Τσιφόρος (2 άρθρα)

Νίκος Τσιφόρος – Φταίει το χιόνι

| 0 ΣΧΟΛΙΑ


Φταίει το χιόνι.

Όλοι οι ζωγράφοι τον φτιάνουνε γέρο, με κάτασπρα γένια, φορτωμένο με καμπούρες και ρίγη. Όλοι οι ζωγράφοι παρασυρθήκανε από το χιόνι. Αν υπήρχε φαντασία, θα ζωγραφίζανε τον χειμώνα σαν ένα νέο παιδί που κουβαλάει πάγο κολώνες ή θα τον ζωγραφίζανε σαν Εσκιμώο που κυνηγάει ταράνδους.

Ο θυρωρός του φθινοπώρου υποκλίνεται:

–              Περάστε, αφεντικό.

Μερικοί περίεργοι ρωτάνε:

–              Τί μας φέρατε;

Ο Χειμώνας χαμογελάει.

-Έφερε γρίπη, τουρτούρα, μαζούτ για το καλοριφέρ, γιορτές, υγρασία και γκρίνια.

–              Γκρίνια;

Ο παγοπώλης έχει δίκιο. Αυτή η γκρίνια μας πια δεν τρώγεται με τίποτα. Έτσι και φτάσουμε τους μηδέν βαθμούς, πιάνουμε το παράπονο.

–              Τί ψόφος είν’ αυτός!

–              Καλέ παγωνιά…

Το καλοκαίρι τα λέμε ανάποδα.

–              Αχ, Θε μου, τί ζέστη!

–              Κόλαση.

Και κατά βάθος είναι μέσα στο φυσικό κανόνα να κάνει ζέστη το καλοκαίρι και κρύο τον χειμώνα. Το ανάποδο θα ήτανε παράξενο, αλλά το ανάποδο είμαστ’ εμείς.

Τα παράπονα αρχίζουνε από τους ηλικιωμένους. Ας πούμε την πεθερά του σπιτιού.

–              Βέβαια! Εσείς τί ανάγκη έχετε; Είσαστε νέοι…

Συκοφαντία. Κανείς δεν είναι νεότερος από την πεθερά. Κάθεται, διατάζει, πίνει καφέδες, ελέγχει τις πράξεις των άλλων, βρίζει, ανάβει λιβάνια, πηγαίνει όπου της αρέσει και ό,τι ώρα της αρέσει, πάντα πονάει κάπου αλλά σε άλλο μέρος κάθε φορά, βάζει κρέμες τη νύχτα, τραβάει καμιά καραμπογιά στο μαλλί της, νηστεύει φανερά και αρταίνεται κρυφά, διηγείται την καλή παλιά εποχή, το μόνο που δεν βγαίνει συχνά τα βράδια, όχι τίποτ’ άλλο, αλλά φοβάται τη ζωούλα της και το δερματάκι της…

Βρέχει. Κι όταν βρέχει θυμώνει.

–              Κατρουλόκαιρος.

Φυσάει.

–              Λύσσαξε.

Αλλά δεν το κουνάει από τη ζέστη της. Σαν, να πούμε, τον γιο και κανακάρη της οικογενείας που δεν μαζεύεται.

–              Μά πού διάβολο γυρίζεις μ’ αυτό το χιονιά;

–              Ε, τί;

–              Θα πουντιάσεις, βρε. Θα πέσεις με πλευρίτη να σε πάρει ο διάβολος.

Τον μόνο που δεν παίρνει ο διάβολος, είναι ο γιος της οικογένειας… Έχουν ανάγκη αυτά από το κρύο; Αυτά είναι σκαθάρια…

 

Εκείνη που κρυώνει, κατά κανόνα και χωρίς αντιρρήσεις, είναι η μαμά. Κρυώνει παντού. Και πάντα. Με καλοριφέρ. Με μαγκάλι. Με κλίβανο…

–              Τα χεράκια μου…

Τα χεράκια της γίνονται λουκάνικα αντιαισθητικότατα. Η μυτούλα της κοκκινίζει εκεί στο μύτιον ακρωτήριον… Όλα τής πάνε ανάποδα. Και τα πόδια της…

–              Αμάν, ξύλα…

Τ ο λέει ο σύζυγος που τα αισθάνεται παγωμένα στο συζυγικό κρεβάτι…

–              Πάρ’ τα πιο κει…

–              Μα Κώστα μου…

–              Τί Κώστα; Με τρέλανες.

–              Να ζεσταθούνε.

–              Μπα; Να ζεσταθούνε τα δικά σου και να παγώσουνε τα δικά μου; Αμάν. Πώς είναι έτσι…

–              Δε θά ’χω καλή κυκλοφορία, Κώστα μου. Δε σού ’πα. Δεν αισθάνομαι καλά. Κάτι έχω εγώ

Πάντοτε η μαμά κάτι έχει. Κι είναι και κανόνας. Άμα η μαμά παραπονιέται δεν έχει τίποτα. Αλλά της χρειάζεται σα θετικό πλεονέκτημα να «έχει κάτι»…

Φταίει το χιόνι που ανεβαίνουνε λιγάκι κι οι τιμές.

–              Γιατί τόσο τα φασόλια;

–              Διότι…

Προσπαθεί να εξηγήσει, ότι λόγω παγετού και δυσκολίας συγκοινωνιών… τέλος πάντων… καταλαμβάνετε; Και όλοι καταλαμβάνουν ότι τα φασόλια τά ’χει από τον Σεπτέμβρη που δεν ήτανε μήτε παγετοί μήτε δυσκολίες συγκοινωνιών… Άλλα…

Άλλα…

Κλαίνε τα κοσμικά κέντρα.

–              Ζήτω που καήκαμε.

–              Ποιος να ξεμυτίσει με τέτοιον παλιόκαιρο;

–              Κοίτα ρε τί πάθαμε;

Και τραγουδάνε τ’ αηδόνια της Αθήνας και οι υποκόμισσες του τραγουδιού και οι αυτοκράτειρες της νύχτας προ κενών καθισμάτων… Και ζεσταίνουν οι μότγειροι τα ρέστα των ψυγείων. Γεμίζουνε καλά το Σάββατο και ξαναγεμίζουνε τ’ άλλο Σάββατο… Στην υγρή άσφαλτο τρέχουνε τ’ αυτοκίνητα, ντεραπάρουνε, κάνουνε καραμπόλες και αν φασκελωθούν οι οδηγοί, φασκελώνονται, τουλάχιστο, με το γάντι… Κι είναι τις νύχτες λιγοστά και σπάνια. Πού να πας; Τί να κάνεις; Ποιον να δεις;

Όλες οι χαρές κάτω από τη λάμπα της οικογένειας.

–              Παίζουμε μια ξερή;

Ο μπαμπάς.

–              Δεν έχω κέφια.

Η μαμά.

Παίζουνε ξερή. Κι η μαμά που δεν έχει κέφια, κερδίζει τον μπαμπά που είναι άσσος στο παιχνίδι. Και θυμώνει ο μπαμπάς και βλαστημάει:

–              Στο διάλο παλιόχαρτο.

–              Πώς καταφέρνεις κι έχεις όλους τους βαλέδες;

–              Άει να χαθεί από κει, εκνευρίστηκα, δεν παίζω άλλο…

Κι ο μπαμπάς αυτή τη στιγμή μισεί πολύ τη μαμά.

Είναι κι οι βεγγερίτσες.

–              Ερχόσαστε;

–              Ερχόμαστε.

Από το κάτω πάτωμα στο πάνω ή κι ανάποδα. Από το κοντινό σπίτι, απέναντι…

–              Καλέ δω μέσα παγωνιά έχετε.

–              Ναι, ο άτιμος, το σβήνει το καλοριφέρ από τις δέκα.

–              Α, πα, πα, πα, α… Εμάς τουλάχιστο είναι ζέστη.

Κονιακάκι, ξηροί καρποί, κάνα χαμομήλι και φυσικά τράπουλα… Τίποτα δεν γίνεται χωρίς τράπουλα…

Ανία. Χειμώνας. Κρύα καλαμπούρια. Και να τραβάμε σεντόνια κουτσομπολιού στους φίλους και γνωστούς.

–              Πήρανε κι αυτοκίνητο.

–              Μα πού τα βρίσκουνε μωρέ;

–              Ξέρω κι εγώ;

–              Εδώ δουλεύουμε σαν τα μουλάρια που λέει ο λόγος και δεν μπορούμε…

–              Ψέματα;

Φταίει το χιόνι;

Άμπα… Τί φταίει το άσπρο, το λευκό, το αγνό χιονάκι, η νύμφη του βορρά που τη λένε χαϊδευτικά; Η δεσποινίς φοράει μποτίνια και, μάλιστα, άσπρα. Με φερμουάρ. Η μαμά καμαρώνει:

–              Έκτακτα σου πάνε, πουλάκι μου…

Σάλτσες χοντρές, όσπρια ηχητικά…

–              Σήμερα, μην πεις. Τραβάει φασολάδα…

Η δεσποινίς σε μικρή γκριμάτσα.

–              Μμμμ… φασολάδα.

Παρατηρήσεις:

–              Εμείς τότε δεν ξέραμε ιδιαίτερα. Τρώγαμε ό,τι νά ’ναι. Αλλά όπως γίνατε σήμερα…

Κι η γιαγιά δεν τρώει φασόλια. Την φουσκώνουνε. Επισήμως,

δηλαδή. Γιατί ανεπισήμως, πάει κρυφά στην κουζίνα, σηκώνει το καπάκι της κατσαρόλας και τους αλλάζει τα φώτα.

Πέφτει και κάνα κατεψυγμένο από κείνα τα μεγάλα βουβάλια της Αυστραλίας. Ωραίο και υγιεινό, είπε ο γιατρός. Όλα είναι ωραία κι η όρεξη, όρεξη. Ο νεαρός μάλιστα…

–              Ζωή νά ’χει τί τρώει αυτό το παιδί…

Φυσικά κι αξιώσεις.

–              Θέλω…

–              Τα παπούτσια μου…

-Ένα κασκόλ…

–              Είδα ένα χειμωνιάτικο μούρλια…

Οι περισσότεροι μένουνε με τους πόθους. Περιμένουνε τη λιακάδα. Ένας ήλιος με δόντια. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από κρύο με ήλιο. Είναι πράματα που δεν συμβιβάζονται…

Ακόυσα κι έναν διάλογο πολύ χαριτωμένο. Έλεγε εκείνη, σύζυγος φουκαρά:

–              Θέλω παλτό, Στέφανε…

Κι έλεγε ο Στέφανος με πολύ πειστικότητα:

–              Τί να το κάνεις, Ζωίτσα μου; Νά, Νοέμβρης, Δεκέμβρης, Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης, πάει ο χειμώνας…

Κι είχε δίκιο ο Στέφανος… Τί; Όλα είναι ζητήματα χρόνου… Πάει ο χειμώνας… Μπορεί να μπήκε σήμερα, τελευταίες φθινοπωριάτικες μέρες. Με λίγο χιονάκι… Τόσο δα… Αλλά δεν είναι. Μας ξεγελάει…

Φταίει το χιόνι…

***

Νίκος Τσιφόρος – Όσα φέρνουν οι άνεμοι.

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Το «γαϊδούρι» του Νίκου Τσιφόρου, μια ιστορία για τη σταδιοδρομία των παιδιών

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Αυτός ήταν ο καημός μου από παιδί. Μου το ’λεγε ο μακαρίτης ο μπαμπάς, γκρίνιαζε κι η δόλια η μάνα μου.

-Εσύ, παιδί μου, δε θα βάλεις μυαλό ποτέ. Εσύ δε θα γίνεις άνθρωπος. Εσύ θα γίνεις γαϊδούρι.

Και να δεις που τα ’χα όλα τα γνωρίσματα του γαϊδουριού. Φωνακλάς ήμουνα, ασήμαντος ήμουνα, αναίσθητος ήμουνα και το χειρότερο, πεισματάρης ήμουνα. Άλλου είδους πεισματάρης. Τίποτα δεν παραδεχόμουνα.

Τράβαγε τα μαλλιά της η γριά.

-Ντύσου να πας στην εκκλησία.

-Δε θέλω.

-Τι θα πει, δε θέλεις, βρε γαϊδούρι; Τι θα πει; Δεν είσαι χριστιανός εσύ; Δεν είσαι ορθόδοξος;

Πήγαινα να της δώσω να καταλάβει:

-Έστω. Είμαι χριστιανός. Ποιος μ’ έκανε όμως;

-Ο νουνός σου.

-Γιατί να με κάνει; Με ρώτησε;

-Τι θα πει, σε ρώτησε; Έτσι γίνεται μ’ όλα τα παιδιά.

-Ποιος το λέει; Εγώ ήθελα να ’μαι βουδιστής. Εγώ διάβασα τον Βούδα και μ’ αρέσει ο Βούδας. Κι αντί η ταυτότητά μου να γράφει Χου-0 ήθελα να γράφει Που-Βου.

-Τι θα πει Που-Βου;

-Πούρος Βουδιστής!

-Τον κακό σου τον καιρό.

‘Ύστερα μου λέγανε για την καλή ανατροφή:

-Να μη λες ψέματα.

Εγώ έλεγα. Με βάζανε μπροστά:

-Γιατί λες, μωρέ;

-Όλοι λένε!

-Ο πατέρας σου λέει;

-Πώς δε λέει. Αφού έχει μαγαζί. Αφού αγοράζει τον -πήχη εκατό δραχμές, τον πουλάει χίλιες και λέει, «λόγω τιμής», ότι του κοστίζει εννιακόσιες.

-Αυτό δεν είναι ψέμα. Είναι εμπόριο.

Δεν το καταλάβαινα. Ύστερα όμως τα ξεχώρισα. Άμα λες ψέμα για τα να κερδίσεις, λέγεται «εμπόριο», «συμφέρον». Άμα λες ψέμα. γιατί σου κάνει κέφι, είσαι ψεύτης και πρέπει να σε περιχύνουνε με ζεματιστό νερό.

Έχει κι άλλα η ανατροφή. Ερχότανε στο σπίτι ένας κύριος, φίλος του πατέρα μου. Ήτανε σμιχτοφρύδης κι είχε και μια κρεατοελιά. Δεν τον χώνευα. Ήθελα να τον μουντζώσω. Λέγανε:

 

-Μη. Δεν κάνει. Είναι συνεταίρος με τον μπαμπά σου.

-Ε! Ο «μπαμπάς» ας τόνε φιλήσει, εγώ θα τόνε μουντζώσω. Δεν είναι δικός μου συνεταίρος.

Με δέρνανε. Πήγαινα κι εγώ πίσω από την πόρτα και τον μούτρωνα κρυφά! Αυτό μού το επιτρέπανε. Γελάγανε κιόλας. Αλλά μου το δηλώσανε:

-Άμα το ’χει και σε δει, θα σε σαπίσουμε στο ξύλο.

Τότε κατάλαβα ότι μπορείς να μουντζώνεις έναν κύριο, άμα κάνεις δουλειά μαζί του, αλλά να τον μουντζώνεις κρυφά.

Όταν τελείωσα το σχολείο, με ρωτήσανε τι δουλειά μ’ αρέσει. -Φαναρτζής! καμάρωσα.

Έφαγα ένα χαστούκι.

-Θα γίνεις δικηγόρος.

-Μα εγώ θέλω φαναρτζής.

-Στην οικογένειά μας, ποτέ.

-Και ο Κωστάκης, ο ξάδερφός μου, έγινε δικηγόρος και δεν έχει τσιγάρο να φουμάρει.

-Τίποτα. Θα μάθεις γράμματα.

Έμαθα. Αργότερα χτύπησα το κεφάλι μου που ήτανε γεμάτο γράμματα. Έβλεπα κείνους που είχανε φασόλια και φάβα με το τσουβάλι, είχανε τρελαθεί στα λεφτά. Καλύτερα να γέμιζα κι εγώ το κεφάλι μου ξυλοκέρατα. Θα ’μουνα κύριος. Τώρα έκανα τράκες, να πάω με το τραμ. Κι ήξερα απ’ όξω το «Κόρπους Γιούρις Τσιβίλις».Τοτε  κατάλαβα ότι τα όσπρια αξίζουνε πιο πολύ απ’ τα γράμματα, Θέλησα να παντρευτώ. Αγαπούσα μια κοπέλα.

Λέει η μάνα μου:

– Όχι. Θα πάρεις προίκα.

– Μα εγώ δεν αγαπάω την προίκα. Κορίτσι αγαπάω…

– Θα πάρεις προίκα!

~Πήρα την προίκα. Πήρα και μια γυναίκα. Ερχότανε με την προίκα -μαζί. Είπα να μου δώσουνε μόνο την προίκα και ν’ αφήσω τη γυναίκα. Όχι! Μου δώσανε και τη γυναίκα.

Βγήκε μια ιδιότροπη, μια γκρινιάρα. Άσπρο εγώ, μαύρο αυτή. Μέρα εγώ, νύχτα αυτή. Μου ’ρχότανε να πάρω τον μπαλντά. αλλά μου είπαν ότι δεν επιτρέπεται. Κι έλεγε κάθε στιγμή:

-Που με πήρες για την προίκα μου!

Τότε κατάλαβα. Άμα πάρεις γυναίκα, δεν παίρνεις προίκα. Άμα πάρεις προίκα, δεν παίρνεις γυναίκα. Αλλά εκτιμάνε μόνο  την προίκα. Πρέπει να γίνει ένας νόμος να παίρνουνε οι άνθρωποι-προίκες. Μόνο προίκες.

Στο τέλος μου είπανε:

-Να γίνεις βουλευτής.

-Δεν θέλω. Ποιος θα με ψηφίσει;

-Θα τα κανονίσουμε μεις.

Δεν ξέρω πώς τα κανονίσανε, αλλά μου πήρανε του κόσμου τα λεφτά, τυπώσανε φωτογραφίες και φυλλάδες. Φαίνεται ότι ήμουνα πολύ σπουδαίος και δεν το ’ξέρα. Βγήκα βουλευτής.

Τώρα με χαιρετούσανε όλοι. Ζητάγανε και ρουσφέτια. Εγώ ήμουνα γαϊδούρι κι έλεγα όχι. Θυμώνανε, αλλά μ’ εχτιμούσανε Λέγανε: «Είναι άτεγκτος». Κι έγινα υπουργός. Πάω να τα βάλω σε τάξη. Έρχονται κάτι λεφτάδες: «Θα κάνεις αυτόν τον νόμο · μου λένε. Μ’ έσκασε το γαϊδουρίσιο:

-Δεν τον κάνω.

Θυμώσανε.

-Θα σε ρίξουμε.

Τους πλακώνω στο ξύλο. Τους κάνω μπλε. Φωνάζουνε «αίσχος οι μισές εφημερίδες, φωνάζουνε «μπράβο» οι άλλες μισές, γίνεται σαματάς, γελάει ο κόσμος, κι εγώ κατάλαβα. Άμα θέλεις να γίνεις σπουδαίος, να τους πλακώνεις στο ξύλο κάτι τέτοιους, να σου λένε: «Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σου». Η μάνα μου το ’πε:

-Θεός σχωρέσ’ τον μακαρίτη! Έπρεπε να ζούσε, να σ’ έβλεπε Τώρα γίνηκες άνθρωπος.

Και λυπήθηκα μ’ όλη μου την ψυχή. Τι ωραία που ήτανε, όσο ήμουνα γαϊδούρι…

***

Νίκου Τσιφόρου – Ο κόσμος κι ο κοσμάκης

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...
web design by