Στο σπίτι είχαμε μια εγκυκλοπαίδεια Britannica, και από τότε που ήμουν ακόμη πολύ μικρός [ο πατέρας μου] συνήθιζε να με καθίζει στα γόνατα του και να μου διαβάζει διάφορα κείμενα από αυτή.
Ας πούμε πως διαβάζαμε για τους δεινόσαυρους και ότι έλεγε για τους βροντόσαυρους ή για τον τυραννόσαυρο κάτι σαν «αυτό το τέρας έχει 7 μέτρα ύφος, και το κεφάλι του 2 μέτρα πλάτος», καταλαβαίνετε· σε εκείνο το σημείο, ο πατέρας μου θα σταματούσε και θα έλεγε:
«Ας δούμε τι σημαίνει αυτό. Δηλαδή, αν στεκόταν στην αυλή μας, θα ήταν αρκετά ψηλό για να μπορεί να περάσει το κεφάλι του μέσα από το παράθυρο- αλλά πάλι δεν θα τα κατάφερνε εντελώς, διότι έχει κεφάλι φαρδύ, οπότε θα γκρέμιζε το παράθυρο.»
Καθετί που διαβάζαμε θα έπρεπε να μεταφραστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε κάτι το πραγματικό, το χειροπιαστό- έτσι έμαθα να κάνω και με ό,τι διαβάζω —προσπαθώ να καταλάβω τι πραγματικά εννοεί, τι στην πραγματικότητα λέει, μεταφράζοντάς το. Έτσι συνήθιζα να διαβάζω την Britannica όταν ήμουν παιδί, με μετάφραση (γέλια).
Εξάλλου, ήταν πολύ συναρπαστικό και ενδιαφέρον να σκέφτομαι ότι υπήρχαν κάποτε ζώα τέτοιου μεγέθους —έπειτα από αυτό δεν φοβόμουν στη σκέψη πως μπορεί να υπήρχε κάποιο και να ερχόταν στο παράθυρο μου—, και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι κάποια στιγμή όλα πέθαναν, και κανείς δεν ήξερε το γιατί.
Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στα βουνά Κάτσκιλ. Ζούσαμε στη Νέα Υόρκη, και τα βουνά αυτά ήταν τόπος παραθερισμού. Οι πατεράδες μας —μια μεγάλη ομάδα γονέων— έπρεπε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας να επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη, στις δουλειές τους, και ξαναγύριζαν τα Σαββατοκύριακα. Έτσι, όταν ερχόταν ο πατέρας μου, με έπαιρνε για περιπάτους στα δάση και μου έλεγε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα που συνέβαιναν σε αυτά, τα οποία θα σας εξηγήσω σε λίγο.
Οι μητέρες των άλλων παιδιών, βλέποντάς μας, το βρήκαν υπέροχη ιδέα και θεώρησαν ότι και οι άλλοι πατεράδες έπρεπε να παίρνουν τα παιδιά τους για τέτοιους περιπάτους. Το προσπάθησαν, χωρίς όμως να καταφέρουν και πολλά.
Έτσι, έφτασαν να ζητήσουν να πάρει ο πατέρας μου μαζί του όλα τα παιδιά. Εκείνος όμως αρνήθηκε, επειδή οι δυο μας είχαμε μια ειδική σχέση, κάτι πολύ προσωπικό. Τελικά αποφάσισαν ότι οι άλλοι πατεράδες έπρεπε να πάρουν τα παιδιά τους για περίπατο το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Την επόμενη Δευτέρα, λοιπόν, όταν γύρισαν όλοι στις δουλειές τους, τα παιδιά παίζαμε στο γήπεδο, οπότε ένα από αυτά μου λέει: «Κοίταξε εκείνο το πουλί, τι είδος είναι;» Εγώ απάντησα πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Συνέχισε: «Είναι μια καστανόλαιμη τσίχλα», ή κάτι τέτοιο, «δεν σου 'πε τίποτα ο μπαμπάς σου;»
Ωστόσο, συνέβαινε το αντίθετο: ο πατέρας μου με είχε διδάξει. Κοιτώντας ένα πουλί, έλεγε:
«Ξέρεις τι πουλί είναι αυτό; Μια καστανόλαιμη τσίχλα- στα πορτογαλικά το λένε έτσι, στα ιταλικά αλλιώς, στα κινέζικα είναι αυτό, στα γιαπωνέζικα εκείνο κ.λπ. Τώρα πια» συνέχιζε «ξέρεις το όνομα του πουλιού σε όλες τις γλώσσες, αλλά τελικά δεν γνωρίζεις τίποτε για το πουλί. Ξέρεις μόνο πώς το ονομάζουν οι άνθρωποι στα διάφορα μέρη της Γης. Γι αυτό, έλα να μάθουμε περισσότερα για το συγκεκριμένο πουλί.»
Με είχε διδάξει να προσέχω τις λεπτομέρειες. Μια μέρα έπαιζα με ένα τρενάκι —ένα μεταλλικό βαγόνι που μπορούσε να τρέχει πάνω σε κυκλικές ράγες, και τα παιδιά το τραβούσαν και το έσπρωχναν για να παίζουν. Είχε μια μεταλλική μπίλια στο εσωτερικό του —το θυμάμαι καλά—, και εγώ'), καθώς το τράβηξα, παρατήρησα κάτι σχετικά με τον τρόπο που κινήθηκε η μπίλια. Πηγαίνω λοιπόν στον πατέρα και του λέω:
«Όταν τραβάω το βαγονάκι, η μπίλια κυλάει στο πίσω μέρος του, και όταν το σταματάω απότομα, η μπίλια πηγαίνει στο μπροστινό του μέρος. Γιατί συμβαίνει αυτό;»
Ο πατέρας απάντησε ότι κανείς δεν ξέρει το γιατί.
«Είναι μια γενική αρχή· τα σώματα θέλουν να διατηρούν την κατάσταση της κίνησής τους και, όταν ηρεμούν, θέλουν να διατηρούν την κατάσταση της ηρεμίας τους —εκτός κι αν κάποιος τους ασκήσει δύναμη.»
Και πρόσθεσε:
«Αυτή η τάση λέγεται αδράνεια, αλλά κανείς δεν ξέρει γιατί υπάρχει.»
Αυτό το κατάλαβα καλά —δεν μου έδωσε ένα όνομα, ήξερε τη διαφορά ανάμεσα στη γνώση του ονόματος και τη γνώση της ουσίας του θέματος, την οποία διαφορά έμαθα κι εγώ πολύ νωρίς. Συνέχισε λέγοντας:
«Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα διαπιστώσεις ότι δεν κινείται η μπίλια προς τα πίσω, αλλά το πίσω μέρος του βαγονιού, καθώς το σπρώχνεις, έρχεται προς την μπίλια —δηλαδή η μπίλια στέκεται ακίνητη ή, λόγω της τριβής, μάλλον κινείται και λίγο προς τα εμπρός.»
Έφυγα τρέχοντας για το βαγονάκι· έστησα την μπίλια και το τράβηξα. Κοιτάζοντας από τα πλαϊνά τοιχώματα, είδα πράγματι πως ο πατέρας είχε δίκιο: η μπίλια, όσο τραβούσα το βαγονάκι προς τα μπροστά, δεν κινήθηκε καθόλου προς τα πίσω· κινήθηκε προς τα πίσω σε σχέση με το βαγονάκι, αλλά σε σχέση με τις ράγες ή το έδαφος κινήθηκε ελάχιστα προς τα εμπρός, και ακριβώς γι' αυτό την προλάβαινε το πίσω μέρος του βαγονιού.
Με αυτό τον τρόπο διαπαιδαγωγήθηκα από τον πατέρα μου, με τέτοια παραδείγματα, αβίαστα, με ευχάριστη και ενδιαφέρουσα κουβέντα.
Από το βιβλίο " Η χαρά της ανακάλυψης"- Εκδ. Κάτοπτρο.
Πηγή: antikleidi.com