αρχαία ελλάδα (5 άρθρα)

Οι κλιματολογικές συνθήκες, οι Αρχαίοι Αθηναίοι και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

| 0 ΣΧΟΛΙΑ


Η επιλογή του σημείου της σύγκρουσης με τους Πέρσες στη Σαλαμίνα ήταν άριστα μελετημένη από τους αρχαίους Έλληνες και καθόλου τυχαία, καθώς βασιζόταν στη γνώση των τοπικών κλιματολογικών συνθηκών. Αυτό δείχνει μία νέα μελέτη από το Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, με επικεφαλής τον ακαδημαϊκό καθηγητή Χρήστο Ζερεφό, η οποία δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Atmosphere.

Ο φετινός Σεπτέμβριος σηματοδοτεί την επέτειο των 2.500 ετών από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. ο ελληνικός στόλος, με μικρές δυνάμεις αλλά με άριστη τακτική και υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, πραγματοποίησε μία από τις αποφασιστικότερες νίκες της ιστορίας. Η νέα μελέτη δείχνει ότι η εμπνευσμένη στρατηγική τού μεγάλου ηγέτη βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες και ο ίδιος ο Θεμιστοκλής γνώριζαν τις κλιματολογικές συνθήκες και ιδιαίτερα τους ανέμους που έπνεαν στο στενό της Σαλαμίνας, προσαρμόζοντας τον στρατηγικό σχεδιασμό τους ανάλογα, ώστε να επωφεληθούν από την ημερήσια διακύμανσή τους.

Τα επιστημονικά ευρήματα δείχνουν πως ο συνδυασμός ενός βορειοδυτικού ανέμου που έπνεε κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τη θαλάσσια αύρα που σηκώθηκε μετά τις 10:00, σχημάτισε μία «λαβίδα» ανέμου, η οποία, όσο περνούσε η μέρα, εγκλώβισε τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα. Η κλιματολογική ανάλυση του ανεμολογικού πεδίου στην περιοχή όπου διεξήχθη η ναυμαχία βασίστηκε στις διαθέσιμες μετρήσεις των μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή, καθώς και σε δεδομένα των κλιματικών και μετεωρολογικών μοντέλων ERA5 και WRF για το χρονικό διάστημα 1960-2019, παράλληλα με τις ιστορικές μαρτυρίες από τις αρχαίες πηγές («Ιστορίαι» του Ηρόδοτου, «Πέρσαι» του Αισχύλου κ.ά.).

Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην περιοχή είναι παρόμοιες με αυτές που επικρατούσαν πριν από 2.500 χρόνια. Η κυριότερη αιτία του μελτεμιού, που πνέει από βόρειες, γενικά, διευθύνσεις στο Αιγαίο κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου, είναι ο συνδυασμός του μουσωνικού χαμηλού, δηλαδή ενός θερμικού χαμηλού που δημιουργείται πάνω από την ευρύτερη περιοχή της Ινδικής Χερσονήσου, με τις υψηλές πιέσεις που επικρατούν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πάνω από τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη.

Ο παραπάνω συνδυασμός έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ενισχυμένου βορείου ρεύματος στο Αιγαίο με την ονομασία «ετησίαι» (που σημαίνει «ετησίως επαναλαμβανόμενοι»). Οι εν λόγω κλιματολογικές συνθήκες περιγράφηκαν για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Μετεωρολογικά». Σε τοπικό επίπεδο, η αποδυνάμωσή των μελτεμιών τον Σεπτέμβριο ευνοεί την επικράτηση μικρότερων συστημάτων κυκλοφορίας, όπως είναι οι θαλάσσιες αύρες (μπάτης-μπουκαδούρα).

Οι Έλληνες είχαν γνώση της τοπικής κλιματολογίας και προσάρμοσαν ανάλογα το στρατηγικό σχέδιό τους. Ο περσικός στόλος έλαβε θέσεις μάχης στην ακτή της Αττικής (Αμφιάλη-Πέραμα) κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ωστόσο, με το πρώτο φως της ημέρας τα ελληνικά πλοία, αντί να προσπαθήσουν να διαφύγουν, όπως περίμεναν οι Πέρσες, εμφανίστηκαν επίσης παρατεταγμένα σε σχηματισμό μάχης από την πλευρά της Σαλαμίνας.

Όταν ο περσικός στόλος κινήθηκε εναντίον του ελληνικού, τα ελληνικά πλοία κινήθηκαν ανάποδα, κωπηλατώντας συντεταγμένα μέχρι την ακτή της Σαλαμίνας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αυτός ο ελιγμός αποτελούσε μέρος του στρατηγικού σχεδίου του Θεμιστοκλή και αποσκοπούσε στο να παρασύρει τους Πέρσες βαθύτερα μέσα στο στενό και να καθυστερήσει τη σύγκρουση, περιμένοντας την αλλαγή του ανέμου. Πράγματι, μετά τις 10:00 ο άνεμος στράφηκε σε νοτιοδυτικό (θαλάσσια αύρα) και μόνο τότε ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση.

Η θαλάσσια αύρα, σε συνδυασμό με τη στενότητα του διαύλου, αποδιοργάνωσε τον περσικό στόλο. Τα ψηλότερα περσικά πλοία ήταν πιο δύσκολο να κυβερνηθούν, καθώς στρέφονταν πλάγια από τον άνεμο και το κύμα, και έτσι έγιναν εύκολος στόχος για τα έμβολα των ελληνικών τριήρεων. Επιπλέον, η ισχυρή νοτιοανατολική αύρα δεν επέτρεψε στους Πέρσες να ανοίξουν πανιά για να υποχωρήσουν γρήγορα προς τον ανοιχτό Σαρωνικό Κόλπο και να μεταφέρουν εκεί τη σύγκρουση.

Τελικά, ένα μεγάλο μέρος του περσικού στόλου χάθηκε, ενώ τα υπόλοιπα πλοία διέφυγαν προς τον Κόλπο του Φαλήρου κατά τις απογευματινές ώρες, όταν οι άνεμοι ολοκλήρωσαν τον καθημερινό κύκλο τους και γύρισαν ξανά σε βορειοδυτικούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο δυτικός άνεμος «Ζέφυρος» μετέφερε τα συντρίμμια του περσικού στόλου μέχρι την περιοχή του σημερινού Αγίου Κοσμά, σηματοδοτώντας το τέλος της περσικής παρουσίας στη Μεσόγειο.

Η ερευνητική ομάδα περιελάμβανε, πέρα από τον Χρήστο Ζερεφό, τους ερευνητές της Ακαδημίας Αθηνών Σταύρο Σολωμό, Ιωάννη Καψωμενάκη και Χρήστο Ρεπαπή, καθώς επίσης τον καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτρη Μελά. Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Μαριολοπούλειο – Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος.

Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.mdpi.com/2073-4433/11/8/838
ΠΔΡ

Πηγή

Κατηγορίες:
Ιστορία

Όταν οι Θεοί έφευγαν από την Αθήνα...

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

«Οι Θεοί φεύγουν»! Αυτό ήταν το επιφώνημα του Γάλλου περιηγητή και εκδότη Joseph François Michaud (1809-1864) όταν έβλεπε τo 1830 στον Πειραιά τα πλοία, τα οποία αποκαλούσε πειρατικά καράβια, να μπαρκάρουν γεμάτα αρχαίους θησαυρούς, κάτω από τα βλέμματα και τις οδηγίες των «παραγγελιοδόχων της επιστήμης», όπως ονομάτιζε τους εμπόρους.

Οι λεηλασίες που υπέστησαν οι αρχαίοι θησαυροί των Αθηνών έχουν συζητηθεί και αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικών εργασιών, δημοσιεύσεων αλλά και προβληματισμών σε διεθνές επίπεδο. Μπορεί να είναι ευρέως γνωστή η περίπτωση του άρπαγα Έλγιν, αλλά δεν ήταν παρά μόνον ένας από τους χιλιάδες βέβηλους που άπλωσαν τα χέρια τους για να αρπάξουν θησαυρούς από τα σπλάχνα της αττικής γης.

Joseph François Michaud.

Η περιγραφή του Michaud για την Αθήνα, όταν την επισκέφθηκε, είναι συγκλονιστική. Έγραφε πως δεν υπήρχε ούτε δρόμος ούτε πλατεία ούτε μοναστήρι ούτε εκκλησία. Περπατώντας κάποιος ανάμεσα στα ερείπια έπρεπε να βάζει σημάδια, όπως στην έρημο, για να ξαναβρεί τον δρόμο. Το πουλί των Αθηνών, η κουκουβάγια, η οποία συχνά ξεπετιόταν μέσα από τα ερείπια ενός τζαμιού ή μιας εκκλησίας, είχε μετατραπεί σε σύμβολο της άφωνης και ερημικής εγκατάλειψης. Συμπλήρωνε όμως ότι η ερήμωση της «πόλης μητέρας των Τεχνών» δεν ήταν έργο μόνον του πολέμου και της πυρκαγιάς.

Οι δύο αυτές μάστιγες βρήκαν πολυάριθμους συνεργάτες, οι οποίοι δεν έπρεπε να αναζητηθούν μεταξύ των βαρβάρων. Πολλοί ήταν εκείνοι που έμαθαν ότι οι «πέτρες» είχαν αξία και ότι μπορούσαν να τις πουλήσουν. Από τότε άρχισε η εξαγωγή αναρίθμητων γλυπτών και μαρμάρων. Μόλις κυριευόταν μια πόλη, η λεηλασία και οι αρπαγές διαρκούσαν από λίγες ώρες μέχρι μερικές ημέρες.

Αλλά η διαρπαγή και ο όλεθρος στην Αθήνα συνεχίστηκαν επί χρόνια. Στόλοι στάλθηκαν στην Ανατολή για να σταματήσουν την πειρατεία και οι πειρατές τιμωρήθηκαν. Αλλά οι πειρατές των αρχαιοτήτων εξακολούθησαν ήσυχοι την αρπαγή τους χωρίς να ακουστεί καμιά διαμαρτυρία από το βήμα των ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων, τις ακαδημίες ή τα φιλελληνικά κομιτάτα.

Η Σμύρνη και όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις της Ανατολής γέμισαν από «συντρίμμια των Αθηνών». Πουλιoύνταν στην αγορά, όπως τα τόπια υφάσματος ή η ξερή σταφίδα. Όλοι γύρευαν να αποκτήσουν τα λείψανα της πόλης του Θησέα. Υπήρχαν δίκες και καταγγελίες στους Καδήδες για Ερμές, τμήματα γλυπτών από το Γυμνάσιο ή επιγραφές που έφεραν το όνομα ενός Θεού ή ενός σοφού της Ελλάδας.

Ο περιηγητής αυτός υπήρξε μάρτυρας των αρπαγών στα διάφορα λιμάνια της Ανατολής. Φαίνεται, δε, ότι η Σμύρνη ήταν το μεγαλύτερο κέντρο του ληστρικού αυτού εμπορίου. Η αιτία μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην παρουσία εκεί του περίφημου Φωβέλ, για τον οποίο πρέπει να ανοίξει ιδιαίτερος φάκελος έρευνας ώστε να αποκαλυφθεί ο ρόλος του ως αρχαιοκάπηλου. Η παρουσία του στην Αθήνα, τα προηγούμενα χρόνια, τα τελευταία της Τουρκοκρατίας, είναι γνωστή. Κατά την Επανάσταση, μετακινήθηκε στη Σμύρνη, απ’ όπου εξακολούθησε το ανθελληνικό έργο του. Εξάλλου έγραφε στον «Ανατολικό Παρατηρητή», ένα μισελληνικό γαλλικό φύλλο, το οποίο με τις ψευδολογίες του έκανε μεγάλο κακό στον αγώνα των Ελλήνων.

To εξώφυλλο του πρώτου τόμου από το έργο του Michaud.

***

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.

Πηγή: mikros-romios.gr

Κατηγορίες:
Ιστορία

Επτά γυναίκες φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Αν εξαιρέσουμε την, σχετικά γνωστή, μεγάλη Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία , δύσκολα οι πιο πολλοί θα μπορούσαμε να ονοματίσουμε κάποια άλλη. Όμως υπήρχαν σημαντικές και πολυγραφότατες γυναίκες  φιλόσοφοι, που συνέβαλαν τα μέγιστα στο θαύμα της αρχαίας Ελλάδας. Μερικές από αυτές ήταν οι εξής:

arete_din_cyrene

Αρήτη της Κυρήνειας  – 5ος αιώνας π.Χ.

Η Αρήτη ήταν σύγχρονη του Σωκράτη. ∆ίδασκε φιλοσοφία στη σχολή της Αττικής. Ήτανε κόρη του Αριστίππου, του ιδρυτή της Κυρηναϊκής Σχολής της φιλοσοφίας. Ακόµη και την εποχή του Βοκάκιου (1313-1375 µ.Χ.) χίλια χρόνια αργότερα µνηµονευόταν ως πολύτιµη πηγή γνώσεων, συγγραφέας 40 βιβλίων, και δασκάλα περισσοτέρων από 110 φιλοσόφων. Ο γιος της Αρίστιππος επίσης φιλόσοφος, συνέχισε την οικογενειακή παράδοση ως διευθυντής της Κυρηναϊκής Σχολής. Ονοµάστηκε «Μητροδίδακτος», επειδή διδάχτηκε τη φιλοσοφία από τη µητέρα του, πράγµα σπάνιο για την εποχή εκείνη.

diotima-aquela-que-iniciou-socrates-nos-misterios-amor-socrates-

Διοτίμα από τη Μαντινεία –  φιλόσοφος

Ο Πλάτωνας έγραψε ότι τιµήθηκε από τον Σωκράτη (469-399 π.Χ.) ως δασκάλα του. Ο Πλάτωνας δίδαξε δύο γυναίκες στο σχολείο του: τη Λασθένια και Αξιόθεα του Φύλου (350 π.Χ). Υπήρξε επίσης ιέρεια στην Μαντινεία της Αρκαδίας. Σήµερα, κέντρα µελετών και ιδρύµατα φέρουν το όνοµά της.

filoso63

Περικτιώνη – Φυσική φιλόσοφος

Υπήρξε µαθήτρια του Πυθαγόρα (569 – 475 π.Χ.) και πιθανόν δίδασκε στη σχολή του. ∆ύο από τα έργα της που έχουν διασωθεί µέχρι σήµερα και αποδίδονται σ’ αυτήν είναι η «Σοφία» και «Αρµονία της Γυναίκας».

Θυµίστα – φυσική φιλόσοφος

Ήταν σύζυγος του Λέοντος, και επιστολογράφος του Επίκουρου (371 – 271 π.Χ.). Ονοµαζόταν “η θηλυκή Σόλων” και ήταν γνωστή ως φιλόσοφος. (Ο Σόλων ήταν ο µεγάλος νοµοθέτης της Αρχαίας Αθήνας).

Υππαρχία του Κυνικών – 360 – 280 π.Χ.

Υπήρξε µέλος της µη δηµοφιλούς σχολής των κυνικών. H Υππαρχία παντρεύτηκε έναν άλλο κυνικό φιλόσοφο που λεγόταν Κράτης και επέλεξαν τον τρόπο ζωής των κυνικών. Έτσι διάλεξε µια ζωή χωρίς ανέσεις, ιδιοκτησία και τεχνητούς συµβατικούς κανόνες, συµπεριλαµβανοµένου και του γάµου. Οι κυνικοί πίστευαν ότι για να γίνουν πολίτες του σύµπαντος πρέπει να απορρίψουν την ισχύουσα κοινωνική και πολιτική τάξη πραγµάτων.

 

Λασθινία –  Φυσική φιλόσοφος

Ο Πλάτωνας αναφέρει αρκετές γυναίκες οι οποίες ήτανε αναγνωρισµένες φιλόσοφοι στην αρχαία Ελλάδα. Η Λασθινία ήτανε µία από αυτές.

theano

theano_de_crotona

Θεανώ η Θουρία

Ήταν αρχαία Ελληνίδα μαθηματικός και αστρονόμος. Καταγόταν από τους Θούριους της Κάτω Ιταλίας και άκμασε περί τον 6ο αιώνα π.Χ..

Η Θεανώ ήταν κόρη του ιατρού Βροντίνου. Υπήρξε αρχικά μαθήτρια και στη συνέχεια σύζυγός του κατά 30 χρόνια μεγαλύτερού της Πυθαγόρα. Δίδαξε αστρονομία και μαθηματικά στις Σχολές του Πυθαγόρα στον Κρότωνα και μετά το θάνατο του συζύγου στη Σάμο. Επιμελήθηκε τη διάδοση της διδασκαλίας και του έργο του, τόσο στον κυρίως Ελλαδικό χώρο, όσο και στην Αίγυπτο, σε συνεργασία με τα παιδιά της την Δαμώ, την Μύια, την Αριγνώτη τον Μνήσαρχο και τον Τηλαύγη που ανέλαβαν με τη σειρά τους και τη διοίκηση των Πυθαγορείων σχολών.

WomenPhilosopher

Πηγή: antikleidi.com

Κατηγορίες:
Φυσική & Φιλοσοφία

Το κρασί στην αρχαία Ελλάδα

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Η άμπελος ήταν γνωστή σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και σε όλους τους παράκτιους θύλακες που είχαν αποικίσει οι Έλληνες, από την Καταλονία ως την Κριμαία. Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση οίνου θεωρείτο σύμβολο της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.

Ήταν σημάδι του βαρβαρισμού τους ότι οι βάρβαροι έπιναν μπύρα. Στις περιπτώσεις που ήξεραν το κρασί – και οι Έλληνες παραδέχονταν ότι οι άλλοι πολιτισμοί δεν το αγνοούσαν εντελώς – το κακομεταχειρίζονταν. Το κρασί το ίδιο, στην ακατέργαστη και μη αραιωμένη μορφή που σπάνια έπιναν οι Έλληνες, ήταν γλυκό και, εξαιτίας του ζεστού κλίματος και της μικρής παραγωγής, συνήθως πλησίαζε το ανώτατο όριο της κλίμακας περιεκτικότητας σε αλκοόλ, δηλαδή το 15-16%, αντί του 12,5% το οποίο θεωρείται φυσιολογικό σήμερα. Πολύ συχνά, στην επιφάνειά του επέπλεαν στέμφυλα ή είχε μούργα και έπρεπε να το σουρώσεις πριν το ανακατέψεις ή το σερβίρεις. Επομένως, τα κόκκινα κρασιά θα πρέπει να ήταν πολύ σκουρόχρωμα και με πολλές τανίνες.

Η ευωδιά του αρχαίου κρασιού έλεγαν ότι είχε ισχυρή επίδραση στους λάτρεις του κρασιού και ενίοτε τη συνέκριναν με το άρωμα των λουλουδιών. Μερικά άλλα αρώματα όμως μπορεί να μη μας φαίνονταν οικεία στη σύγχρονη εποχή. Κατ’ αρχάς, το κρασί αποκτούσε τη γεύση του αγγείου στο οποίο το μετέφεραν ή το φύλαγαν’ και δε χρησιμοποιούσαν τότε τα δρύινα βαρέλια που χαρίζουν στα σύγχρονα κρασιά το χαρακτηριστικό άρωμα βανίλιας. Εννοούμε μυρωδιά πίσσας ή ρετσινιού, που χρησιμοποιούσαν στο σφράγισμα των αμφορέων, ενώ σε κάποιες περιστάσεις, το κρασί έπαιρνε τη μυρωδιά του πρόβιου ή κατσικίσιου δέρματος, από τους ασκούς όπου το φύλαγαν. Μερικές φορές, σε διάφορα στάδια της διαδικασίας παρασκευής και προετοιμασίας, πρόσθεταν κι άλλα συστατικά, όπως θαλασσινό νερό, αρωματικά βότανα, μυρωδικά και, σε μια περίπτωση, μέλι και ζυμάρι.

Ο Αριστοτέλης, στη διατριβή του «Περί μέθης”, αναφέρει την οινοποσία από «ροδίτικη χυτρίδα”, στην οποία προσέθεταν ένα εκχύλισμα από μείγμα σμύρνας, σχίνου, άνθους κρόκου και Βαλσάμου κινναμώμου. Προφανώς, όταν ζεσταινόταν το αγγείο, τα μυρωδικά μείωναν τη μεθυστική δύναμη του υγρού που περιείχε.

Κατά το Μνησίθεο, έχουμε τρία διαφορετικά χρώματα κρασιού: το «μαύρο», το «άσπρο» και το «κιρρό», δηλαδή το κεχριμπαρένιο.

Τα άσπρα και τα κεχριμπαρένια κρασιά ήταν ή γλυκά ή ξηρά, τα μαύρα μπορούσαν να είναι επίσης και μέτρια. Ο Ιπποκράτης πάλι, στη διατριβή του «Περί διαίτης», διακρίνει τα κρασιά και σε «αρωματικά» ή «χωρίς άρωμα», «λεπτά» ή «παχιά», σε «δυνατά» ή «πιο αδύναμα».

Ο Θεόφραστος λέει ότι κάποιες φορές τα κρασιά ανακατεύονταν.

Οι Έλληνες, αντίθετα από τους Ρωμαίους που ακολούθησαν, δε φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένες ποικιλίες, αλλά οπωσδήποτε αναγνώριζαν την αξία της παλαίωσης – κάτι που εξέπληττε τους αρχαιοδίφες ως τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν τα κρασιά χαλούσαν πολύ γρήγορα. Αυτή η παρανόηση πρέπει να οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι, στις αρχές του Μεσαίωνα, οι εύκολοι στο σφράγισμα πήλινοι αμφορείς έπεσαν σε δυσμένεια και αντικαταστάθηκαν από λιγότερο αεροστεγή δοχεία. Η ηλικία του κρασιού ήταν σημαντικό ζήτημα για τους ειδήμονες κι ενέπνευσε τον καλοφαγά Αρχέστρατο να γράψει μερικούς τρομερά κακούς και περίτεχνους στίχους, οι οποίοι κάνουν τους σύγχρονους ειδήμονες να μοιάζουν εντελώς στερημένοι φαντασίας

 

Μετά, αφού πιείς μια γερή γουλιά προς τιμή του Διός Σωτήρος, πρέπει να πιείς ένα παλιό κρασί, που να κουβαλάει στους ώμους του κατάλευκο κεφάλι, ένα κρασί που να έχει τους υγρούς του βοστρύχους στεφανωμένους με άσπρα λουλούδια, ένα κρασί της  θαλασσοδαρμένης Λέσβου. Και επαινώ το βύβλινο κρασί της ιερής Φοινίκης, αν και δεν το συγκρίνω με το άλλο. Διότι, αν δεν το έχεις ξαναπιεί και ώσπου να το συνηθίσεις, θα σου φανεί πιο αρωματικό από της Λέσβου, γιατί διατηρεί το άρωμά του για πολύ περισσότερη ώρα, αλλά, όταν το πίνεις συχνά, θα σου φανεί πολύ κατώτερο, ενώ n εκτίμηση σου για το λεσβιακό θα ανέβει στα ύψη, αφού είναι ανώτερο όχι μόνο από κάθε άλλο κρασί αλλά κι απ’ την αμβροσία. Και μερικοί αλαζονικοί πομφόλυγες μπορεί να πουν περιφρονητικά ότι το φοινικικό είναι το γλυκύτερο απ’ όλατα κρασιά, αλλά εγώ δε θα τους δώσω σημασία. [. .. ] Το κρασί της Θάσου είναι κατάλλnλο για ευγενική οινοποσία, αρκεί να είναι παλιό, φορτωμένο με πολλές χρονιές.

Η ιδιότητα του κρασιού να βελτιώνεται όσο παλιώνει προκάλεσε κάποιες δυσμενείς για το ανθρώπινο είδος συγκρίσεις. Ο ήρωας ενός έργου του Ευβούλου, για παράδειγμα, παρατηρεί πως οι εταίρες εκτιμούν το παλιό κρασί, αλλά όχι τους ηλικιωμένους άντρες.

Σ’ ένα απόσπασμα του Κρατίνου, βρίσκουμε μια πιο εκλεπτυσμένη σύγκριση με την ανθρώπινη ζωή. Ο Κρατίνος μιλάει για «οίνο μενδαίο που ενnλικιώνεται” (ηβώvτα, στην κυριολεξία θαλερό ή έφηβο) και μας θυμίζει έτσι τα σύγχρονα διαγράμματα ωριμότητας της «ζωής” ενός κρασιού, τα οποία χωρίζουν τις περιόδους ωρίμανσης σε: «στη στιγμή του”, «στην κατάλληλη στιγμή του”, «κουρασμένο” «έχει ξεπεράσει τα όριά του.

Ο κύριος όγκος του κρασιού που κατανάλωναν οι Έλληνες ήταν κοινό κρασί τοπικής παραγωγής, από τη συγκομιδή μικρών ανειδίκευτων κτημάτων. Οι Αθηναίοι αποκαλούσαν αυτό το κρασί τρικότυλο ή «κρασί του λίτρου” (κυριολεκτικά ίσο με τρεις κοτύλες, δηλ. τρία μικρά ποτήρια), επειδή, σύμφωνα με το λεξικογράφο Ησύχιο, μπορούσες να αγοράσεις τρεις κοτύλες μ’ έναν οβολό μόνο. Μερικά εντούτοις ήταν πολύ υψηλότερης ποιότητας, εισάγονταν από περιοχές διάσημες για τα κρασιά τους και καλλιεργούνταν σε μεγάλα κτήματα.

Τέτοια κρασιά συναντάμε συχνά στις κωμωδίες, σε λίστες μαζί με άλλες λιχουδιές, αν και στην ανώτατη Βαθμίδα Βρίσκουμε λιγότερα είδη κρασιών παρά ψαριών, για παράδειγμα, κατ’ επιταγή των ποιητών – τα κρασιά σπάνια ξεπερνούν τα τρία ή τέσσερα τη φορά. Δε συμφωνούν όλες οι πηγές μας για το ποια ήταν τα κορυφαία κρασιά, αλλά τα κρασιά της Θάσου, της Χίου και της Μένδης, πόλης της Χαλκιδικής, θεωρούνταν τα διαπρεπέστερα της κλασικής περιόδου για τους περισσότερους. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα κρασιά της Λέσβου, τα οποία Βρίσκουμε σποραδικά στις λίστες από πολύ νωρίς, από τις αρχές του 5ου αιώνα, αν και ο Πλίνιος πιστεύει ότι η φήμη τους χρονολογείται από τα τέλη του 4ου. Οι ήρωες των θεατρικών έργων διαπραγματεύονται άνετα τις περίεργες ιδιότητες κάθε κρασιού, το χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμά του, τη γλυκύτητά του, όπως στο λόγο του Διονύσου από ένα έργο του Ερμίππου:

Με το κρασί της Μένδης, οι θεοί μουσκεύουν τα μαλακά τους τα στρώματα. Και μετά είναι ένα κρασί της Μαγνησίας, απαλό κι ευχάριστο (μειλιχόδωρον], κι ένα θασιώτικο, που στην επιφάνειά του γλιστράει το άρωμα των μήλων’  αυτό κρίνω ως το καλύτερο απ’ όλα τα κρασιά, εκτός από το άψογο κρασί της Χίου, που διώχνει κάθε πόνο.

Ίχνη της δημοτικότητας των καλών κρασιών της κλασικής περιόδου δε Βρίσκουμε μόνο στα υπολείμματα της αρχαίας γραμματείας, αλλά και σε θραύσματα αμφορέων που Βρέθηκαν στην Αγορά της Αθήνας και αλλού. Καθεμιά από τις σημαντικές πόλεις που έκαναν εξαγωγή κρασιών εμφιάλωνε την παραγωγή της σε χαρακτηριστικά αγγεία που είχαν πάνω κάτω ομοιόμορφο σχήμα, όπως μπορούν να διακρίνουν οι αρχαιολόγοι.

Οι Χίοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν τους αμφορείς τους ως διακριτικό σύμβολο στο νόμισμά τους. Έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που υπονοούν τα αποσπάσματα των κωμωδιών, ότι τα κρασιά των πόλεων αυτών ήταν ειδικά προϊόντα, με αναγνωρίσιμα  χαρακτηριστικά. Μερικές πόλεις ειδικεύονταν στην παραγωγή ενός είδους κρασιού μόνο, άλλες παρήγαγαν περισσότερα. Το χιώτικο κρασί, για παράδειγμα, έβγαινε σε τρεις τύπους: αυστηρό (ξηρό), γλυκάξον (γλυκό) και ένα ονομαζόμενο αυτόκρατο, κάτι ανάμεσα στα δύο.

Η ιδιαιτερότητα αυτών των κρασιών μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της φυσικής επικράτησης συγκεκριμένων ποικιλιών και κάποιων παραδοσιακών μεθόδων, συγκεκριμένων σε κάθε περιοχή. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτά τα ξεχωριστά κρασιά, χωρίς καμία εξαίρεση, προέρχονταν από απομονωμένες αγροτικές οικονομίες, κάτι που ισχύει στην κυριολεξία στην περίπτωση νησιών όπως η Θάσος και η Χίος, ή όπως η Μένδη, που περιτριγυριζόταν από Βαρβάρους.

Είναι σημαντικό από την άποψη αυτή ότι το λεσβιακό κρασί παίρνει το όνομά του από τό νησί, τη γεωγραφική ενότητα, κι όχι από τις πόλεις, Μυτιλήνη, Ερεσό και Μήθυμνα, τις πολιτικές οντότητες που καταλάμβαναν την έκτασή του. Μερικές πολύ σποραδικές αναφορές μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι παραδέχονταν τη λιγότερο χειροπιαστή ιδιότητα της terroir, της μαγικής επιρροής δηλαδή συγκεκριμένων κομματιών γης. Απ’ ό,τι φαίνεται, το καλύτερο χιώτικο κρασί προερχόταν από μια περιοχή στα Βορειοδυτικά του νησιού, που ήταν γνωστή ως Αριουσία.

Μαθαίνουμε επίσης την ύπαρξη ενός κρασιού που λεγόταν βύβλινο, το οποίο, παρ’ όσα λέει ο Αρχέστρατος, δεν προερχόταν από τη φοινικική Βύβλο, αλλά από μια περιοχή της Θράκης απέναντι στις Βορειοδυτικές ακτές της Θάσου, η οποία περιοχή ανήκε ενδεχομένως στην επικράτεια κάποιας πόλης της περιοχής, ίσως στη Θάσο την ίδια.

Η Θάσος μας προσφέρει, εξ αντιδιαστολής, την καλύτερη απόδειξη για μία άκρως οργανωμένη αμπελουργία ευρείας κλίμακας, η οποία οφειλόταν στις παρακινδυνευμένες αλλά ευλογημένες παραδοσιακές μεθόδους και στο καλό χώμα, στοιχεία που συμπλήρωνε και μια σχετική νομοθεσία. Κάποιες επιγραφές που Βρέθηκαν στο νησί αποκαλύπτουν ότι η πολιτική παρέμβαση στο εμπόριο κρασιού ήταν έντονη και πολύ εκτεταμένη. Σε γενικές γραμμές, οι νόμοι ασχολούνταν με την ποιότητα και αυτή η μέριμνα στάθηκε ευεργετική όχι μόνο για τους ντόπιους καταναλωτές του θασιώτικου κρασιού αλλά και για τους εξαγωγείς, των οποίων η επιτυχία εξαρτιόταν από τη διατήρηση της φήμης του νησιού σε υψηλά επίπεδα

***

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζειμς Ντειβιντσον «Αρχαίοι Αθηναίοι – Ηδονές, καταχρήσεις και πάθη» Εκδότης: Περίπλους

Πηγή: antikleidi.com

Κατηγορίες:
Ιστορία

Γερόντων βάσανα στην αρχαία Ελλάδα

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Greeks-Illustration-009Τα γηροβοσκεία, οι υιοθεσίες, η νομοθεσία

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, οι άνθρωποι σπάνια ξεπερνούσαν τα πενήντα χρόνια ζωής. Όσοι δηλαδή κατάφερναν να μεγαλώσουν, καθώς το ποσοστό της παιδικής θνησιμότητας ήταν πολύ υψηλό.

Οι αρρώστιες, οι κακές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις δεν άφηναν τους ανθρώπους να γεράσουν σύμφωνα με τα σημερινά μέτρα, ενώ οι γυναίκες πολύ γρήγορα καταπονούσαν το κορμί τους, αφού άρχιζαν να γεννούν συνεχώς παιδιά μόλις έμπαιναν στην εφηβεία τους. Στα δεκατέσσερά τους, ήταν ήδη παντρεμένες και μητέρες.

Για όσους παρά ταύτα κατάφερναν να γεράσουν, η ζωή δε διέφερε πολύ από αυτή των σημερινών γερόντων. Για τους φτωχούς, τα πράγματα ήταν δύσκολα, για τους ευκατάστατους ευκολότερα. 0 νόμος υποχρέωνε μεν τα παιδιά να συντηρούν τους γέρους γονείς τους, όμως το πράγμα είναι πάντα ευκολότερο όταν ο γέρος έχει δική του περιουσία. Για τους φτωχούς υπήρχαν τα γηροκομεία της αρχαιότητας, που ονομαζόντουσαν «γηροβοσκεία», αλλά θα πρέπει να ήταν ελάχιστα. Οι μόνοι γονείς που δεν προστατεύονταν από το νόμο ήταν αυτοί που είχαν εκπορνεύσει τους γιους τους (όχι τις θυγατέρες τους!) και αυτοί που δεν είχαν φροντίσει να μάθουν στα παιδιά τους μια τέχνη.

greekΣε γενικές γραμμές, ο σεβασμός στους γερόντους ήταν επιβεβλημένος, χωρίς να λείπουν και φαινόμενα χάσματος των γενεών, όπως φαίνεται κυρίως από τον Αριστοφάνη. Οι γέροι κατηγορούσαν τους νέους για ασέβεια και οι νέοι τους γέρους για συντηρητισμό και σκουριασμένα μυαλά. Σε μια παράσταση στο θέατρο του Διονύσου, κάποιος γέρος μπήκε μέσα, αλλά οι μόνοι που σηκώθηκαν για να δώσουν τη θέση τους ήταν κάποιοι Σπαρτιάτες πρέσβεις. Όταν οι χαβαλέδες Αθηναίοι είδαν τη χειρονομία, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ο Σπαρτιάτης τότε, έκπληκτος, είπε στο διπλανό του: «Αυτοί οι Αθηναίοι μπορούν να εκτιμήσουν τους καλους τρόπους, αλλά δεν ξέρουν να τους εφαρμόσουν».

Η αρχαία ελληνική γραμματεία προσφέρει δεκάδες διαφορετικές προσεγγίσεις για τα γηρατειά. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Σωκράτης ρωτά τον Κέφαλο πώς τα βολεύει τώρα που είναι γέρος και δεν έχει σεξουαλικές ορμές. Αυτός απαντά με ένα ανέκδοτο του Σοφοκλή: «Χαίρομαι που ξέφυγα από αυτό το πράγμα, σαν να είχα γλιτώσει από κάποιο άγριο και μανιασμένο κτήνος που με δυνάστευε». Αντιθέτως, ο γέρος Μίμνερμος από τη Μικρά Ασία τον 6ο αιώνα οδύρεται για την κατάστασή του: «Κάλλιο να πεθάνω όταν δε νοιάζομαι πια για κρυφές αγάπες, τα τρυφερά αγκαλιάσματα του έρωτα. Οι θεοί θέλησαν να είναι τα γεράματα μεγάλη συμφορά». Ο νόμος στην Αθήνα απαγόρευε στα παιδιά να επικαλούνται γεροντική άνοια των γονιών τους για να τους πάρουν την περιουσία. Φαίνεται όμως ότι υπήρχαν εξαιρέσεις. Οι γιοι του Σοφοκλή τον έσυραν στα δικαστήρια κι αυτός διάβασε στους δικαστές ένα απόσπασμα από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, που έγραφε εκείνη την περίοδο. «Σας φαίνεται αυτό δουλειά ενός ηλιθίου;» ρώτησε. Η προσφυγή των παιδιών απορρίφθηκε.

diogenes_vat2Για όσους δεν είχαν παιδιά, πολύ συνηθισμένη ήταν στην αρχαία Αθήνα η υιοθεσία, όχι παιδιών αλλά μεγάλων ανθρώπων. Επρόκειτο όχι μόνο για πράξη πρόνοιας ώστε να έχουν κάποιον να τους περιποιηθεί, αλλά και για αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διατηρηθεί το αδιαίρετο της περιουσίας. Για τον ίδιο λόγο, ο νόμος υποχρέωνε τις κοπέλες που δεν είχαν αδελφούς να παντρεύονται τους θείους τους, ώστε η οικογενειακή περιουσία να παραμένει μέσα στο σπίτι.

Πολύ άσχημα την είχαν οι φτωχές γυναίκες που γερνούσαν, καθώς ο νόμος δεν επέτρεπε στις γυναίκες να έχουν παραγωγική απασχόληση, παρά μόνο στους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο Σόλων έκανε μια εξαίρεση και τους επέτρεψε να ασκούν το επάγγελμα της μοιρολογίστρας, ώστε να εξασφαλίζουν κάποια έσοδα. Οι άνδρες, πάλι, μπορούσαν να ασκήσουν το επάγγελμα του δικαστή, το οποίο τους απέφερε απολαβές από το δημόσιο ταμείο. Όσοι αιώνες κι αν πέρασαν πάντως, πάντα τα συναισθήματα των ανθρώπων απέναντι στην ανημποριά των γηρατειών είναι πανομοιότυπα. Όταν ο αιωνόβιος Ζήνων πήγε να μπει στο θέατρο και σκόνταψε, προξενώντας έκρηξη γέλιου στο ακροατήριο, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και είπε στο θεό του Άδη: «Έρχομαι! Γιατί φωνάζεις, Πλούτωνα;». Έπειτα γύρισε σπίτι του και αρνήθηκε να ξαναπάρει τροφή μέχρι που πέθανε.

Κακό πράγμα τα γηρατειά, πολύ χειρότερο όμως να είναι κανείς γέρος από τα νιάτα του

kampourakis

Δημήτρης Καμπουράκης - Μια Σταγόνα Ιστορία - Μέρος Δεύτερο

Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Κατηγορίες:
Νέα
web design by