Ραφαηλίδης (2 άρθρα)

Βασίλης Ραφαηλίδης – Για την Ειρήνη

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Χαρακτικό Τάσσου

Οι αρχαίοι Έλληνες —που είναι τόσο αρχαίοι που μόνο από αταβισμό ή από δημαγωγική πρόθεση θα τους ονομάζαμε “προγόνους”-μας –  λέγοντας “ειρήνη” ή “ειράνα” ή “ιράνα”, ανάλογα με τη διάλεκτο, εννοούσαν την κατάσταση ησυχίας, ομόνοιας και αρμονικής σχέσης ανάμεσα σε ανθρώπους, λαούς ή κράτη, που επικρατεί στο μεταξύ δύο πολέμων χρόνο. Μ’ άλλα λόγια, οι δημιουργοί της Λογικής δεν πίστευαν στη “διαρκή ειρήνη”, αφού όριζαν την ειρήνη σαν ένα είδος διαλείμματος ανάμεσα σε δύο πολέμους.

Φυσικά, εύχονταν τα διαλείμματα να είναι όσο το δυνατόν πιο μεγάλα, όμως αυτή η πανάρχαιη ευχή είναι και θα παραμείνει στον αιώνα τον άπαντα μια ευχή, εφόσον δεν εξαλειφθούν οριστικά τα αίτια του πολέμου που είναι πάντα οικονομικά.

Και ως γνωστόν, στη μαγεία της ευχής καταφεύγουν κυρίως οι παπάδες, που ξέρουν πολλές και θεϊκά κατοχυρωμένες ευχές, καθώς και οι απελπισμένοι, που η απελπισία τους δεν τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά το μυαλό-τους.

Οι γιορτές εν γένει έχουν κάτι το θλιβερό καθώς μας κάνουν να συνειδητοποιούμε την ύπαρξη του χρόνου, δηλαδή του θανάτου, κι αυτός είναι ο λόγος που στις γιορτές ανταλλάσουμε ευχές αφειδώς. Οι γιορτές για την ειρήνη έχουν επίσης κάτι το θλιβερό, αφού δε θα ήταν δυνατόν να γίνουν αν δεν υπήρχε πόλεμος ή απειλή πολέμου, αν δεν υπήρχε δηλαδή ένας βίαιος, διατεταγμένος ή “επίσημος” θάνατος.

(Στην επίσημη γλώσσα, το βάρβαρο ρήμα “σκοτώνομαι ” το μεταβαφτίζουν ταχυδακτυλουργικά σε “πέφτω”, λες κι ο δύστυχος στρατιώτης σκόνταψε σε μια πέτρα ριγμένη από το Θεό στο πεδίο της μάχης κι έπεσε σέκος).

Οι αρχαίοι Έλληνες, για να δώσουν στην ειρήνη τη σταθερότητα που της έλειπε εξαιτίας της ύπαρξης των πολέμων που την έκαναν πάντα ασταθή και αβέβαιη, την ταύτισαν με την έννοια του Νόμου.

 

Ο Νόμος είναι μια έννοια απόλυτα κυρίαρχη στη σκέψη των Ελλήνων και σημαίνει καταναγκαστική και γενικής ισχύος εντολή, που η παραβίασή-της συνεπάγεται ολική αποδιάρθρωση και πλήρη καταστροφή. (Οι τραγικοί ήρωες καταστρέφονται πάντα γιατί καταπατούν το Νόμο).

Στη σκέψη των Ελλήνων δεν είναι σαφές αν ο Νόμος έχει ανθρώπινη ή θεϊκή καταγωγή και εν πάση περιπτώσει τούτος ο Νόμος δεν έχει καμιά σχέση με το σημερινό νομοθέτημα. Νόμος γι’ αυτούς είναι το καθετί που, αφενός κάνει ευτυχέστερο το άτομο και αφετέρου δίνει λογικές και γενικά παραδεκτές ερμηνείες των κοινωνικών γεγονότων.

Ο Νόμος είναι η επιθυμητή κατάσταση της απόλυτης ισορροπίας και ευστάθειας, που είναι το μεγάλο ιδανικό των Ελλήνων, γνωστό περισσότερο από την κατηγορηματική απαίτηση για αρμονία στην τέχνη-τους.

Ο Νόμος συνεπώς είναι η Υπέρτατη Αρμονία, που το χάλασμά-της συνεπάγεται οπωσδήποτε θάνατο.

(Τον Σωκράτη τον σκότωσαν γιατί προσπάθησε να διαταράξει τούτη την αρμονία εισάγοντας “καινά δαιμόνια” στο ισχύον κοινωνικό και φιλοσοφικό σύστημα.)

Ο Νόμος προϋποθέτει την ομόνοια, που σημαίνει “κοινή κατανόηση”, κοινή αποδοχή από τους πάντες μιας άποψης, όμοιος τρόπος του σκέπτεσθαι όσον αφορά κάποιες έννοιες που έχουν ισχύ αξιώματος. (Η αντίθετη της “ομόνοιας” έννοια είναι η “στάσις” και οι μη ομονοούντες είναι οι “στασιαστές”).

Νόμος, αρμονία, ειρήνη, ομόνοια είναι λέξεις περίπου συνώνυμες στη γλώσσα των Ελλήνων και συχνά χρησιμοποιούνται αδιάκριτα. Από τότε στην ιδεαλιστική σκέψη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα.

Λοιπόν οι αρχαίοι-μας “πρόγονοι” αναγνωρίζοντας την αξία της ειρήνης, της έριξαν από δίπλα και μια θεά —προστάτιδα, που την ονόμασαν Ειρήνη.

Παρά το γεγονός πως τούτο το Ρηνάκι ήταν κόρη του Δία και της Θέμιδας κι αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσαν το αδερφικό τρίδυμο των Τριών Ωρών, η Ειρήνη παράμεινε μια εντελώς δευτερεύουσα θεότητα. Απόδειξη, το γεγονός πως της πρόσφεραν θυσίες, αναίμακτες φυσικά, μόνο στις ασήμαντες γιορτές των Συνοικιών. Που σημαίνει πως η ειρήνη ήταν και παραμένει μια υπόθεση συνοικιακή, δηλαδή λαϊκή, δηλαδή άσχετη προς τα “κέντρα λήψεως αποφάσεων”, όπως είναι η Κυβέρνηση και το Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Οι αρχαίοι-μας “πρόγονοι” γνώριζαν, ακόμα, πως η ειρήνη έχει κάποια σχέση με τον πλούτο. Αλλά αυτό δεν αποτελούσε “επίσημη” άποψη, διότι οι σοφοί αρχαίοι-μας “πρόγονοι” ήξεραν πως και ο πόλεμος είναι επίσης πηγή πλούτου και μάλιστα πολύ πιο σημαντική. (Μαυραγορίτες και έμποροι όπλων υπήρχαν και τότε).

Όμως, από τότε που ένας καλλιτέχνης, ο γλύπτης Κηφισόδοτος, έβαλε στην αγκαλιά της θεάς Ειρήνης το θεό Πλούτο, που τον πήρε από άλλο μύθο, ο κόσμος άρχισε να πιστεύει σιγά σιγά πως ο πλούτος είναι όντως υιός της ειρήνης. (Οι καλλιτέχνες έχουν την τάση να προκαλούν τρομερά μπερδέματα). Προτείνουμε τούτο το άγαλμα του Κηφισόδοτου να γίνει το σύμβολο της “ειρηνικής συνύπαρξης” ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.

Πέρα από τους μύθους και τα σύμβολα, οι ‘Ελληνες, πάντα λογικοί μέχρι παραλογισμού, ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν στην ειρήνη και ένα περιεχόμενό περισσότερο σαφές και συγκεκριμένο. Όμως, δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά. Άλλωστε, κανείς δεν τα κατάφερε μέχρι σήμερα να δώσει έναν καθαρό και στρογγυλό ορισμό της λέξης “ειρήνη”. Κι έτσι η ειρήνη κρατείται μονίμως στη σκοτεινή περιοχή του ευχολογίου.

Οι ιδεαλιστές συνεχίζουν να θεωρούν την ειρήνη συνέπεια και αποτέλεσμα της ομόνοιας, δηλαδή της ομοφροσύνης, του κοινώς σκέπτεσθαι. Όμως ξέρουμε καλά πως μια τέτοια ομόνοια μόνο η δικτατορία μπορεί να την επιβάλλει πια, από τότε που ο Νόμος αντικαταστάθηκε από το νόμο των ανθρώπων. Η ομόνοια, συνεπώς και η ειρήνη, είναι αδύνατη εφόσον ο πλούτος δε μοιράζεται στους ανθρώπους σχολαστικά δίκαια. Συνεπώς, η “διαρκής ειρήνη”, τούτο το παμπάλαιο και παμμέγιστο ιδανικό θα γίνει πραγματικότητα μόνο αν σταματήσει η ανισότητα.

Από την εποχή των Ελλήνων και μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν πολλά ειρηνευτικά συστήματα, που όλα απέτυχαν παταγωδώς, γιατί εξαρτούσαν την ειρήνη από αφηρημένες έννοιες. Τα κυριότερα απ’ αυτά τα συστήματα είναι το προγενέστερο του ελληνικού Νόμου εβραϊκό Σαλόμ, η Παξ Ρομάνα, η Παξ Κρίση, το γερμανικό Φρίντου, η Βασιλική Ειρήνη και η Νομικιστική Ειρήνη (η σύγχρονη ιδεαλιστική άποψη για την ειρήνη). Αξίζει να δούμε κι αυτά τα συστήματα, μια άλλη φορά. Θα έχουμε έτσι μια σαφέστερη αντίληψη για το γεγονός πως η ειρήνη δε θα κερδηθεί ούτε με ευχές, ούτε με προσευχές, ούτε με νόμους θεϊκούς ή ανθρώπινους. Θα κερδηθεί μόνο με την εξαφάνιση από προσώπου γης και του τελευταίου εκμεταλλευτή.

Ο Μαρξ έδωσε ένα σαφέστατο ορισμό του πολέμου, αλλά η ειρήνη δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα σαν έννοια, με αύταρκες περιεχόμενο, όπως ακριβώς και τους αρχαίους ’Ελληνες.

Σωστότερο είναι να πούμε πως ο Μαρξ όρισε την ειρήνη με απόλυτη ακρίβεια σαν το αντίθετο του πολέμου, αλλά ο αρνητικός ορισμός δεν είναι ποτέ σαφής ορισμός. (Όταν λες “τι δεν είναι” δε λες αναγκαστικά και “τί είναι”.)

Πάντως, ο διαλεκτικός Μαρξ είχε δίκιο από τη μεριά της διαλεκτικής: Όταν διαφοροποιηθεί ο πρώτος όρος μιας διαλεκτικής σχέσης διαφοροποιείται αυτομάτως και ο δεύτερος.

Έτσι αν εξαφανιστεί ο πόλεμος, θα εξαφανιστεί αναγκαστικά και η ειρήνη, δηλαδή δε θα υπάρχει πια λόγος να χρησιμοποιούμε τη λέξη ειρήνη, αφού θα ζούμε σε μια διαρκή κατάσταση ανυπαρξίας πολέμου.

Μ’ άλλα λόγια, μιλούμε για ειρήνη διότι υπάρχει πόλεμος και μιλούμε για πόλεμο διότι υπάρχει ειρήνη: Η μια έννοια είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Έτσι έχουν τα πράγματα από τη διαλεκτική-τους άποψη.

Όμως, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε τί είναι μια “ειρήνη καθεαυτή”, άσχετα από την αναγκαία σχέση της με τον πόλεμο. Εδώ έχουμε βέβαια μια θεωρητική αφαίρεση, που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα: Η “ειρήνη καθεαυτή” δε σημαίνει τίποτα ή μάλλον σημαίνει πολλά μόνο για τα μεταφυσικά συστήματα και κυρίως το χριστιανισμό. Ωστόσο, τούτη η οντολογική τοποθέτηση του προβλήματος της ειρήνης, δηλαδή μια σταθερή, αμετάβλητη και αιώνια οντότητα που λέγεται “ειρήνη” δηλώνει, τουλάχιστον, τον αμετακίνητο πόθο του ανθρώπου για οριστική και σταθερή κατάκτηση αυτού του πολυτίμου αγαθού.

***

Κείμενα στο Έθνος – Β.Ραφαηλίδης – 12/12/82

Πηγή: antikleidi.com

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Β. Ραφαηλίδης – Η ελληνικότητα της Μακεδονίας και οι Σκοπιανοί

| 0 ΣΧΟΛΙΑ
 

 

Από ιστορικής απόψεως, την ελληνικότητα της Μακεδονίας δεν την αμφισβήτησε ποτέ κανείς στα σοβαρά. Το αρχαίο και ένδοξο κράτος των Μακεδόνων ήταν όντως ελληνικό. Αυτό που αμφισβητούν οι Σκοπιανοί είναι το δικαίωμα της μονοχρησίας του ονόματος Μακεδονία.

Δηλαδή του ονόματος μιας περιοχής τα σαφή γεωγραφικά και εθνολογικά όρια της οποίας είναι απολύτως αδύνατο να καθοριστούν, δεδομένου ότι οι αρχαίοι λαοί δεν είχαν σύνορα, με τη νομική έννοια που έχει ο όρος σήμερα.

Στην αρχαιότητα, τα σύνορα ήταν πάντα φυσικά: αδιάβατοι ποταμοί, απάτητα όρη και πάσης φύσεως φυσικά εμπόδια, που υποχρέωναν τους λαούς να αναπτύξουν τις πολιτιστικές τους ιδιομορφίες, και συνεπώς να εμφανιστούν ως ευδιάκριτες εθνότητες, κατ’ αρχήν εντός φυσικά καθορισμένων γεωγραφικών ορίων, απ’ τα οποία θα μπορούσαν, βέβαια, να ξεφύγουν με τους αποικισμούς και τις μεταναστεύσεις, αλλά όταν ήδη η εθνική συνείδηση είχε ήδη διαμορφωθεί στην αρχική εθνική κοιτίδα. Αν αυτό δε συμβεί, τότε μια ομάδα μεταναστών ή αποίκων, δημιουργεί καινούργια, δική της εθνική συνείδηση.

Όπου τα φυσικά εμπόδια δεν αποτελούσαν πρόβλημα είτε γιατί δεν υπήρχαν καν είτε γιατί η πείνα, η επιμονή, ή η ανάπτυξη του πολιτισμού τα καταργούσαν εύκολα, τα σύνορα ήταν εκεί που ήταν οι φρουροί των συνόρων: Οι Βόλχοι (Βλάχοι) κατά τα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι Ακρίτες στη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Κοζάκοι στη Ρωσική Αυτοκρατορία των Τσάρων. Αν οι φρουροί των συνόρων υποχωρούσαν, υποχωρούσαν μαζί τους και τα σύνορα. Η νομική έννοια των συνόρων, δηλαδή οι συμφωνίες που γίνονται ανάμεσα σε γειτονικά κράτη για το πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο και η συνακόλουθη χάραξη διαχωριστικών γραμμών επί του χάρτου, είναι υπόθεση πάρα πολύ μεταγενέστερη.

Να, λοιπόν, γιατί είναι απολύτως αδύνατο να οριστούν τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας. Η ιστορία της περιοχής που φέρει αυτό το ιστορικό όνομα είναι τόσο παλιά και τα φυσικά ή στρατιωτικά της όρια έχουν αλλάξει τόσες πολλές φορές απ’ το 1000 π.Χ. μέχρι σήμερα, που κανείς πια δεν ξέρει τι είναι και τι δεν είναι Μακεδονία από γεωγραφικής και εθνολογικής απόψεως. Άλλα ήταν τα όριά της και οι λαοί της επί Φιλίππου, άλλα επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, άλλα στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άλλα στα χρόνια της τουρκικής κατάχτησης, άλλα στην πριν τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1913) περίοδο, και άλλα σήμερα. Όπως όλα τα σύνορα, αλλά περισσότερο απ’ όλα στην Ευρώπη αυτά της Μακεδονίας είναι εξόχως «ελαστικά», και κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια περιοχή θα ονομάζουν Μακεδονία οι γεωγράφοι της τρίτης χιλιετίας που έρχεται.

Τα παραπάνω σημαίνουν πως η σημερινή ελληνική Μακεδονία είναι μέρος μόνο μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, που αναμφισβήτητα περιλαμβάνει και την περιοχή των Σκοπιών, αφού ήταν κι αυτή Μακεδονία, τόσο κατά την ελληνική αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο, όσο και κατά την περίοδο της τουρκικής κατοχής των Βαλκανίων.

 

Συνεπώς, το πρόβλημα δεν είναι να καταλάβουμε τι είναι και τι δεν είναι Μακεδονία από ιστορικής και γεωγραφικής απόψεως (το πρώτο το ξέρουμε, το δεύτερο δε θα το μάθουμε ποτέ με ακρίβεια), αλλά ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι Μακεδόνες. Φυσικά, για τους σημερινούς Μακεδόνες της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας δε γεννάται πρόβλημα. Είναι Μακεδόνες γιατί είναι Έλληνες και γιατί κατοικούν σε μια περιοχή όπου πάντα υπήρχαν Έλληνες. Η λέξη Έλλην είναι έννοια γένους, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Η λέξη Μακεδών είναι έννοια είδους, πάλι κατά τον Αριστοτέλη. Μ’ άλλα λόγια η έννοια Έλλην είναι ευρύτερη της έννοιας Μακεδών. Δεν είναι όλοι οι Έλληνες Μακεδόνες, αυτό είναι αυτονόητο.

Από πολιτιστικής και όχι γεωγραφικής ή ιστορικής απόψεως, οι Μακεδόνες δεν μπορεί παρά να είναι Έλληνες. Όσοι Μακεδόνες μετέχουν του ελληνικού πολιτισμού, δεν μπορεί παρά να είναι και σήμερα Έλληνες, όπως ήταν πάντα από πολιτιστικής απόψεως, το τονίζω. Συνεπώς, Μακεδόνες δεν είναι αυτοί που κατοικούν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, τα όρια της οποίας είναι ευμετάβλητα κατ’ ανάγκην, αλλά αυτοί που μετέχουν σ’ έναν συγκεκριμένο πολιτισμό, που λέγεται μακεδονικός, και που σαν τέτοιος δεν μπορεί παρά να είναι ελληνικός κατά κύριο λόγο.

Όμως, η λέξη Ελλάδα, με μια γεωγραφική έννοια, δεν είναι ούτε έννοια γένους ούτε έννοια είδους σε σχέση με τη λέξη Μακεδονία. Διότι, το είπαμε, καμιά γεωγραφική έννοια δεν παραμένει σταθερή. Αλλά και γιατί κανένας τόπος δεν γεννάει άλλον τόπο, έτσι αυτόματα και ερήμην των ανθρώπων που κατοικούν σ’ αυτόν. Η σημερινή Ελλάδα και η σημερινή ελληνική Μακεδονία, από γεωγραφικής απόψεως δεν είναι όμοιες με τις περιοχές που στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι. Ενώ δεν έχουμε ιδέα ποια θα είναι η γεωγραφική τους μορφή στο μέλλον. Όμως, ξέρουμε σαφώς τι είναι η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός.

Και η απόφανσή μας για την ελληνικότητα μιας γεωγραφικής περιοχής δεν μπορεί παρά να γίνεται βάσει πολιτιστικών και όχι γεωγραφικών παραμέτρων. Άλλωστε, από εθνικής απόψεως συμφέρει να χρησιμοποιούμε μόνο τις πολιτισμικές παραμέτρους, διότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσει στο μέλλον ο ελληνικός πολιτισμός. Εκτός κι αν αναμένουμε παραπέρα συρρίκνωσή του, οπότε για την υποστήριξη των «εθνικών μας συμφερόντων», καταφεύγουμε στα ασταθή γεωγραφικά και τα βλακώδη αιματολογικά επιχειρήματα.

Το όνομα Μακεδονία που χρησιμοποιούν οι Σκοπιανοί για τη Δημοκρατία τους, δεν το πρωτοχρησιμοποίησε ο Τίτο. Μακεδονία ονόμαζαν οι Τούρκοι μια ευρύτατη περιοχή που εκτός της ελληνικής περιλάμβανε και την περιοχή των Σκοπιών, καθώς και ένα κομμάτι της Βουλγαρίας. Από την αρχαιότητα και μέχρι την επιτυχή για τους Έλληνες και τους Σέρβους έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων το 1913 δεν υπήρχε πρόβλημα ελληνικής, ή βουλγαρικής, ή σερβικής Μακεδονίας, για τον απλό λόγο πως ολόκληρη αυτή η περιοχή περνάει αδιαλείπτως απ’ τη μία (πολυεθνική) αυτοκρατορία στην άλλη. Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή κι απ’ αυτήν στην Οθωμανική. Οι εν λόγω αυτοκρατορίες δεν είχαν κανέναν λόγο να καθορίσουν είτε τα ιστορικά, είτε τα γεωγραφικά, είτε τα πολιτιστικά όρια αυτής της συγκεκριμένης περιοχής, όπως και οποιασδήποτε άλλης εντός των ορίων τους. Το πρόβλημα, λοιπόν, προέκυψε με τον καθορισμό των συνόρων των βαλκανικών κρατών το 1913, ύστερα απ’ την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το κομμάτι της μέχρι τότε ενιαίας, ας την πούμε έτσι, «τουρκικής» Μακεδονίας που πέρασε στη Σερβία το 1913, ονομαζόταν από τότε, είτε Παλαιά Σερβία, είτε Άνω Μακεδονία. Και κανείς Έλληνας τότε δε διαμαρτυρήθηκε για τη χρήση του ονόματος Μακεδονία, προκειμένου για την καινούργια επαρχία της ήδη αυτόνομης Σερβίας. Γιατί στη σέρβική πλευρά ζούσαν ακόμα πάρα πολλές χιλιάδες Ελλήνων. Συνεπώς, από πολιτιστικής απόψεως, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η σέρβική (γεωγραφικά) Μακεδονία ήταν ελληνική (πολιτιστικά), πράγμα που δημιουργούσε την ελπίδα πως θα ήταν δυνατό κάποτε να γίνει και γεωγραφικά ελληνική.

Όμως, με τον καθορισμό των συνόρων το 1913, οι ελληνικοί πληθυσμοί της Βουλγαρίας και της Σερβίας και οι σλαβικοί της Ελλάδας, είτε ανταλλάσσονται, είτε περνούν σιγά σιγά απ’ την άλλη πλευρά των συνόρων. Επί Οθωμανών, όλοι αυτοί ζούσαν σε μια ενιαία περιοχή, που ήταν τούρκικη. Με την μετακίνηση των πληθυσμών, το εθνολογικό πρόβλημα, εν πολλοίς αλλά όχι εντελώς, λύνεται αυτόματα, όπως γίνεται πάντα όταν προκύπτουν καινούργια σύνορα. Που, λίγο ως πολύ, είναι πάντα αυθαίρετα, γιατί είναι αδύνατο να χωριστεί ένας τόπος με ακρίβεια, βάσει εθνολογικών δεδομένων. Άλλωστε, πρόβλημα συνόρων προκύπτει μόνο όταν μια εθνότητα οργανώσει το δικό της κράτος, όπως έχει δικαίωμα βάσει του Διεθνούς Δικαίου, πράγμα που, ωστόσο, μπορεί να μην το διεκδικήσει ποτέ. (Η έννοια κράτος είναι νομική, η έννοια έθνος είναι πολιτιστική, η έννοια χώρα είναι γεωγραφική).

Το πρόβλημα, λοιπόν, με το όνομα Μακεδονία υπάρχει απ’ το 1913 και όχι απ’ το 1945 που ο Τίτο εγκαθίσταται στην εξουσία και, για λόγους δικής του πολιτικής σκοπιμότητας, δημιουργεί την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας, που μέχρι τότε ήταν περιφέρεια της Σερβίας και από πολλούς λεγόταν Μακεδονία. Οι Έλληνες δημαγωγοί ψεύδονται ασύστολα όταν λεν πως δεν μπορούσαν να θέσουν θέμα ονόματος ούτε το 1945 ούτε αργότερα. Διότι, λέει, ο Τίτο ήταν και κομμουνιστής και δικτάτωρ. Και διότι, επιπροσθέτως, ήταν ένας φιλοδυτικός που έπρεπε να τον καλοπιάνουμε και να του κάνουμε τα χατίρια, έτσι που μπήκε καρφί στο μάτι του Στάλιν.

Όμως, ξέρετε γιατί δεν μπήκε θέμα ονόματος τότε; Διότι η Ελλάδα, όπως και η Δύση άλλωστε, πίστευε πως τα κομμουνιστικά καθεστώτα όπου νάναι είτε καταρρέουν, είτε διαλύονται με επέμβαση έξωθεν, οπότε μια ανακατανομή των εδαφών στην περιοχή, σε όφελος της Ελλάδας, ήταν πολύ πιθανή. Δηλαδή, απ’ το 1945 και μετά η ελληνική διπλωματία σιωπά για το όνομα Μακεδονία ακριβώς για τον ίδιο λόγο που σιωπούσε από το 1913 μέχρι το 1945.

Πάντα καιροσκόποι οι Έλληνες διπλωμάτες και πάντα ανίκανοι να χαράξουν πολιτική που να ξεπερνάει πρόβλεψη εξαμήνου, κάνουν την πάπια και περιμένουν τις εξελίξεις. Που ήρθαν αλλά πάρα πολύ καθυστερημένα. Και το σημαντικότερο, με μια διαφοροποίηση των πρώην κομμουνιστικών καθεστώτων από μέσα κι όχι απ’ έξω. Δηλαδή, όχι με μια άμεση επέμβαση των δυτικών, οπότε αυτοί θα μπορούσαν να επιβάλουν όρους και να κάνουν περίπου ό,τι θέλουν με την ανακατανομή των εδαφών, όπως γίνεται πάντα με τους νικητές, αλλά με μια καπιταλιστική διαφοροποίηση των πρώην κομμουνιστικών χωρών.

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Rembrandt

Τώρα τα πράγματα γίνονται δύσκολα για τους δυτικούς. Που τρέχουν να επωφεληθούν κατ’ αρχήν διά της διπλωματικής οδού και μετά, διά της στρατιωτικής. Μπορεί τα πράγματα να διαφοροποιηθούν κυρίως διά της στρατιωτικής οδού στο προσεχές μέλλον, αλλά προς το παρόν βρισκόμαστε στο κλασικό στάδιο του καθορισμού ζωνών επιρροής στην ευρύτατη περιοχή των πρώην σοσιαλιστικών χωρών. Όσο για την Ελλάδα, αυτή περιμένει τον επόμενο ενδοκαπιταλιστικό πόλεμο για να πάρει κανένα κοψίδι δίκην δώρου για την, μάλλον συμβολική συμμετοχή της σ’ αυτόν. Που, βέβαια, δεν είναι για αύριο, είναι για μετά το 2000 υποθέτω.

Θα πείτε ίσως, πώς θα ήταν δυνατό να προβλέψει η ελληνική διπλωματία τις εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία; Το πρόβλημα είναι σχετικά απλό, με την προϋπόθεση πως οι διπλωμάτες μας θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας με τα εθνολογικά και ιστορικά δεδομένα ενός κράτους κατά το μάλλον ή ήττον τεχνητού, που προέκυψε το 1918, κατ’ αρχήν ως βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων που μόνο το 1929 θα πάρει το όνομα Γιουγκοσλαβία. Που, άλλωστε, το σοφίστηκαν Γερμανοί και όχι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί. Και που σημαίνει Νοτιοσλαβία, δηλαδή χώρα των Νότιων Σλάβων. Αυτό το όνομα το επεξεργάστηκαν εθνολογικά και ιστορικά πρώτοι οι Κροάτες απ’ τους Νότιους Σλάβους, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν πως όλοι οι σλάβικοι πληθυσμοί της περιοχής πρέπει να ενωθούν σε ένα κράτος, προκειμένου να γλυτώσουν από τις εναλλασσόμενες κατακτήσεις της Κροατίας και της Σλοβενίας κυρίως από τους γείτονες κεντροευρωπαίους.

Όμως οι Νότιοι Σλάβοι (Γιουγκοσλάβοι) δεν είναι μια σαφής, ενιαία εθνότητα, είναι μια ομάδα υποεθνοτήτων, που οι σλαβολόγοι τους λεν έτσι για να τους ξεχωρίζουν από τους ανατολικούς (Ρώσοι κ.λπ.) και από τους κεντρώους, ή βορειοδυτικούς Σλάβους (Τσεχοσλοβάκοι, Πολωνοί). Δεν υπήρξε ποτέ στην περιοχή αυτή ενιαία εθνική συνείδηση, και τα προβλήματα φάνηκαν με τη δημιουργία της Γιουγκοσλαβίας. Που ευθύς αμέσως υποχρεώνεται να καταφύγει στη βασιλική δικτατορία για να διατηρήσει τη συνοχή της, που παίζονταν κάθε μέρα, κυρίως εξαιτίας των αποσχιστικών τάσεων των Κροατών, δηλαδή αυτών ακριβώς που έκαναν τα περισσότερα για την ένωση των Νότιων Σλάβων. Στους οποίους εντελώς λανθασμένα συναριθμούσαν οι φρέσκοι τότε Γιουγκοσλάβοι και τους Βούλγαρους, που όμως την κοπάνησαν απ’ τις διασκέψεις πριν παρθούν οι τελικές αποφάσεις για την ένωση των Νότιων Σλάβων σε ένα ενιαίο κράτος υπό το όνομα Γιουγκοσλαβία (Νοτιοσλαβία).

Τη δικτατορία του βασιλιά, που θα πληρώσει με τη ζωή του την ένωση των Νότιων Σλάβων, διαδέχεται ατάκα η δικτατορία του Τίτο. Μετά το θάνατό του όλοι πια ξέρουν πως η Γιουγκοσλαβία θα διαλυθεί. Και όλοι πλην των Ελλήνων σχεδιάζουν την πολιτική τους πολύ έγκαιρα με βάση τη σίγουρη διάλυση. Που η Ελλάδα, απλώς την απεύχεται. Ίσως να έγιναν και δεήσεις για να βάλει ο Θεός (των Ελλήνων) το χέρι του ώστε να προκόψει καμιά μετατιτοϊκή στρατιωτική δικτατορία. Αλλά, δυστυχώς για την ελληνική διπλωματία, δεν προέκυψε. Για την ελληνική διπλωματία προέκυψε το διπλωματικό πρόβλημα του ονόματος! Που η ίδια δημιούργησε. Αν όχι απ’ το 1913 που η Σερβία ενσωματώνει την περιοχή των Σκοπιών, αν όχι απ’ το 1918 που εμφανίζεται η ένωση, τουλάχιστον απ’ το 1929 που εμφανίζεται το όνομα Γιουγκοσλαβία και μαζί του η δικτατορία, η ελληνική διπλωματία, αν υπήρχε, θα έπρεπε να ξέρει πως η Γιουγκοσλαβία θα καταρρεύσει μαζί με τη δικτατορία, είτε τη βασιλική, είτε την τιτοϊκή.

Άλλωστε, όλος ο κόσμος ήξερε πως τα Σκόπια δεν είναι Γιουγκοσλα-βία, είναι Βουλγαρία κατ’ ουσίαν, και συνεπώς θά δημιουργηθεί εκεί μια ιδιάζουσα κατάσταση μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Η Σερβία ούτε καν κουνήθηκε να περισώσει τα Σκόπια. Και έτσι, οι Σκοπιανοί δεν ξέμειναν μόνο από προστάτη, όπως ήταν ο Σέρβος βασιλιάς ή ο Τίτο, ξέμειναν και από όνομα. Το όνομά τους είναι η ψυχή τους! Διότι οι πολλές εθνότητες (Σέρβοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Έλληνες) που κατοικούν στην περιοχή θα βολεύονταν μόνο κάτω από ένα «εθνικό» όνομα που κατ’ ουσίαν θα ήταν γεωγραφικό. Δώστους, λοιπόν, ένα ενοποιητικό των ποικίλων εθνοτήτων γεωγραφικό όνομα και πάρτους το βρακί.

Να γιατί οι Ευρωπαίοι θα ήθελαν να τους κάνουν δώρο ένα ηχηρό όνομα. Για να μη συνεχιστεί η πολυδιάσπαση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και όσον αφορά τις επιμέρους πρώην ομόσπονδες και νυν αυτόνομες δημοκρατίες.

***

Β. Ραφαηλίδης – «Οι λαοί των Βαλκανίων»

Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Κατηγορίες:
Νέα
web design by