κοινωνιολογία (3 άρθρα)

Κώστας Αξελός – Οι Νεοέλληνες συλλογίζονται μεν, αλλά δεν σκέπτονται

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Αποσπάσματα από κείμενα του Κώστα Αξελού ακτινογραφούν τις ελληνικές παθογένειες

Η νεωτερική Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από ένα μουσείο και κάτι παραπάνω από μια χώρα απλώς γραφική. Είναι, όμως, και κάτι λιγότερο από μια όντως νεωτερική πραγματικότητα […]

Είναι, λοιπόν, νεωτερική η Ελλάδα; Η αυτοσυνείδηση των Νεοελλήνων επιτελεί ένα πρώτο βήμα δεδομένου ότι ονομάζει τον εαυτό της, αλλά η προσπάθειά της σταματάει εκεί. Η αυτοσυνείδηση αυτή συγκροτείται βέβαια από διαταραγμένες αναπαραστάσεις σχετικά με το πεπρωμένο της αλλά, παραμένοντας μες στη διαταραχή αυτή, απιστεί απέναντι στη διάνοια της ίδιας της γλώσσας της, η οποία ονομάζει λόγον την ομιλία και τη σκέψη – αυτό που μεταμορφώθηκε σε ratio.

Η διάνοια της Ελλάδας συνίσταται στην εναρμόνιση της σκιάς και του φωτός. Αλλά ο διάλογος των Νεοελλήνων με την αυτο-συνείδηση είναι δύσκολο να επιχειρηθεί· […]

Μπορεί η σύγχρονη Ελλάδα να «τρέφεται» με τη δυτική σκέψη, αλλά προσπαθεί απεγνωσμένα να χωνέψει τις ξένες επιστημονικές επιτεύξεις. Στην πραγματικότητα, η δίδυμη αδελφή της επιστήμης, η τεχνική, λείπει παντελώς.

Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζουν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο. Μεγάλα έργα της σκέψης ή της επιστήμης, της τεχνικής ή της τέχνης δεν βλέπουν το φως της ημέρας. Ο όρος δυνατότητα, χάνοντας την πρωταρχική του σημασία (αυτού που καθιστά δυνατή την επίκαιρη πραγμάτωσή του), κατέληξε να σημαίνει τον ευσεβή πόθο.

Η ελληνοκεντρική αυταπάτη

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα παιχνίδι εισαγωγής και εξαγωγής απ’ το οποίο λείπει μια στέρεη αυτόχθων βάση. Η πολιτική δεν είναι, λοιπόν, μια ισχυρή τεχνική σκέψη που δίνει συγκεκριμένη μορφή στη μοίρα ενός συνόλου μέσω μιας ευφυούς στρατηγικής, αλλά περιπέτεια. Κι ανάμεσα στις περιπέτειες υπάρχουν μεγάλες και μικρές. Οι Ελληνες – ή οι μη Ελληνες – που σκέπτονται το παιχνίδι της ελληνικής πολιτικής εφαρμόζουν νοητικά και ρηματικά τους δυτικούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Επιχειρούν να συλλάβουν μια πραγματικότητα ακολουθώντας ένα ακατάλληλο σχήμα. Σχήμα και πραγματικότητα δεν υπακούουν πάντοτε στον ίδιο ρυθμό. Σ’ αυτή την ακαταλληλότητα έρχονται να προστεθούν οι πολυάριθμες αυταπάτες της αυτοσυνείδησης του έθνους.

 

Η μείζων αυταπάτη της νεοελληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληνοκεντρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει, όμως, ο όρος αυτός; Ελληνοκεντρική είναι η σύλληψη που θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο.

Κέντρο τίνος πράγµατος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτηµα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσµο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως, η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόµενο του ονόµατος που δίνει στον εαυτό της, επειδή, όπως ήδη έχουµε πει, δεν σκέπτεται το πεπρωµένο της έτσι ώστε να το εκφράσει µέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγµένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προφέρει ένα χείµαρρο από λόγια ή σωπαίνει.

Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισµός είναι η µοναδική «ιδέα» την οποία µπόρεσε να προβάλει η Ελλάδα [..]

Ο ελληνοκεντρισµός δεν πραγµατώθηκε ούτε πολιτικά ούτε πολιτισµικά ούτε αισθητικά […]

Ισχυρή ή όχι, η νεοελληνική πραγµατικότητα συνιστά παρ’ όλα αυτά µια πραγµατικότητα. Κι αν ακόµη η πραγµατικότητα αυτή είναι στρωµένη µε στάχτες, υπάρχουν ακόµη εστίες φωτιάς. Και άνθρωποι που µάχονται ηρωικά υπέρ των εστιών αυτών. Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους, εντούτοις ζει στο κέντρο του νεωτερικού κόσµου.

Μήπως κάνει µόνον ωσάν να ήταν νεωτερική; Ή µήπως ζει µιαν ύπαρξη παρόµοια µ’ εκείνη των φελάχων ή των «πρωτόγονων», οι οποίοι επίσης ζουν συγχρόνως και στο περιθώριο και στο κέντρο του υπερπολιτισµένου κόσµου; Αυτό θα µπορούσαν ή θα έκαναν λάθος να το διαβεβαιώσουν όσοι της επιτίθενται, αλλά διαβεβαιώνοντάς το θα έλεγαν την αλήθεια;

Πώς θα γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική

Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικής» τάσης, µια άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή µιαν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τον ριζικό «δυτικισµό» της […]

Οι «άλλοι» (στους οποίους τόσο συχνά οι Ελληνες αποδίδουν τη σχετλιαστική ονοµασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο συνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσµου και το τέλος του µεσαιωνικού κόσµου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εµψυχωµένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο· δεν µιµούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγµα. Το ζήτηµα δεν είναι καθόλου να γνωρίζουµε αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθηµένες» και οι άλλες µένουν «καθυστερηµένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσουν να φθάσουν τις πρώτες.

Ο καλπασµός των ιστορικών εποχών κατά κανέναν τρόπο δεν συγκρίνεται µε ιπποδροµία. Οι χώρες που δεν δηµιούργησαν τον νεωτερικό κόσµο οφείλουν να πραγµατοποιήσουν ξανά, και για δικό τους λογαριασµό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφθούν οι πλούσιοι συγγενείς τους για να γευθούν τη χάρη της γραφικής τους ζωής. Οι σπόροι που µεταφέρθηκαν πρέπει να φυτρώσουν σε γόνιµο έδαφος και µάλιστα να ριζώσουν. Για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνηµα προερχόµενο από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς τον «µοντερνισµό» αλλά προς τη νεωτερικότητα. Είναι έτοιµο το κίνηµα αυτό προκειµένου να ολοκληρωθεί;

Αν η ελληνοκεντρική αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη µιµητική της τάση, θα µπορούσε µήπως να γίνει αυθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων πάνω στα οποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια; Για να συµβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν πρώτα να ξεπεράσει η χώρα µιαν άλλη από τις τάσεις της: εκείνη τη µισο-εθνική, µισο-ψυχολογική τάση της που την εξωθεί ν’ αναπτύσσει διαλεκτικές ψευδο-συνθέσεις.

Μία κοινή άποψη, πολύ κοινή – και πολύ διαδεδοµένη – θέλει την Ελλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων […]

Μπορεί µήπως αυτός ο ναρκισσισµός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγµατώσει (να πραγµατώσει κι όχι να ονειρευθεί την πραγµάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόµη και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί να σπρώξει ως την άκρη την ίδια τη λογική του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική. Δεν τον κινητοποιούν παρά ψυχολογικές αναπαραστάσεις που εξαντλούνται στη «γεύση» της καθηµερινής ζωής και δονούν κυρίως τις αισθήσεις των φιλήδονων. Ολα τούτα δεν µπορούν να εγερθούν σε βλέψεις αντάξιες ενός συνόλου το οποίο εντάσσεται απαραιτήτως στην ολότητα όλων όσα είναι. Το τοπικό εξαντλείται γρήγορα, όταν δεν είναι ο – έστω και περιορισµένος – τόπος όπου τοποθετείται µια οικουµενικότητα.

Μια ατµόσφαιρα γεµάτη µεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση

Η σκέψη είναι ένα άνοιγµα, κι ένα παράθυρό της είναι η λογική σκέψη. Οι αρχαίοι Ελληνες κατεύθυναν την πρωταρχική (και αναγκαστικά ποιητική) σκέψη προς την ολότητα όλων όσα είναι, οι Βυζαντινοί την εναρµόνισαν µε το χριστιανισµό και οι Νεοέλληνες την αγνοούν. Διαθέτουν οπωσδήποτε ζωηρή (πολύ ζωηρή) ευφυΐα. Εχοντας ακόρεστη περιέργεια λατρεύουν την πληροφόρηση και καταβροχθίζουν κάθε νεωτερισµό, ενώ κι ένας αρκετά αξιόλογος αριθµός οιονεί ιδιοφυών εκδηλώνεται στη δηµοκρατία του δρόµου. Ωστόσο, λείπει ο λόγος.

Οι Νεοέλληνες, καθώς αφοµοιώνουν λίγο πολύ την ευρωπαϊκή σκέψη, συλλογίζονται µεν, αλλά δεν σκέπτονται. Η απουσία σκέψης συνιστά απουσία διαµόρφωσης και µορφής, κι έτσι ούτε το ψυχολογικό ούτε το κοινωνικό µπορούν να ξεπεραστούν. Οι σύγχρονοι Ελληνες µοιάζουν ανίκανοι να κατευθύνουν το δικό τους πεπερασµένο προς το άπειρο. Κι ούτε κατορθώνουν να µεταµορφώσουν τη θλίψη των τραγουδιών τους σε λόγια της αγωνίας. Η γλυκύτητα της ζωής, οι χαρές της γιορτής δεν ορθώνονται σε µορφές της Χαράς, επειδή λείπει ο στοχασµός. Ακόµη και µια παράξενη χαρά της ζωής µπερδεύεται κατά περίεργο τρόπο µε µιαν ορισµένη µελαγχολία, κι όλα αυτά φτιάχνουν µιαν ατµόσφαιρα γεµάτη µεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση, χωρίς εµβέλεια οικουµενική.

Γιατί η σκέψη δεν εκδηλώνεται στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι δύσκολη η απάντηση σε κάθε ερώτηση που αρχίζει µε ένα απότοµο «γιατί;».

Τούτη τη στιγµή προσπαθούµε να σκεφθούµε αυτή την απουσία σκέψης […]

Οι Νεοέλληνες, αντιθέτως, συλλογίζονται και δεν σκέπτονται, µιλούν πολύ και δεν έχουν συντεταγµένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καµιά συνέχεια· βαδίζουν πάνω σ’ ένα δρόµο αλλά δεν πορεύονται. Θα ακολουθήσουν ποτέ τη σχολή της σκέψης και, ξεπερνώντας τη σκέψη της σχολής, θα αποκτήσουν επίσης και µνήµη;

Τα ερωτήµατα που εγείραµε αφορούν εξίσου τόσο τη «δεξιά» όσο και την «αριστερά» που µάχονται η µία την άλλη, αλλά και το «κέντρο» επίσης, όπως εξυπακούεται. Επειδή τα κόµµατα, έστω κι όταν στοχεύουν στο όλον, δεν είναι παρά µόνο «κοµµάτια». Ας πάψουµε να συντηρούµε τη σύγχυση των όρων, όταν το ζήτηµα είναι να θέσουµε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων.

Η µοίρα της σύγχρονης Ελλάδας είναι µία µοίρα: θετική ή αρνητική, µπορεί ν’ αντιµετωπισθεί είτε ως µοίρα προνοιακή είτε ως η µοίρα ενός καθυστερηµένου λαού τον οποίο εκµεταλλεύονται οι ιµπεριαλιστικές δυνάµεις.

Η Ελλάδα είναι ελληνική: είτε συνθέτει εθνική ενότητα, µια ράτσα, είτε το µελλοντικό µέλος µιας µελλοντικής Συνοµοσπονδίας. Η µοίρα της είναι νεωτερική: είτε βρίσκεται κάτω απ’ το σηµάδι της αναζήτησης του θεµελίου είτε κάτω απ’ το σηµάδι της πάλης των τάξεων ή των κρατών. Η σύγχρονη Ελλάδα, όπως κι αν αντιµετωπίζεται, εθνικά ή κοινωνικά, φυλετικά ή πολιτισµικά, δεν µπορεί να είναι δίχως µοίρα στους κόλπους του σύγχρονου κόσµου. Παραµένει εντούτοις πρόβληµα: από το α ως το ω.

Το ερώτηµα το οποίο µας θέτει είναι καίριο: ο κατακερµατισµός εποµένως των απαντήσεων θα σήµαινε ότι δεν εισακούεται η ερώτηση. Οι επιµέρους λύσεις που επιβάλλονται είναι, φυσικά, πολυάριθµες και αφορούν την οικονοµία και την πολιτική, το δίκαιο και την παιδεία, τη συνείδηση και την τεχνική. Ολες αυτές οι επιµέρους λύσεις έχουν θεµελιωδώς ανάγκη θεµελίου. Το είναι της Ελλάδας συµπίπτει µε το θεµέλιο αυτό.

Η Ελλάδα οφείλει επίσης ν’ αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήµατα: ν’ αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δοµής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της· οφείλει ν’ αποκτήσει µια γνώση και ν’ αναπτύξει τις επιστήµες. Αφήνοντας κατά µέρος την αυταρέσκειά της, θα περάσει µήπως στο στάδιο της προσπάθειας και της συνέπειας; Θα εκτιναχθεί – σαν µεταλλικό ελατήριο πιεσµένο από καιρό – προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης; Θα γνωρίσει τη χαρά της αποτελεσµατικής έντασης και την αληθινή θλίψη της κακιάς ώρας; Στους κόλπους του νεωτερικού Κόσµου που κυριαρχείται από τις µεγάλες δυνάµεις, µε ποιον τρόπο θα εδραιώσει η Ελλάδα την αρµονία ανάµεσα στη δύναµη και την αδυναµία της; Και για να ιδιοποιηθεί το είναι της, µήπως πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο; Θα µπορέσει να εξασφαλίσει τη θέση της στον κόσµο χωρίς να εγκαταλείψει τη φύση της και θα ξέρει µε ποιον τρόπο να διατηρήσει την ισορροπία ανάµεσα στην φύσιν και την τέχνην;

***

Κώστας Αξελός Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Αθήνα, 2010, εκδόσεις Νεφέλη. 

Πηγή: antikleidi.com

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Υπάρχουν ανθρώπινες φυλές; Τι μας απαντά η Βιολογία; (του Γιάννη Μανέτα)

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Όπως προδίδει και η καθομιλούμενη γλώσσα, η κοινή γνώμη πιστεύει στο είδος μας υπάρχουν φυλές. Και συνηθίζει να κατατάσσει τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα του δέρματος.

Όμως, ακόμη και με αυτό το κριτήριο, ένας προσεκτικός παρατηρητής θα αντιλαμβανόταν ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ μαύρων και λευκών, αλλά μια συνεχής διαβάθμιση  με το χρώμα του δέρματος να γίνεται σκουρότερο από τους πόλους προς τον ισημερινό.

Δεν διαθέτουμε κανένα πειστήριο, φαίνεται όμως ότι το χρώμα του δέρματος εκείνων των πρώτων αποικών που εγκατέλειψαν την Αφρική πριν από 50.000 χρόνια πρέπει να ήταν σκούρο. Κατά τις μετακινήσεις τους, οι ανθρώπινες ομάδες συναντούσαν διαφορετικά περιβάλλοντα, στα οποία προσαρμόζονταν, με αποτέλεσμα την πολυμορφία που βλέπουμε σήμερα. Η απόκτηση όλο και ανοιχτότερου δέρματος ήταν μια αναγκαστική προσαρμογή στην πορεία προς τον Βορρά.

Τα ανθρωποειδή πρωτεύοντα, που, με εξαίρεση τον άνθρωπο είναι όλα τριχωτά, έχουν ανοιχτό χρώμα δέρματος. Δεν γνωρίζουμε πότε ο άνθρωπος έχασε το τρίχωμά του. Η απώλεια αυτή μπορεί να ήταν ευεργετική στο ζεστό κλίμα της Αφρικής, ιδιαίτερα εάν συνέβη την εποχή που οι πρόγονοί μας υιοθετούσαν τη δίποδη βάδιση και όδευαν από το δάσος προς τη σαβάνα. Η δίποδη βάδιση διευκολύνει τις μακρές πορείες, οι οποίες όμως ζεσταίνουν. Έτσι, η απώλεια του τριχώματος ενδεχομένως να είχε προσαρμοστική αξία, δεδομένου ότι διευκολύνει την εξάτμιση νερού, μέσω της εφίδρωσης, και χαρίζει ανακουφιστική δροσιά.

Ωστόσο, χωρίς τρίχωμα, το δέρμα κινδυνεύει από τις βλαβερές υπεριώδεις ηλιακές ακτίνες, που είναι εντονότερες στα μικρά γεωγραφικά πλάτη. Χωρίς υπεριώδη ακτινοβολία, όμως, το δέρμα δεν μπορεί να παραγάγει βιταμίνη D, η οποία είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική ανάπτυξη. Επομένως, ο βαθμός προστασίας του δέρματος, είτε με τρίχωμα είτε με μελανίνη, πρέπει να είναι τόσος, ώστε να συμβιβάζει τις δύο αντίθετες ανάγκες: την ικανοποιητική θωράκιση απέναντι στην υπεριώδη ακτινοβολία και την επαρκή τροφοδοσία με βιταμίνη D.

Κατά την πορεία λοιπόν προς τον Βορρά, οι άτριχοι αλλά σκουρόχρωμοι πρόγονοί μας συναντούν περιβάλλοντα με όλο και χαμηλότερες εντάσεις υπεριώδους ακτινοβολίας. Το σκούρο δέρμα  εδω δεν είναι μόνο περιττό, αλλά και επιζήμιο, μια και τα υψηλά επίπεδα μελανίνης δεν επιτρέπουν στη χαμηλή υπεριώδη ακτινοβολία να διεισδύσει στις στιβάδες εκείνες του δέρματος όπου γίνεται η σύνθεση της βιταμίνης D.

Μεταλλάξεις λοιπόν που μειώνουν τη στις μελανίνη ευνοούνται από το νέο περιβάλλον και σταδιακά καθιερώνονται. Αυτή είναι η βιολογική και περιβαλλοντική βάση της χρωματικής μας ποικιλομορφίας. Και είναι ο λόγος που οι σημερινοί Αφρικανοί πρέπει να προσέχουν την περιεκτικότητα της τροφής τους σε βιταμίνη D όταν μεταναστεύουν στον Βορρά, ενώ οι βόρειοι να καλύπτουν το δέρμα τους όταν ακολουθούν την αντίθετη πορεία. 

Το χρώμα του δέρματος ελέγχεται από ελάχιστα γονίδια. Το ίδιο  και πολλοί άλλοι χαρακτήρες, οι οποίοι κατανέμονται άνισα στις διάφορες ανθρώπινες ομάδες, ελέγχουν περισσότερο ή λιγότερο ορατές λειτουργίες και σχετίζονται περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς με κάποια περιβαλλοντική ανάγκη.

Υπάρχει άραγε λόγος να  κατατάξουμε σε διαφορετικές «φυλές» τους Μεσογειακούς και τους κεντροευρωπαϊκούς λαούς, επειδή οι πρώτοι έχουν σε πολύ μεγάλα ποσοστά τα γονίδια που τους προστατεύουν από την ελονοσία? Αποτελούν μήπως ξεχωριστή «φυλή» οι λαοί που μπορούν να πιουν γάλα επειδή διαθέτουν τα γονίδια ανοχής στη λακτόζη(ανατολική και βόρεια Αφρική, νοτιοδυτική Ασία, Ευρώπη, Μογγολία)? Θα κατατάσσατε σε τρεις διαφορετικές φυλές τους Ινδούς, με βάση τις ομάδες αίματος;

Παράλογο, θα πουν πολλοί. Το ίδιο υποστηρίζει και η επιστημονική κοινότητα, που διακρίνει μεν συνεχείς διαβαθμίσεις στην κατανομή πολλών γονιδιακών ομάδων μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική προέλευση, αλλά όχι υποείδη, φυλές ή «ράτσες». Η σύγχρονη βιολογία απορρίπτει τον ρατσισμό με επιστημονικά επιχειρήματα, και όχι απλώς από πολιτική ορθότητα

Το χρώμα του δέρματος οφείλεται σε έναν απλό γενετικό πολυμορφισμό, όπως οι ομάδες αίματος και η ικανότητα πέψης του γάλακτος.

Γιάννης Μανέτας «Η ζωή σήμερα, άλλοτε, αλλού και στο μέλλον» . Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Πηγή: antikleidi.com

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Η δικτατορία της υποχρεωτικής ευτυχίας

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Η διαρκής αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας υπονομεύει τη σταθερότητα των ανθρώπινων και κοινωνικών δικτύων αφού οι άνθρωποι παύουμε να βλέπουμε και να υπολογίζουμε και να συναισθανόμαστε τους συνανθρώπους μας – οι επισημάνσεις δύο έγκριτων κοινωνιολόγων-ψυχολόγων.
Πλέον ζούμε υπό ένα άτυπο δικτατορικό καθεστώς ευτυχίας. Η επιδίωξη της διαρκούς ικανοποίησης διέπει κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι καταλήγουν να νιώθουν αναγκασμένοι να αισθάνονται και να σκέφτονται αποκλειστικά θετικά. Τα τελευταία χρόνια η ευτυχία δεν αποτελεί μόνον δικαίωμα όλων των ανθρώπων αλλά και υποχρέωσή τους. Η αποτυχία και η δυστυχία δεν αντιμετωπίζονται ως ενδεχόμενα, έτσι είμαστε όλοι καταδικασμένοι να είμαστε επιτυχημένοι και πάντα ευτυχισμένοι.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έκανε την εμφάνισή της στις ΗΠΑ και μια νέα «επιστήμη της ευτυχίας», βάση της οποίας αποτελεί η αποκαλούμενη θετική ψυχολογία. Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, γιατροί και σύμβουλοι προσωπικής ανάπτυξης (life coaching), διασημότητες τύπου Οπρα Γουίνφρεϊ και πάσης φύσεως ειδικοί είναι έτοιμοι να μας διδάξουν πώς να είμαστε ευτυχισμένοι. Σύμφωνα, ωστόσο, με τη διακεκριμένη κοινωνιολόγο Εβα Ιλούζ, καθηγήτρια στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ, και τον ισπανό ψυχολόγο Εντγκαρ Καμπάνας, συγγραφείς του δοκιμίου «Happycratie. Comment l’industrie du bonheur a pris le contrôle de nos vies» (Ευτυχιοκρατία – Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας ελέγχει τις ζωές μας), το διαρκές κυνήγι της ευτυχίας επιφέρει πλήθος επιπτώσεων –πολιτικών, ιδεολογικών, επιστημονικών και οικονομικών–, κυρίως επειδή η διαρκώς αναπτυσσόμενη βιομηχανία της υποχρεωτικής ευτυχίας συνέβαλε στη μετατόπιση πολλών ευθυνών από την κοινωνία στους ανθρώπους.

«Το κίνημα της θετικής ψυχολογίας υποστηρίζει πως η ευτυχία αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα προσωπικών επιλογών, ότι ο καθένας μπορεί, με την αρωγή των ειδικών και την επεξεργασία των σκέψεων και των συναισθημάτων του, να γίνει ευτυχισμένος και πως μια φυσιολογική ζωή δεν εξαρτάται από την απουσία δυσκολιών και από το πώς αισθάνεται ο καθένας, αλλά από τη διαρκή επιδίωξη να αισθανόμαστε διαρκώς ολοένα πιο ευτυχισμένοι» σημείωσαν οι ίδιοι, μιλώντας στη La Repubblica, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου τους στην Ιταλία (στην Ελλάδα αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πόλις). Υπογράμμισαν επίσης πως οι υποθέσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η θετική ψυχολογία είναι περισσότερο ιδεολογικές παρά επιστημονικές. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε να μετατραπεί η αναζήτηση της ευτυχίας σε βιομηχανία.

Σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη της θετικής ψυχολογίας διαδραμάτισε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, γιατί έπειτα από περισσότερα από δέκα χρόνια από την εκδήλωσή της, πολλές από τις αρνητικές συνέπειες κατέληξαν να είναι χρόνιες. «Η αίσθηση ανασφάλειας, η απουσία δυνατοτήτων, η αγωνία για το μέλλον έθεσαν τις βάσεις ενώ οι συνθήκες ήταν κατάλληλες ώστε η προτροπή για απόσυρση στον εαυτό μας να κυριαρχήσει στα μυαλά των ανθρώπων. Οπότε η αυξανόμενη ζήτηση και προσφορά θεραπειών, υπηρεσιών και προϊόντων της ευτυχίας θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αιτία και συγχρόνως σύμπτωμα μιας πολιτισμικής τάσης να αναζητάμε εντός μας τα ψυχολογικά κλειδιά και την απαραίτητη θέληση με στόχο να ξεπεράσουμε τις ανασφάλειες» εξήγησαν οι δύο επιστήμονες.

Σε αυτήν την τάση ανήκει και πρακτική της ενσυνειδητότητας (mindfulness) σύμφωνα με την οποία η εσωτερίκευση των προτεραιοτήτων μας αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο ώστε να κερδίσουμε την ευημερία και να εδραιώσουμε τους εαυτούς μας στη φρενήρη πραγματικότητα. Αλλά «όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά και προβάλλονται από τους ειδικούς της ευτυχίας, η πρακτική της ενσυνειδητότητας αντλεί τη δύναμή της από την υπόσχεση ότι αποτελεί πανάκεια για όλα τα ενδημικά προβλήματα του νεοφιλελευθερισμού. Και επιμένει πως οι ρίζες των προβλημάτων πρέπει να αναζητηθούν στους ανθρώπους και όχι στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα».

Ποιος είναι, όμως, ο αντίκτυπος της διαρκούς επιδίωξης της ευτυχίας; Στους χώρους εργασίας «κατέληξε να αποτελεί μια χρήσιμη στρατηγική για την αιτιολόγηση κεκαλυμμένων οργανωτικών ιεραρχιών και την υποταγή των εργαζόμενων στην επιχειρηματική κουλτούρα». Μέσω της επίκλησης της ευτυχίας οι επιχειρήσεις μπόρεσαν να μεταθέσουν τις όποιες ευθύνες στους εργαζομένους τους, καταλογίζοντάς τους ακόμα περισσότερες για τις όποιες αποτυχίες, όχι μόνον τις προσωπικές αλλά και της επιχείρησής τους. Μπορεί να έγιναν πιο αποδοτικοί αλλά «ό,τι καθιστά ευτυχισμένες τις επιχειρήσεις δεν καθιστά απαραίτητα ευτυχισμένους και τους εργαζομένους».

 

Σε ψυχολογικό επίπεδο, η διαρκής αναζήτηση της ευτυχίας επέφερε τη δημιουργία μιας νέας τυπολογίας ανθρώπων, των «κυνηγών» ή «υποχόνδριων» της ευτυχίας, σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς. Πρόκειται για ανθρώπους που καταλήγουν να έχουν εμμονή με τον εαυτό τους και να επιθυμούν να ακυρώσουν πάση θυσία κάθε μελανό στοιχείο της ζωής τους.

Αλλά η δικτατορία της ευτυχίας υπονομεύει και τη σταθερότητα των ανθρώπινων και κοινωνικών δικτύων καθώς, αναζητώντας διαρκώς την προσωπική μας ευτυχία, οι άνθρωποι παύουμε να βλέπουμε και να υπολογίζουμε και να συναισθανόμαστε τους συνανθρώπους μας. Γιατί η προσωπική ευτυχία «είναι μια ατομιστική έννοια και η αναζήτησή της δημιουργεί ένα εμμονικό πλαίσιο διαβίωσης, εντός του οποίου η μοναδική μας έγνοια είναι η ψυχική μας ζωή».

Και αυτό αποτελεί μια άσχημη είδηση και για την ψυχική μας υγεία και για την κοινωνία, προειδοποιούν η Εύα Ιλούζ και ο Εντγκαρ Καμπάνας και εξηγούν τους λόγους. «Στην πρώτη περίπτωση γιατί ο εσωτερικός κόσμος δεν αποτελεί έναν τόπο όπου θα θέλουμε να ζούμε διαρκώς. Μελέτες έχουν αποδείξει πως η υπερβολική προσήλωση στον εαυτό μας σχετίζεται με υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης, δυσαρέσκειας, ανησυχίας και ναρκισσισμού».

Σε ό,τι αφορά την κοινωνία, «ο εσωτερικός κόσμος δεν αποτελεί το μέρος όπου μπορούν να επιτευχθούν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Η ευτυχία δεν είναι μόνον κομφορμιστική καθώς προωθεί επίσης την επικίνδυνη αντίληψη πως όταν οι περιστάσεις είναι δύσκολες, ο καθένας θα πρέπει να ανησυχεί μόνον για τον εαυτό του και ότι ο καθένας παθαίνει ότι του αξίζει. Η ευτυχία μάς καθιστά υπεύθυνους για την ύπαρξή μας, κάνοντας μας να πιστεύουμε πως αποτελεί επιλογή, αλλά η πεποίθηση αυτή εμπεριέχει μια αρνητική πλευρά. Εάν η ευτυχία αποτελεί επιλογή, αυτό συνεπάγεται πως επιλογή αποτελεί και η δυστυχία. Εάν οι καταθλιπτικοί, οι αποτυχημένοι, οι ναρκομανείς, οι άνεργοι δεν είναι ευτυχισμένοι, αυτό οφείλεται στο ότι δεν προσπάθησαν αρκετά».

Η επιδίωξη της ευτυχίας αλλά και η κυριαρχία των social media συχνά οδηγεί και στην παραποίηση της πραγματικότητας αλλά και της απώλειας του εαυτού μας, φαινόμενο που πλέον παρατηρείται σε όλον τον κόσμο και ειδικά μεταξύ της νεολαίας. «Για τους έφηβους η ευτυχία κατέληξε να αποτελεί υποχρέωση. Πρέπει με κάθε κόστος να δείχνουν ευτυχισμένοι και αυτό ξεπερνά κάθε πολιτισμικό, κοινωνικό και φυλετικό πλαίσιο. Αφορά αδιακρίτως όλες τις νέες γενιές. Υφίσταται ένα καταπιεστικό αίτημα για τη δημιουργία και την κοινοποίηση στη συνέχεια, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μιας αποκλειστικά θετικής εκδοχής του εαυτού».

Οσον αφορά την ποινικοποίηση των αρνητικών συναισθημάτων, «η επιστήμη της ευτυχίας προώθησε την ιδέα σύμφωνα με την οποία τα συναισθήματα μπορούν να χωριστούν σε θετικά (καλά) και σε αρνητικά (κακά). Αυτός είναι ένας αυστηρός διαχωρισμός ο οποίος παραβλέπει πως σε ό,τι αφορά τα συναισθήματα, εάν θέλουμε να τα κατανοήσουμε πραγματικά δεν μπορούμε να τα διαχωρίζουμε. Η οργή μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές επιλογές και να επιφέρει ταπεινώσεις, αλλά καθιστά δυνατή την εναντίωση στην εξουσία και ενισχύει τις διαπροσωπικές σχέσεις ενώπιον συλλογικών αδικιών και απειλών. Οι επιστήμονες της ευτυχίας παρουσιάζουν την απογοήτευση, τη δυσαρέσκεια και το μίσος ως αποτυχίες κατά το σχηματισμό της ψυχής. Αποτελούν, ωστόσο, θεμελιώδη συναισθήματα για τη δημιουργία κοινωνικών δυναμικών όπως τα συλλογικά κινήματα και η συνοχή των ομάδων. Η ιδεολογία της θετικότητας καταλήγει έτσι να αποτελεί ένα συντηρητικό πολιτικό εργαλείο», υπογράμμισαν, ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή τους οι δύο ακαδημαϊκοί.
_______________________

Πηγή: protagon.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...
web design by