κοινωνία (6 άρθρα)

Κώστας Αξελός – Οι Νεοέλληνες συλλογίζονται μεν, αλλά δεν σκέπτονται

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Αποσπάσματα από κείμενα του Κώστα Αξελού ακτινογραφούν τις ελληνικές παθογένειες

Η νεωτερική Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από ένα μουσείο και κάτι παραπάνω από μια χώρα απλώς γραφική. Είναι, όμως, και κάτι λιγότερο από μια όντως νεωτερική πραγματικότητα […]

Είναι, λοιπόν, νεωτερική η Ελλάδα; Η αυτοσυνείδηση των Νεοελλήνων επιτελεί ένα πρώτο βήμα δεδομένου ότι ονομάζει τον εαυτό της, αλλά η προσπάθειά της σταματάει εκεί. Η αυτοσυνείδηση αυτή συγκροτείται βέβαια από διαταραγμένες αναπαραστάσεις σχετικά με το πεπρωμένο της αλλά, παραμένοντας μες στη διαταραχή αυτή, απιστεί απέναντι στη διάνοια της ίδιας της γλώσσας της, η οποία ονομάζει λόγον την ομιλία και τη σκέψη – αυτό που μεταμορφώθηκε σε ratio.

Η διάνοια της Ελλάδας συνίσταται στην εναρμόνιση της σκιάς και του φωτός. Αλλά ο διάλογος των Νεοελλήνων με την αυτο-συνείδηση είναι δύσκολο να επιχειρηθεί· […]

Μπορεί η σύγχρονη Ελλάδα να «τρέφεται» με τη δυτική σκέψη, αλλά προσπαθεί απεγνωσμένα να χωνέψει τις ξένες επιστημονικές επιτεύξεις. Στην πραγματικότητα, η δίδυμη αδελφή της επιστήμης, η τεχνική, λείπει παντελώς.

Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζουν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο. Μεγάλα έργα της σκέψης ή της επιστήμης, της τεχνικής ή της τέχνης δεν βλέπουν το φως της ημέρας. Ο όρος δυνατότητα, χάνοντας την πρωταρχική του σημασία (αυτού που καθιστά δυνατή την επίκαιρη πραγμάτωσή του), κατέληξε να σημαίνει τον ευσεβή πόθο.

Η ελληνοκεντρική αυταπάτη

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα παιχνίδι εισαγωγής και εξαγωγής απ’ το οποίο λείπει μια στέρεη αυτόχθων βάση. Η πολιτική δεν είναι, λοιπόν, μια ισχυρή τεχνική σκέψη που δίνει συγκεκριμένη μορφή στη μοίρα ενός συνόλου μέσω μιας ευφυούς στρατηγικής, αλλά περιπέτεια. Κι ανάμεσα στις περιπέτειες υπάρχουν μεγάλες και μικρές. Οι Ελληνες – ή οι μη Ελληνες – που σκέπτονται το παιχνίδι της ελληνικής πολιτικής εφαρμόζουν νοητικά και ρηματικά τους δυτικούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Επιχειρούν να συλλάβουν μια πραγματικότητα ακολουθώντας ένα ακατάλληλο σχήμα. Σχήμα και πραγματικότητα δεν υπακούουν πάντοτε στον ίδιο ρυθμό. Σ’ αυτή την ακαταλληλότητα έρχονται να προστεθούν οι πολυάριθμες αυταπάτες της αυτοσυνείδησης του έθνους.

 

Η μείζων αυταπάτη της νεοελληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληνοκεντρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει, όμως, ο όρος αυτός; Ελληνοκεντρική είναι η σύλληψη που θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο.

Κέντρο τίνος πράγµατος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτηµα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσµο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως, η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόµενο του ονόµατος που δίνει στον εαυτό της, επειδή, όπως ήδη έχουµε πει, δεν σκέπτεται το πεπρωµένο της έτσι ώστε να το εκφράσει µέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγµένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προφέρει ένα χείµαρρο από λόγια ή σωπαίνει.

Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισµός είναι η µοναδική «ιδέα» την οποία µπόρεσε να προβάλει η Ελλάδα [..]

Ο ελληνοκεντρισµός δεν πραγµατώθηκε ούτε πολιτικά ούτε πολιτισµικά ούτε αισθητικά […]

Ισχυρή ή όχι, η νεοελληνική πραγµατικότητα συνιστά παρ’ όλα αυτά µια πραγµατικότητα. Κι αν ακόµη η πραγµατικότητα αυτή είναι στρωµένη µε στάχτες, υπάρχουν ακόµη εστίες φωτιάς. Και άνθρωποι που µάχονται ηρωικά υπέρ των εστιών αυτών. Βεβαίως η Ελλάδα δεν παρέχει το πρότυπο ενός νεωτερικού έθνους, εντούτοις ζει στο κέντρο του νεωτερικού κόσµου.

Μήπως κάνει µόνον ωσάν να ήταν νεωτερική; Ή µήπως ζει µιαν ύπαρξη παρόµοια µ’ εκείνη των φελάχων ή των «πρωτόγονων», οι οποίοι επίσης ζουν συγχρόνως και στο περιθώριο και στο κέντρο του υπερπολιτισµένου κόσµου; Αυτό θα µπορούσαν ή θα έκαναν λάθος να το διαβεβαιώσουν όσοι της επιτίθενται, αλλά διαβεβαιώνοντάς το θα έλεγαν την αλήθεια;

Πώς θα γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική

Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικής» τάσης, µια άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή µιαν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τον ριζικό «δυτικισµό» της […]

Οι «άλλοι» (στους οποίους τόσο συχνά οι Ελληνες αποδίδουν τη σχετλιαστική ονοµασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο συνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσµου και το τέλος του µεσαιωνικού κόσµου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εµψυχωµένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο· δεν µιµούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγµα. Το ζήτηµα δεν είναι καθόλου να γνωρίζουµε αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθηµένες» και οι άλλες µένουν «καθυστερηµένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσουν να φθάσουν τις πρώτες.

Ο καλπασµός των ιστορικών εποχών κατά κανέναν τρόπο δεν συγκρίνεται µε ιπποδροµία. Οι χώρες που δεν δηµιούργησαν τον νεωτερικό κόσµο οφείλουν να πραγµατοποιήσουν ξανά, και για δικό τους λογαριασµό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφθούν οι πλούσιοι συγγενείς τους για να γευθούν τη χάρη της γραφικής τους ζωής. Οι σπόροι που µεταφέρθηκαν πρέπει να φυτρώσουν σε γόνιµο έδαφος και µάλιστα να ριζώσουν. Για να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνηµα προερχόµενο από τη δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς τον «µοντερνισµό» αλλά προς τη νεωτερικότητα. Είναι έτοιµο το κίνηµα αυτό προκειµένου να ολοκληρωθεί;

Αν η ελληνοκεντρική αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη µιµητική της τάση, θα µπορούσε µήπως να γίνει αυθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων πάνω στα οποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια; Για να συµβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν πρώτα να ξεπεράσει η χώρα µιαν άλλη από τις τάσεις της: εκείνη τη µισο-εθνική, µισο-ψυχολογική τάση της που την εξωθεί ν’ αναπτύσσει διαλεκτικές ψευδο-συνθέσεις.

Μία κοινή άποψη, πολύ κοινή – και πολύ διαδεδοµένη – θέλει την Ελλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων […]

Μπορεί µήπως αυτός ο ναρκισσισµός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγµατώσει (να πραγµατώσει κι όχι να ονειρευθεί την πραγµάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόµη και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί να σπρώξει ως την άκρη την ίδια τη λογική του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική. Δεν τον κινητοποιούν παρά ψυχολογικές αναπαραστάσεις που εξαντλούνται στη «γεύση» της καθηµερινής ζωής και δονούν κυρίως τις αισθήσεις των φιλήδονων. Ολα τούτα δεν µπορούν να εγερθούν σε βλέψεις αντάξιες ενός συνόλου το οποίο εντάσσεται απαραιτήτως στην ολότητα όλων όσα είναι. Το τοπικό εξαντλείται γρήγορα, όταν δεν είναι ο – έστω και περιορισµένος – τόπος όπου τοποθετείται µια οικουµενικότητα.

Μια ατµόσφαιρα γεµάτη µεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση

Η σκέψη είναι ένα άνοιγµα, κι ένα παράθυρό της είναι η λογική σκέψη. Οι αρχαίοι Ελληνες κατεύθυναν την πρωταρχική (και αναγκαστικά ποιητική) σκέψη προς την ολότητα όλων όσα είναι, οι Βυζαντινοί την εναρµόνισαν µε το χριστιανισµό και οι Νεοέλληνες την αγνοούν. Διαθέτουν οπωσδήποτε ζωηρή (πολύ ζωηρή) ευφυΐα. Εχοντας ακόρεστη περιέργεια λατρεύουν την πληροφόρηση και καταβροχθίζουν κάθε νεωτερισµό, ενώ κι ένας αρκετά αξιόλογος αριθµός οιονεί ιδιοφυών εκδηλώνεται στη δηµοκρατία του δρόµου. Ωστόσο, λείπει ο λόγος.

Οι Νεοέλληνες, καθώς αφοµοιώνουν λίγο πολύ την ευρωπαϊκή σκέψη, συλλογίζονται µεν, αλλά δεν σκέπτονται. Η απουσία σκέψης συνιστά απουσία διαµόρφωσης και µορφής, κι έτσι ούτε το ψυχολογικό ούτε το κοινωνικό µπορούν να ξεπεραστούν. Οι σύγχρονοι Ελληνες µοιάζουν ανίκανοι να κατευθύνουν το δικό τους πεπερασµένο προς το άπειρο. Κι ούτε κατορθώνουν να µεταµορφώσουν τη θλίψη των τραγουδιών τους σε λόγια της αγωνίας. Η γλυκύτητα της ζωής, οι χαρές της γιορτής δεν ορθώνονται σε µορφές της Χαράς, επειδή λείπει ο στοχασµός. Ακόµη και µια παράξενη χαρά της ζωής µπερδεύεται κατά περίεργο τρόπο µε µιαν ορισµένη µελαγχολία, κι όλα αυτά φτιάχνουν µιαν ατµόσφαιρα γεµάτη µεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση, χωρίς εµβέλεια οικουµενική.

Γιατί η σκέψη δεν εκδηλώνεται στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι δύσκολη η απάντηση σε κάθε ερώτηση που αρχίζει µε ένα απότοµο «γιατί;».

Τούτη τη στιγµή προσπαθούµε να σκεφθούµε αυτή την απουσία σκέψης […]

Οι Νεοέλληνες, αντιθέτως, συλλογίζονται και δεν σκέπτονται, µιλούν πολύ και δεν έχουν συντεταγµένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καµιά συνέχεια· βαδίζουν πάνω σ’ ένα δρόµο αλλά δεν πορεύονται. Θα ακολουθήσουν ποτέ τη σχολή της σκέψης και, ξεπερνώντας τη σκέψη της σχολής, θα αποκτήσουν επίσης και µνήµη;

Τα ερωτήµατα που εγείραµε αφορούν εξίσου τόσο τη «δεξιά» όσο και την «αριστερά» που µάχονται η µία την άλλη, αλλά και το «κέντρο» επίσης, όπως εξυπακούεται. Επειδή τα κόµµατα, έστω κι όταν στοχεύουν στο όλον, δεν είναι παρά µόνο «κοµµάτια». Ας πάψουµε να συντηρούµε τη σύγχυση των όρων, όταν το ζήτηµα είναι να θέσουµε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων.

Η µοίρα της σύγχρονης Ελλάδας είναι µία µοίρα: θετική ή αρνητική, µπορεί ν’ αντιµετωπισθεί είτε ως µοίρα προνοιακή είτε ως η µοίρα ενός καθυστερηµένου λαού τον οποίο εκµεταλλεύονται οι ιµπεριαλιστικές δυνάµεις.

Η Ελλάδα είναι ελληνική: είτε συνθέτει εθνική ενότητα, µια ράτσα, είτε το µελλοντικό µέλος µιας µελλοντικής Συνοµοσπονδίας. Η µοίρα της είναι νεωτερική: είτε βρίσκεται κάτω απ’ το σηµάδι της αναζήτησης του θεµελίου είτε κάτω απ’ το σηµάδι της πάλης των τάξεων ή των κρατών. Η σύγχρονη Ελλάδα, όπως κι αν αντιµετωπίζεται, εθνικά ή κοινωνικά, φυλετικά ή πολιτισµικά, δεν µπορεί να είναι δίχως µοίρα στους κόλπους του σύγχρονου κόσµου. Παραµένει εντούτοις πρόβληµα: από το α ως το ω.

Το ερώτηµα το οποίο µας θέτει είναι καίριο: ο κατακερµατισµός εποµένως των απαντήσεων θα σήµαινε ότι δεν εισακούεται η ερώτηση. Οι επιµέρους λύσεις που επιβάλλονται είναι, φυσικά, πολυάριθµες και αφορούν την οικονοµία και την πολιτική, το δίκαιο και την παιδεία, τη συνείδηση και την τεχνική. Ολες αυτές οι επιµέρους λύσεις έχουν θεµελιωδώς ανάγκη θεµελίου. Το είναι της Ελλάδας συµπίπτει µε το θεµέλιο αυτό.

Η Ελλάδα οφείλει επίσης ν’ αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήµατα: ν’ αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δοµής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της· οφείλει ν’ αποκτήσει µια γνώση και ν’ αναπτύξει τις επιστήµες. Αφήνοντας κατά µέρος την αυταρέσκειά της, θα περάσει µήπως στο στάδιο της προσπάθειας και της συνέπειας; Θα εκτιναχθεί – σαν µεταλλικό ελατήριο πιεσµένο από καιρό – προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης; Θα γνωρίσει τη χαρά της αποτελεσµατικής έντασης και την αληθινή θλίψη της κακιάς ώρας; Στους κόλπους του νεωτερικού Κόσµου που κυριαρχείται από τις µεγάλες δυνάµεις, µε ποιον τρόπο θα εδραιώσει η Ελλάδα την αρµονία ανάµεσα στη δύναµη και την αδυναµία της; Και για να ιδιοποιηθεί το είναι της, µήπως πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο; Θα µπορέσει να εξασφαλίσει τη θέση της στον κόσµο χωρίς να εγκαταλείψει τη φύση της και θα ξέρει µε ποιον τρόπο να διατηρήσει την ισορροπία ανάµεσα στην φύσιν και την τέχνην;

***

Κώστας Αξελός Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Αθήνα, 2010, εκδόσεις Νεφέλη. 

Πηγή: antikleidi.com

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

4 τρόποι να σταματήσετε να φοβάστε την κρίση των άλλων.

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Αντί να αποφεύγετε να μιλάτε για τις προτιμήσεις σας και να προσπαθείτε υπερβολικά να διαμορφώσετε μία εικόνα προς τους άλλους έτσι ώστε να μην σας κρίνουν, μπορείτε αντί αυτού να προσπαθήσετε να αποδεχτείτε αυτή τη διαδικασία.

Αντί να προσπαθούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους, κάτι που δεν γίνεται, μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η κρίση των άλλων για εμάς.

Οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, καταβάλουν αυτοκαταστροφικές προσπάθειες για να ξεφύγουν από τις αρνητικές κρίσεις των άλλων: αποφεύγουν να λένε αυτό που θέλουν να πουν, δεν εκφράζουν τη γνώμη τους σε μία σχολική τάξη ή σε μία εργασιακή συνάντηση, αποφεύγουν να λένε στο σύντροφό τους τις αληθινές επιθυμίες τους, δεν ζητούν αύξηση κ.α. Αυτός ο φόβος της κρίσης από τους άλλους, συνδέεται με την επιθυμία μας να είμαστε αρεστοί σε όλους, ανά πάσα στιγμή. Όμως επειδή αυτό είναι αδύνατο, παίζουμε ένα χαμένο παιχνίδι που μας κρατά μακριά από το να βιώσουμε και να εκφράσουμε ανεπιφύλακτα τον αληθινό εαυτό μας.

Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας το παραδεχτούμε: οι άνθρωποι πάντα θα κρίνουν τους άλλους με καλές, κακές, συμπαθητικές, αντιπαθητικές ή ενδιάμεσες εντυπώσεις και καθώς νέες πληροφορίες έρχονται συνέχεια στο φως, το ανθρώπινο μυαλό τις επανεκτιμά: Είναι μια συνεχής διαδικασία. Αντί να αποφεύγετε να μιλάτε για τις προτιμήσεις σας και να προσπαθείτε υπερβολικά να διαμορφώσετε μία εικόνα προς τους άλλους έτσι ώστε να μην σας κρίνουν, μπορείτε αντί αυτού να προσπαθήσετε να αποδεχτείτε αυτή τη διαδικασία.

Παρακάτω θα βρείτε τέσσερις κατευθύνσεις για να σταματήσετε να ζείτε με το φόβο της κρίσης:

1. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα

Η πραγματικότητα είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει περιορισμένα αποθεματικά δεδομένα. Παρ’ όλο που μπορεί να κάνει κρίσεις, αυτές δεν είναι αρκετά σημαντικές για να κερδίσουν μια θέση στις τράπεζες της μνήμης μας για πάντα. Έτσι, όταν κάποιος σας κρίνει, οι πιθανότητες είναι ότι λίγες ώρες ή ημέρες αργότερα, η εν λόγω κρίση θα έχει απομακρυνθεί από τη συνειδητή επίγνωση του. Κατανοούμε τους ανθρώπους όχι για τα μικρά λάθη ή τις αποτυχίες που παρατηρούμε, αλλά δημιουργώντας ένα νοητικό σχήμα βασισμένο στα σημαντικά πράγματα που κάνουν και λένε, στους τρόπους αλληλεπίδρασης με εμάς και στο πώς μας κάνουν να νιώθουμε με την πάροδο του χρόνου.

2. Η κρίση είναι αναπόφευκτη

Σταματήστε να προσπαθείτε να ελέγξετε τις κρίσεις των άλλων. Έχει γίνει συνήθεια των καιρών να απαιτούμε από τους άλλους να μην μας κρίνουν. Σκεφτείτε διάφορους τίτλους που διαβάζετε ή φράσεις που ακούτε όπως: «Μην Κρίνετε» και «Εδώ που είμαστε, δεν κρίνουμε τους άλλους». Τίποτα από αυτά δεν βοηθά πραγματικά: Δεν μπορείτε να ελέγξετε τι σκέφτονται οι άλλοι. Ίσως να μην εκφράσουν την κρίση τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να σταματήσουν μια φυσιολογική διαδικασία του εγκεφάλου. Αντιθέτως, προσπαθείστε να εξηγήσετε τι αισθάνεστε έτσι ώστε εκείνοι στους οποίους ανοίγεστε, να σας κατανοήσουν και να έρθουν στη θέση σας. Η συμπόνια διαλύει το άγχος της επίκρισης. Όταν είναι παρούσα, οι κρίσεις χάνουν τη σημασία τους, επειδή οι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν τι νιώθουν οι άλλοι απέναντί τους.

 

3. Αφήστε τους να κρίνουν

Μπορεί να είναι απελευθερωτικό σε μια οικεία σχέση να επιτρέπετε τις κρίσεις. Αντί να εμποδίζετε τον εαυτό σας από το να είναι ανοικτός ή ευάλωτος ή να μοιράζεται κάτι αρνητικό αλλά σημαντικό, κάντε το έτσι κι αλλιώς. Αν παρατηρήσετε τον εαυτό σας να κρύβεται πίσω από το φόβο της κρίσης, αναρωτηθείτε αρχικά: «Τι φοβάμαι στην κρίση των άλλων όταν φανερώσω τα συναισθήματά μου;»και «Τι είναι αυτό φοβάμαι ότι θα συμβεί αν κάνουν αυτή τη συγκεκριμένη κρίση για μένα;».
Μόλις εντοπίσετε το φόβο, προσπαθήστε να καθησυχάσετε τον εαυτό σας ή να βρείτε έναν τρόπο που θα μπορούσατε να διαχειριστείτε το φόβο, αν εμφανιστεί. Υπενθυμίστε στον εαυτό σας ότι οι στενές και φιλικές σχέσεις εμβαθύνονται όταν οι ανθρώποι ρισκάρουν και κριτικάρουν. Αν αυτό το άνοιγμα δεν συμβεί, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχετε κάνει κάτι λάθος, αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το πρόσωπο με το οποίο προσπαθείτε να συνδεθείτε δεν έχει τη δυνατότητα για μια συναισθηματικά οικεία σχέση.

4. Παρατηρήστε τις δικές σας κρίσεις

Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να νοιάζεστε λιγότερο για τις κρίσεις των άλλων από το να κρίνετε λιγότερο τον εαυτό σας και τους άλλους. Φυσικά η κρίση είναι αναπόφευκτη, αλλά προσπαθήστε να παρατηρήσετε τη γλώσσα που χρησιμοποιείτε στο μυαλό σας για τους ανθρώπους και τα γεγονότα στη ζωή σας. Αλλάξτε την εστίαση των αποφάσεων σας: Αντί να πείτε «αυτή είναι χάλια» ή «αυτός είναι ένας χαμένος», ρωτήστε τον εαυτό σας τι συναισθήματα σας προκαλεί αυτός ο άνθρωπος και θέλετε να αποφύγετε ή να γνωρίσετε στο μέλλον. Για παράδειγμα, «Ποτέ δεν εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της απέναντί μου» ή «Εκείνος μου λέει ότι προσπαθεί, αλλά πάντα καταλήγω απογοητευμένος». Απομακρυνθείτε από τους απλούς χαρακτηρισμούς (π.χ. καλός/κακός) των άλλων στη ζωή σας και αντικαταστήστε τους με εκείνους που είναι υγιείς ή όχι για εσάς.
_______________________

Πηγή: psychologytoday.com , fylikanea.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Μάνος Χατζιδάκις – Πού καιρός για επανάσταση!

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

“Πού καιρός για επανάσταση! Και γιατί άλλωστε; Να διορθωθεί τι και με ποιο τρόπο; Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης, όπως είπαμε Κυρίας. Της Εξουσίας.

Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης. Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μια επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες. Η καταπίεση ευνοεί την αντίσταση και την ψυχική υγεία. Η επιτυχία και η επικράτηση κάνει ν’ αναβιώσει η εγωπάθεια, ο απολυταρχισμός, ο συγκεντρωτισμός και η απανθρωπιά.

Η αντίσταση ξαναγεννά. Η Εξουσία φθείρει, καταστρέφει τα ζωογόνα κύτταρα του ανθρώπου. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν’ αντέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας.

Ο άνθρωπος σε μια έξυπνη στιγμή του, έβγαλε τον Θεό και το Δαίμονα από μέσα του και τους εναπόθεσε στους ουρανούς. Θέσπισε Νόμους, έχτισε εκκλησίες και έγινε ανεύθυνος στη μοίρα του, μοιράζοντας τις ευθύνες έξω από αυτόν. Μια σειρά τελετουργιών προδικάζουν την επιρροή του καλού και του κακού. Κι έτσι αφέθηκε να τον καθοδηγεί η ανθρώπινη αδυναμία του και όχι μια σμιλεμένη ανθρώπινη κρίση.

Η πολιτεία, το Κράτος, ευνοεί την εκπαίδευση εκείνη που δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο αλλά τον περιορίζει σε ειδικά πλαίσια, επωφελή για το σύνολο. Και η ανθρώπινη κρίση άρχισε να περιορίζεται στα καθ’ ημάς και όχι στις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης μας.

Πώς να αντιδράσουμε όταν η μεγάλη πλειοψηφία ζει την πλάνη, πως εκπροσωπείται από τους τυχοδιώκτες του Τύπου και της Πολιτικής και πως η θέλησή της κυβερνά; Πώς θα μπορέσει να αποφύγει τη θανάσιμη ψευδαίσθηση που έντεχνα έχουν δημιουργήσει οι εκάστοτε κρατούντες κι ακόμη περισσότερο οι ψευτοσοσιαλιστές και οι αριστερίζοντες καιροσκόποι; […]

 

Μια καινούργια τάξη αρχίζει να γεννιέται από τους φωτισμένους και ανησυχούντες κάθε παράταξης. Και φυσικά καλούμεθα να ζήσουμε διωγμούς και καταδιώξεις όλων αυτών των ανήσυχων και πεφωτισμένων, στο όνομα του λαού και του Σοσιαλισμού, ετούτη τη φορά. Όπως παλιά στο όνομα της Πατρίδας και του Έθνους ημών του Ιερού.

Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί και όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.

Το θέμα όμως παραμένει επιτακτικό και τυραννικό. Πώς ένας πολίτης που σκέφτεται και δεν εννοεί να συμβιβάζεται ή να βολεύεται στις ομαδικές πλάνες, μη συμμετέχοντας στα ομαδικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, πώς ένας τέτοιος πολίτης είναι δυνατόν να διατηρήσει τη φωνή του και τη σημασία της, με το κύρος που του παρέχει η επιτυχής προσωπική του εργασία;

Εδώ παρατηρούμε μια συνεχή διαρροή επιτυχών πολιτών που για τον έναν ή άλλο λόγο δεν άντεξαν στην επιτυχία ή στην καθιέρωση. Το Κράτος τους κολακεύει με τη συμμετοχή τους στην άσκηση πολιτικών πράξεων. Τους χρίζει βουλευτές. Ένας πρώτος και εύκολος εκμαυλισμός τους. Τους εισάγει στη Βουλή κι ενώ είναι γνωστό πως η Βουλή έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί κέντρο λήψης αποφάσεων. Έχει καταλήξει σε κέντρο επικυρώσεως κυβερνητικών αποφάσεων. Είναι μια βιτρίνα-επίφαση μιας δήθεν Δημοκρατίας. Και ο ‘επιτυχών’ ευνουχίζεται σε μια παράσταση που έχει πάψει προ πολλού να σημαίνει κάτι παραπάνω από μια ‘τελετουργία νεκρού θέματος’.

Και το κακό είναι πως οι πολίτες συνηθίζουν στην παρερμηνεία των λέξεων και στις κενές περιεχομένου σπουδαιοφανείς ορολογίες, που επικίνδυνα έχουν επικρατήσει στους νεοελληνικούς καιρούς μας. Κι όχι μόνο στον τόπο μας, αν και εδώ το κακό έχει παραγίνει. Έχουμε φτάσει σ’ εγκληματικά όρια και η αντίδρασή μας δεν πρέπει να χωράει αναστολή. Προφέρονται ανενδοίαστα λέξεις-φράσεις χωρίς ίχνος από το αρχικό τους περιεχόμενο.

Και χαρακτηρίζεται ολόκληρη η κυβερνητική δραστηριότητα από μια τέτοια κενή περιεχομένου λεξιχρησία, χωρίς ενδοιασμό, ντροπή ή επιφύλαξη, που υποτιμά την στοιχειώδη νοημοσύνη του Έλληνα πολίτη, τουλάχιστον στο ποσοστό των μ’ευαισθησία ανησυχούντων και σκεπτόμενων. Ζούμε την προετοιμασία νεοφασιστικών καιρών, στ’ όνομα του παντοδύναμου λαού και των ‘απλών’ ανθρώπων. Και φυσικά ήταν επόμενο να φανούν ‘δημοσιογραφικά’ όργανα για να υπηρετήσουν τον προετοιμαζόμενο νεοφασισμό, με εκχυδαϊσμένη γλώσσα, εσκεμμένος λεξινοθείες και ευτελείς κολακείες γερόντων και υποανάπτυκτων πολιτών.’

Απόσπασμα από το Κείμενο: “Ο λόγος για τους Έλληνες νέους του ΄88′

Μάνος Χατζιδάκις, «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι», εκδ. ‘Ικαρος, 2011

Πηγή: poiein.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Μια ανοησία, δεν είναι περισσότερο αληθής αν την υποστηρίζουν χιλιάδες

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Πηγαίνετε σε μια συναυλία. Στη γωνία του δρόμου πέφτετε πάνω σε μια ομάδα ατόμων που κοιτάζουν τον ουρανό. Χωρίς να σκεφτείτε, σηκώνετε το κεφάλι. Γιατί; Λόγω του φαινομένου που ονομάζουμε κοινωνική απόδειξη.

Στη μέση του κονσέρτου, σ’ ένα κομμάτι που ο σολίστας εκτελεί με μπρίο, κάποιος μέσα στο κοινό αρχίζει να χειροκροτεί και, ένα δευτερόλεπτο αργότερα, όλη η αίθουσα κάνει το ίδιο. Το ίδιο κι εσείς. Γιατί; Πάλι η κοινωνική απόδειξη.

Μετά τo κονσέρτο πηγαίνετε στο βεστιάριο για να πάρετε το παλτό σας. Παρατηρείτε ότι τα άτομα που στέκονται μπροστά σας στην ουρά αφήνουν νομίσματα σ’ ένα πιάτο, ενώ το βεστιάριο περιλαμβάνεται στην τιμή του εισιτηρίου. Τι κάνετε; Αφήνετε κι εσείς πουρμπουάρ. Λόγω της κοινωνικής απόδειξης (που αποκαλείται ενίοτε πνεύμα κοπαδιού, αγελαίο ένστικτο ή, γενικότερα,κομφορμισμός), συμπεριφέρομαι όπως οι άλλοι. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα άτομα επιδοκιμάζουν μια ιδέα, τόσο καλύτερη είναι αυτή η ιδέα- πράγμα, φυσικά, παράλογο.

Πίσω από τις κερδοσκοπικές φούσκες και τις κινήσεις χρηματιστηριακού πανικού κρύβεται η κοινωνική απόδειξη. Τη βλέπουμε επί τω έργω στον κόσμο της μόδας, στις τεχνικές μάνατζμεντ, στα χόμπι, στις δίαιτες, στις θρησκευτικές πεποιθήσεις κτλ. Η κοινωνική απόδειξη μπορεί να παραλύσει ολόκληρους πολιτισμούς- σκεφτείτε, παραδείγματος χάρη, τις ομαδικές αυτοκτονίες που οργανώνουν ορισμένες αιρέσεις.

Το πείραμα που έκανε για πρώτη φορά ο ψυχολόγος Σόλομον Ας, το 1950, αποδεικνύει πόσο η κοινωνική πίεση μπορεί να διαστρεβλώσει τη σωστή κρίση.

Ο ερευνητής δείχνει γραμμές διαφορετικού μήκους σ’ έναν εθελοντή που πρέπει κάθε φορά να δηλώνει αν η γραμμή είναι μακρύτερη, κοντύτερη ή ίση με μια γραμμή αναφοράς. Όταν ο εθελοντής είναι μόνος του στον χώρο εκτιμά σωστά το μήκος των γραμμών που του δείχνουν- η άσκηση είναι πραγματικά εύκολη. Έπειτα ο ερευνητής φέρνει άλλα εφτά άτομα στον ίδιο χώρο — τους «συνενόχους» του, αλλά ο εθελοντής δεν το ξέρει. Οι νεοφερμένοι, ο ένας μετά τον άλλο, δίνουν λανθασμένη απάντηση δηλώνοντας ότι η εν λόγω γραμμή είναι πιο κοντή, ενώ είναι ολοφάνερα πιο μακριά από τη γραμμή αναφοράς. Ύστερα έρχεται η σειρά του εθελοντή να απαντήσει. Στο 30% των περιπτώσεων δίνει την ίδια λάθος απάντηση με τους προηγούμενους, από καθαρή κοινωνική πίεση.

 

Γιατί; Διότι αυτή η συμπεριφορά αποδείχτηκε αποτελεσματική στρατηγική επιβίωσης κατά την εξέλιξη. Ας υποθέσουμε ότι ζείτε 50.000 χρόνια πριν και ότι περπατάτε στη σαβάνα με τους κυνηγούς συντρόφους σας και, ξαφνικά, εκείνοι το βάζουν στα πόδια. Τι κάνετε; Στέκεστε ακίνητος ξύνοντας το πιγούνι και αναρωτιέστε αν αυτό που βλέπετε είναι πράγματι λιοντάρι ή κάποιο ακίνδυνο ζώο που μοιάζει με λιοντάρι; Όχι βέβαια! Εξαφανίζεστε κι εσείς γρήγορα. Μπορείτε να σκεφτείτε αργότερα, όταν θα είστε ασφαλής.

Εκείνος που συμπεριφέρθηκε διαφορετικά στη σαβάνα του Σερενγκέτι δεν επέζησε για να μεταβιβάσει τα γονίδιά του στους απογόνους του. Αυτός ο τύπος συμπεριφοράς είναι τόσο ριζωμένος μέσα μας, που εξακολουθούμε να τον χρησιμοποιούμε, ενώ δε μας προσφέρει πια κανένα πλεονέκτημα επιβίωσης. Το μόνο παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ όπου η κοινωνική απόδειξη είναι χρήσιμη είναι να έχετε εισιτήρια για ένα ποδοσφαιρικό ματς σε μια ξένη πόλη και να μην ξέρετε πού βρίσκεται το στάδιο – στην περίπτωση αυτή είναι μάλλον λογικό να ακολουθήσετε τα άτομα που μοιάζουν με φιλάθλους.

Οι κωμωδίες καταστάσεων και τα τοκ σόου χρησιμοποιούν την κοινωνική απόδειξη μεταδίδοντας σε καίριες στιγμές ηχογραφημένα γέλια για να προκαλέσουν το γέλιο των τηλεθεατών. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα κοινωνικής απόδειξης είναι χωρίς αμφιβολία ο λόγος του Γιόζεφ Γκέμπελς στις 18 Φεβρουάριου του 1943 με τίτλο «Θέλετε τον ολοκληρωτικό πόλεμο;». (Στο YouTube υπάρχει βίντεο αυτής της ομιλίας.) Αν είχε θέσει την ερώτηση σε κάθε άτομο ξεχωριστά και ανωνύμως, κανένα δε θα είχε απαντήσει καταφατικά στη θεοπάλαβη πρότασή του.

Η διαφήμιση εκμεταλλεύεται συστηματικά την αδυναμία μας να υποκύπτουμε στην πίεση της κοινωνικής απόδειξης. Είναι μάλιστα πιο αποτελεσματική όταν υπάρχει πληθώρα προϊόντων τα χαρακτηριστικά των οποίων δεν έχουν ευδιάκριτες διαφορές μεταξύ τους (για παράδειγμα, όταν πρέπει να διαλέξετε ανάμεσα σε διάφορες μάρκες αυτοκινήτων, απορρυπαντικών, καλλυντικών που, τελικά είναι ισάξια) και όπου εμφανίζονται άνθρωποι “όπως εσείς κι εγώ”. Γι’ αυτό δε θα δείτε ποτέ στην τηλεόραση μια Αφρικανή νοικοκυρά να επαινεί ένα προϊόν καθαρισμού.

Να είστε δύσπιστοι όταν μια επιχείρηση διατείνεται ότι το προϊόν της είναι “πρώτο σε πωλήσεις” . Παράλογο επιχείρημα, διότι δε σημαίνει ότι είναι καλύτερο μόνο και μόνο επειδή πουλιέται πολύ. Όπως έλεγε ο συγγραφέας Σόμερσετ Μομ, το ότι πενήντα εκατομμύρια άτομα υποστηρίζουν μια ανοησία αυτό δε σημαίνει ότι είναι αλήθεια.

 

(Εικόνα: Misha Gordi)

Ρολφ Ντομπέλλι - Η τέχνη της καθαρής σκέψης. Εκδόσεις Πατάκη. Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου

Πηγή: lecturesbureau.gr

 

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Ο κύκλος της ζωής...

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Του Ηλία Γιαννακόπουλου

Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Τρίτης Ηλικίας

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο˙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο˙  το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή» (Ν. Καζαντζάκης, «Ασκητική»).

Κάθε προσπάθεια να ορίσουμε το περιεχόμενο της έννοιας «ζωή» προσκρούει στο αφετηριακό κριτήριο. Σε αυτό διαφωνούν Βιολόγοι, Ψυχολόγοι, Ανθρωπολόγοι, Θεολόγοι και Κοινωνιολόγοι. Στο χορό των διαφωνούντων προστίθενται και οι φιλόσοφοι που δίνουν άλλη διάσταση στην έννοια ζωή. Η ζωή, δηλαδή, δεν είναι ένα απλό βιολογικό φαινόμενο (αναπνοή, κίνηση…) αλλά εμπεριέχει κι άλλα στοιχεία που την καθιστούν ως φαινόμενο πολυδιάστατη.

Στο γνωστό «κύκλο της ζωής» δεν ανευρίσκονται μόνο τα δύο άκρα, η γέννηση και ο θάνατος, αλλά κι ένα πλήθος άλλων στοιχείων που νοηματοδοτούν το περιεχόμενο της έννοιας «ζωή». Τέτοια μπορεί να είναι η δημιουργία, οι πνευματικές αναζητήσεις, οι φιλοσοφικοί στοχασμοί, οι κοινωνικοί προβληματισμοί, οι ανθρώπινες σχέσεις, η αναζήτηση του θείου, οι θυσίες, οι αγώνες, το άγχος και η αγωνία του μέλλοντος. Γι’ αυτό και η ζωή ετυμολογικά βρίσκεται κοντά στην έννοια Βίος και στη Βία.

Οι απαισιόδοξοι βλέπουν στον «κύκλο της ζωής» μόνο το ένα άκρο, το θάνατο. Θεωρούν ματαιότητα κάθε ενασχόληση με τη βραχεία περίοδο της ζωής, αφού ο θάνατος συνιστά μια αδήριτη αναγκαιότητα, μια φυσική νομοτέλεια. Γι’ αυτούς (Σοπενχάουερ….) η μόνη βεβαιότητα είναι το τέλος, ο θάνατος και με αυτό το δεδομένο πρέπει να οργανώνουμε το βραχύ διάστημα της ζωής. Η «άβυσσος» μας υπενθυμίζει την περατότητά μας και το εφήμερο της ύπαρξής μας.

«Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή˙ κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν˙ Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία» (Ν. Καζαντζάκης, «Ασκητική»).

Στην αντίπερα όχθη όσων περιδιαβάζουν τον «κύκλο της ζωής» βρίσκονται εκείνοι που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην ίδια τη ζωή και όχι στο μοιραίο – αναπόφευκτο τέλος. Η ζωή μπορεί να κινείται ανάμεσα σε δύο «τελείες», αλλά πάντα αγωνίζεται να επιμηκύνει το «μεταξύ αυτών διάστημα» και να το εμπλουτίσει. Η δημιουργία και η σύνθεση, όπως και η υπέρβαση της υλικής μας υπόστασης, συνιστούν τα αναγκαία βάθρα της πραγματικής ζωής. Η ζωή είναι μια κίνηση, μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με το άγνωστο, το τυχαίο και το ανέλπιστο.

 

Τον ύμνο της ζωής τον κατέγραψε εμφαντικά ο Ρουσσώ:

«Ζω δε σημαίνει αναπνέω, σημαίνει ενεργώ˙ σημαίνει χρησιμοποιώ τα όργανά μου, τις αισθήσεις μου, τις ικανότητές μου, όλα τα μέρη του εαυτού μου που μου δίνουν τη συναίσθηση της ύπαρξής μου. Ο άνθρωπος που έζησε περισσότερο δεν είναι εκείνος που μέτρησε περισσότερα χρόνια, αλλά όποιος ένιωσε περισσότερο τη ζωή».

Μπροστά στις δυο αυτές πραγματικότητες, τις δυο αντίρροπες δυνάμεις (Ζωή – Θάνατος) δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε. Αποτελούν τον «ανήφορο» και τον «κατήφορο». Πρέπει να διαβούμε και τα δυο αυτά «ρέματα» χωρίς αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Η αβεβαιότητα της ύπαρξής μας δεν πρέπει να μας οδηγεί στην παραίτηση και στην αγωνία του θανάτου. Το απροσδιόριστο της ζωής μάς οπλίζει με αποφασιστικότητα, ενέργεια και μας κρατά σε εγρήγορση. Εξάλλου, η εναλλαγή των εποχών επιβεβαιώνει το «άχρονο» της ζωής που με τη δημιουργία απομακρύνει – έστω και για λίγο – τη θλιβερή πραγματικότητα, το θάνατο:

 

Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν – Ζωή, Θάνατος – μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε τη «σχέση» μας προς τις δυο αυτές πραγματικότητες

«Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές˙και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη» (Ν. Καζαντζάκης «Ασκητική»).

Η παγκόσμια ημέρα της Τρίτης Ηλικίας (1η Οκτωβρίου) δεν είναι μόνο μια ευκαιρία για την ανάδειξη της προσοχής μας και του σεβασμού μας προς τους ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτήν την περίοδο της ζωής τους, αλλά και μια ευκαιρία για αυτογνωσία και εσωτερικό στοχασμό. Να ξαναδούμε τις ευαισθησίες μας, την ανθρωπιά μας, τις ενοχές μας αλλά και τις ευθύνες μας, γιατί κατά το γνωστό «εκεί που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις».

Ο «κύκλος της ζωής» συμβατικά λέμε πως έχει αρχή τη Γέννηση και τέλος το Θάνατο. Ποιος, όμως, μπορεί με βεβαιότητα να διακρίνει την αρχή και το τέλος σε ένα κύκλο; Ίσως σε αυτό το ερώτημα κάποια πειστική απάντηση μπορεί να δώσει ο Νίτσε με τη θεωρία του για την αιώνια επιστροφή. Ο βρετανός φυσικός Roger Penrose θεωρεί πως το σύμπαν κάνει συνεχείς κύκλους «γέννησης» και «θανάτου» μέσα από μια αιώνια διαδοχή φάσεων.

Την ιδέα του «αιώνιου γυρισμού» και της «αιώνιας επιστροφής» την προβάλλει στην Ασκητική του και ο Ν. Καζαντζάκης: «…..ο χρόνος, συλλογίστηκες είναι απεριόριστος˙ η ύλη είναι περιορισμένη˙ αναγκαστικά, λοιπόν, θα ‘ρθει πάλι η στιγμή που όλοι ετούτοι οι συνδυασμοί της ύλης θα ξαναγεννηθούν οι ίδιοι, απαράλλαχτοι».

Η παρακάτω ιστορία είναι ενδεικτική του τρόπου που αντιμετώπιζαν παλιά τους ηλικιωμένους και πόσο σημαντική είναι η θέληση κάποιων να αντιμετωπίσουν λαθεμένες και απάνθρωπες συνήθειες…

Στα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δε διασώθηκαν.

Όταν ήρθε η ώρα ο γιος να μεταφέρει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του στο βουνό, τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να εισχωρεί στη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο πατέρας, γεμάτος έγνοια για το παιδί του, κάθε τόσο έσπαγε ένα κλαδάκι και το άφηνε χάμω στο μονοπάτι για να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής ο γιος.

Όταν έφτασαν ψηλά μέσα σ’ ένα φαράγγι κι ο γιος κατέβασε τον γέροντα από την πλάτη του, εκείνος του είπε να ακολουθήσει τα κλαδιά: έτσι ούτε το δρόμο θα έχανε ούτε θα καθυστερούσε. Συγκινημένος από τη φροντίδα του πατέρα του ο γιος τον ξανάβαλε στην πλάτη κι επέστρεψε σπίτι τους. Αν τους ανακάλυπταν οι άνθρωποι του ντάιμιο (μεγάλος άρχοντας), θα τους τιμωρούσαν και τους δυο πολύ αυστηρά. Αλλά ο γιος, αποφασισμένος για όλα, έσκαψε μια υπόγεια σπηλιά στην πίσω αυλή κι έκρυψε το γέροντα εκεί, φροντίζοντας για την τροφή και τις ανάγκες του.

Μια μέρα ήρθε μήνυμα στο χωριό πως ο ντάιμιο ζητούσε σκοινί από στάχτες. Το είχε δει σε όνειρο και έπρεπε να το έχει. Κανένας από τους χωρικούς δεν ήξερε πώς να φτιάξει κάτι τέτοιο. Κανένας σε ολόκληρη την επικράτεια δεν μπόρεσε να το φτιάξει. Μόνο ο γέροντας στην υπόγεια σπηλιά είπε στο γιο του: «Στερέωσε σ’ ένα μακρύ, φαρδύ σανίδι ένα κομμάτι σκοινί ζικ – ζακ και κάψε το».

Ο γιος το παρουσίασε στον άρχοντα κι αυτός, ευχαριστημένος, τον επαίνεσε για την εξυπνάδα του και τον αντάμειψε.

Κι ο άρχοντας ομολόγησε τη μεγάλη του έκπληξη στο πως μόνο αυτός ο χωρικός σε όλη την επικράτεια μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα.

«Άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο χωρικός, «εγώ είμαι πολύ νέος για να έχω την πείρα και τη σοφία να λύσω τέτοια προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους κατοίκους της περιοχής μας. Μόνο κάποιος πολύ γηραιότερος θα μπορούσε να το κάνει. Η αλήθεια είναι πως εγώ βρήκα όλες τις λύσεις χάρη στη βοήθεια του πατέρα μου που είναι μεγάλος σε ηλικία κι έχει την απαραίτητη πείρα και σοφία». Μετά, με τη σκέψη της πιθανής τιμωρίας, συνέχισε δακρύζοντας: «Δεν άντεξα να αφήσω το γέροντα πατέρα μου στο βουνό να πεθάνει μόνος κι αφρόντιστος. Τον έκρυψα στο σπίτι μας. Εκείνος βρήκε αυτές τις λύσεις».

Ο άρχοντας εντυπωσιάστηκε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πόσο πολύτιμοι για τη χώρα θα ήταν οι γέροντες με την πείρα και τη σοφία τους, αντέστρεψε το νόμο. Από τότε κι έπειτα απαγορεύτηκε στους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τους γέροντες πατέρες τους στην άγρια ερημιά των βουνών.

 

Σημείωση: Η Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων, γνωστή και ως «Παγκόσμια Ημέρα για την Τρίτη Ηλικία» εορτάζεται κάθε χρόνο την 1η Οκτωβρίου. Υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1990, για να αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ηλικιωμένους, αλλά και να επισημάνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Κατηγορίες:
Φυσική & Φιλοσοφία

Η κουλτούρα της αγένειας

| 0 ΣΧΟΛΙΑ
 

Blom_WomansDay

 

Πώς φτάσαμε να θεωρείται κανονικότητα η επίδειξη των κακών τρόπων.

Οταν συναντιούνται τυχαία δύο άγνωστοι στον δρόμο, έλεγε ο Ερβιν Γκόφμαν (αμερικανός κοινωνιολόγος των ηθών της καθημερινής ζωής), αυτό που ακούγεται συχνότερα να βγαίνει από το στόμα τους είναι «καλημέρα» και «συγγνώμη». Και συμπλήρωνε: Αυτά τα «καλημέρα» και τα «συγγνώμη» πρέπει να τα λάβουμε σοβαρά υπόψη και να τα μελετήσουμε, αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί μια κοινωνία.

Αν ο Γκόφμαν μπορούσε να κάνει μια βόλτα σε ένα ελληνικό αστικό κέντρο τού σήμερα, ας πούμε στην πρωτεύουσα, θα παρατηρούσε ότι όταν συναντιούνται δύο άγνωστοι μπορούν να ακουστούν πολλά διαφορετικά πράγματα, εκ των οποίων σπανιότερα «καλημέρα» και «συγγνώμη». Ο εισαγωγικός χαιρετισμός συχνά απουσιάζει ή στην καλύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από ένα, μάλλον επιθετικό, «να σας πω!». Η έκφραση δε του αιτήματος που πυροδοτεί την επικοινωνία είναι συχνά αδιαμεσολάβητη: «Θέλω αυτό» ή «Εχετε το τάδε;» ή «Το τσιγάρο σας έρχεται κατευθείαν πάνω μου!». Η απουσία  της λεκτικής ευγένειας συνοδεύεται συχνά και από εκφράσεις αγένειας πέραν της φυσικής γλώσσας: η παντελής αδυναμία συγκρότησης ουράς σε ένα ταμείο και οι συνακόλουθοι αναστεναγμοί δυσαρέσκειας που βγαίνουν από το παρατοποθετημένο μπουλούκι των ανθρώπων, το σολιψιστικό μπλοκάρισμα του διαδρόμου ή της πόρτας στο βαγόνι του μετρό, η ευκολία με την οποία κάποιος «δεν σε βλέπει» και σε προσπερνά κλέβοντας τη σειρά σου, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν το «δυνατό άγγιγμα» που προκύπτει από το «ασυναίσθητο» σκούντημα ή ποδοπάτημα, δεν είναι παρά μερικές από αυτές.

0

Η αγένεια δεν είναι προφανώς ελληνικό προνόμιο. Σε όλες τις πόλεις, όπου η επικοινωνία δεν γίνεται με όρους γνωριμίας όπως συμβαίνει στις πιο μικρές κοινότητες, οι άνθρωποι συχνά απογοητεύονται από τη συμπεριφορά τρίτων απέναντί τους. Το ενδιαφέρον όμως της ελληνικής αγένειας στις τυχαίες δημόσιες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων είναι ότι αυτή δεν γίνεται ποτέ αντιληπτή ως μεμονωμένη παρέκκλιση από έναν κανόνα αστικής ευγένειας παρά θεωρείται κανονικότητα. Αντίθετα, μέσα σε ένα καθεστώς απόλυτης αστικής διαστροφής, οι τύποι ευγένειας είναι εκείνοι που θεωρούνται παρέκκλιση και γίνονται συχνά αντικείμενο γελοιοποίησης, σχολιασμού και (καλοπροαίρετης;) πλάκας.

Η κουλτούρα της αγένειας διαμορφώνει ασφαλώς και τους όρους δημοσιότητας των δημοσίων προσώπων. Φωνές, τσιρίδες, υποτιμητικός πληθυντικός και μάγκικος ενικός κυριαρχούν στη ζωντανή και τηλεοπτική πολιτική αντιπαράθεση. «Ακούς τι σου λέω, ρε; Ακούς τι σου λέω;», «Αυτό που σου λέω, εγώ!» ακούγονται να βγαίνουν από το στόμα μελιτζανοκόκκινων προσώπων έτοιμων να εκραγούν. Περιγραφικά επίθετα εν είδει κατηγορητηρίου (Καραγκιόζης, μαφιόζοι, λαμόγια, ρουφιάνοι) και ηθικολογίζοντες αφορισμοί («σα δεν ντρέπεστε!», «καλά, εντάξει, μπαρμπούτσαλα») και πού και πού κανένα αναστοχαστικό συγγνώμη («Μα είστε εντελώς ηλίθιος, συγγνώμη κιόλας») δίνουν και παίρνουν προτού τα διακόψει ρυθμικά η τέλεια μονοτονία της επανάληψης: «Με αφήνετε να μιλήσω; Με αφήνετε να μιλήσω; Μα γιατί δε με αφήνετε να μιλήσω;».
artistic-surreal-photomanipulation-by-sarolta-ban-08

Η ελληνική κουλτούρα της αγένειας δεν είναι καθαυτή κακή, όπως αντίστοιχα μια άλλη εθνική κουλτούρα ευγένειας δεν είναι καθαυτή καλή. Πράγματι η χρήση κάποιων λέξεων όπως «καλημέρα», «συγγνώμη», «ορίστε», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», καθώς και η χρήση του πληθυντικού αριθμού δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους την καλή συμβίωση των κατοίκων των πόλεων, ούτε επαρκούν για να εξαλείψουν τη βία – βίαιες συμπεριφορές εκδηλώνονται κάλλιστα και σε συνθήκης απόλυτης ευγένειας. Επιτελούν όμως, όπου χρησιμοποιούνται, μια σειρά από πολύπλοκες κοινωνικές λειτουργίες τις οποίες δεν πρέπει να παραβλέψουμε: οργανώνουν τις τυχαίες αλλά αναπόφευκτες συναντήσεις μεταξύ αγνώστων, φτιάχνουν μικρές καθημερινές τελετουργίες, αισθητικοποιούν την επικοινωνία κρύβοντας την πραγματική αδιαφορία που μπορεί να νιώθει ο ένας για τον άλλον, επιτρέπουν την έκφραση μέχρι και των πιο παράδοξων αιτημάτων διαλύοντας και ξαναφτιάχνοντας στιγμιαίες σχέσεις εξάρτησης. Κυρίως, όμως, υφαίνουν το πλαίσιο μιας κουλτούρας που υπολογίζει τον Άλλον, επιτρέπει την κριτική, αλλά επιζητεί τη συναίνεση.

 

Όχι, η κουλτούρα της αγένειας δεν είναι καθαυτή κακή. Ευνοεί όμως τις εκρήξεις, τις φορμαλιστικές αντιπαραθέσεις και τις ανταγωνιστικές επιδείξεις υπέρμετρων εγώ. Αντίθετα, η αναγνώριση του Άλλου και η προσοχή στις ανάγκες του, που αυτόματα προκύπτουν από τη μηχανική χρήση ξερών τύπων ευγένειας, καθρεφτίζουν μία προδιάθεση συναίνεσης, απαραίτητη για την αστική συμβίωση. Ευγένειες και αγένειες, ήρθε η ώρα όλες αυτές τις λέξεις, τις στάσεις, τις συμπεριφορές, να τις πάρουμε στα σοβαρά.

____

 Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)

 Πηγή: Αντικλείδι

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο..., Νέα
web design by