνώση, όπως αναφέρουν ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Σικάγου, γνώση που προϊδεάζει για μελλοντική επιτυχία στον συγκεκριμένο γνωστικό τομέα. Η ψυχολόγος Σούζαν Λεβάιν (Susan Levine), που διεξήγαγε μελέτη για την αντίληψη της αρίθμησης, κατέληξε στο ότι όσο περισσότερο τα μικρά παιδιά ακούν συζητήσεις περί μετρήσεων, μεγεθών και διαστάσεων, π.χ. πόσο μεγάλο, μικρό, στρογγυλό ή μυτερό είναι ένα αντικείμενο, τόσο πιθανότερη η έφεσή τους στην επίλυση προβλημάτων πριν καν πάνε στο νηπιαγωγείο.
Κι ενώ τα θέματα των συζητήσεων μεταξύ γονιών και παιδιών αλλάζουν όσο αυτά μεγαλώνουν, τα θετικά αυτού του είδους σχέσης παραμένουν έντονα στις μαθησιακές επιδόσεις. Ακόμη και στο δημοτικό ή και το γυμνάσιο, ο τρόπος με τον οποίο μιλούν η μαμά κι ο μπαμπάς στα παιδιά τους, είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά. Η έρευνα της Νάνσυ Χιλ (Nancy Hill), καθηγήτριας σε μεταπτυχιακά τμήματα στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, συμπεραίνει ότι οι γονείς παίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό που η Χιλ αποκαλεί «σχολική κοινωνικοποίηση», που θέτει τις βάσεις και συνδέει την τωρινή συμπεριφορά με τους μελλοντικούς στόχους (εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, επαγγελματική αποκατάσταση). Όταν τέτοιου είδους συζητήσεις έχουν γίνει βίωμα στο παιδί, αναφέρει η Χιλ, οι μαθησιακές του επιδόσεις επηρεάζονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι να του προσφέρεις βοηθητικά μαθήματα, να παρίστασαι στις συνελεύσεις γονέων ή να συζητάς με τους δασκάλους, ακόμη κι από το να πηγαίνεις το παιδί σου σε βιβλιοθήκες και μουσεία. Τελικά απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που συμβάλλει στην πρόοδο του παιδιού σου, δεν είναι τόσο το τί κάνεις μαζί του, όσο το τι συζητάς μαζί του.
Πηγή: ideas.time.com