Τριώδιο
H φράση «άνοιξε το Tριώδιο» χρησιμοποιείται μεταφορικά και σημαίνει την έναρξη της Aποκριάς. Για την Oρθόδοξη Eκκλησία, όμως, η φράση είναι κυριολεκτική καθώς δέκα Κυριακές πριν από το Πάσχα αναγνώσκεται το εκκλησιαστικό βιβλίο, το λεγόμενο Tριώδιο< τρεις ωδές. Πρόκειται για Υμνογραφικούς Κανόνες – εκκλησιαστικά ποιήματα- που αποτελούνται μόνο από τρεις ωδές αντί από εννέα ωδές, που είναι το σύνηθες...
Απόκρεως, αποκριά, απόκριες
Η αποκρέα (ενν. Κυριακή ή ημέρα), αρχικά, προσδιόριζε την τελευταία μέρα κατανάλωσης του κρέατος (από+κρέας). Η εβδομάδα πριν τη μεγάλη Σαρακοστή θεωρείται προπαρασκευαστική για τη νηστεία των σαράντα ημερών. Σ’ αυτή την εβδομάδα επιτρέπεται η κατανάλωση γαλακτομικών αλλά όχι του κρέατος (από + κρέως>γεν ενικ. του ουσ. “κρέας”). Γι αυτό, άλλωστε, η σαρκοφαγία, τιμάται ιδιαίτερα κατά την προηγούμενη εβδομάδα, με αποκορύφωμα την Τσικνοπέμπτη. Η τελευταία ημέρα σαρκοφαγίας (η αποκριά) προσδιόρισε, τελικά, όλη την περίοδο των αποκριάτικων εορτασμών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πιστοί αποκρεύουν (απέχουν από το κρέας) την ημέρα του Aγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), πριν αρχίσει η νηστεία των Χριστουγέννων, την Κυριακή των Aγίων Πάντων (την Kυριακή μετά την Πεντηκοστή) και την τελευταία ημέρα του Ιουλίου, για τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου....
Καρναβάλι
Η σημασία της ελληνικής λέξης “αποκριά” αποδόθηκε στα Λατινικά ως carnevale < carne (: κρέας) +vale (: αντίο) ή carne + levàmen (: παύω κόβω σταματώ)> Με αυτή τη σημασία και οι φράσεις carnem privium, carnem laxare>carnesciale (στα λατινικά), carnes tollendas (στα ισπανικά) Ορισμένοι ετυμολογούν τη λέξη carnevale από το carro navale (τροχήλατο πλοιάριο). Επρόκειτο για ένα άρμα διασκέδασης που χρησιμοποιούσαν οι Λατίνοι στις γιορτές τους. Κάποιοι άλλοι προτείνουν τις μάλλον ανίσχυρες ετυμολογίες: κάρνος + βαλλίζω (χοροπήδημα προβάτων)...
Μασκαράς
Η Ιταλική λέξη maschera σημαίνει το “προσωπείο”. Το maschera παράγεται από το masca, το οποίο ακόμα και σήμερα στη διάλεκτο του Piemonte προσδιορίζει τη μάγισσα. Κατα τους Deviz, Dozy, Mahn το υστερολατινικό masca παράγεται από το αραβικό maskara (: γελωτοποιός). Κατά άλλους το maskara παράγεται από το ρήμα ΣΟΧΡ سخر που σημαίνει «κοροϊδεύω, ξεγελάω, αστειεύομαι». Από το ρήμα παράγεται το όνομα ΜΑΣΧΑΡΕ مسخره (: γελοίος). Πάντως είτε Ιταλική, είτε Αραβική είναι η λέξη στην ελληνική έδωσε τις λέξεις: μασκέ, μάσκαρα, μασκαράς, μασκαρεύω, μασκάρεμα μασκαριλίκι, μασκότ κ.ά...
Πηγή: mixanitouxronou.gr