Παρ’ ότι ο αέρας, το νερό σ’ ένα ρυάκι ή η θέα ενός τοπίου μπορούν να καταναλωθούν από κάποιον άνθρωπο χωρίς να παρεμποδίζονται οι άλλοι να επωφεληθούν επίσης από αυτά, τα περισσότερα αγαθά σπανίζουν. Η κατανάλωσή τους από έναν αποκλείει την κατανάλωσή τους από κάποιον άλλο.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για την οργάνωση των κοινωνιών μας είναι η διαχείριση της σπανιότητας των αγαθών και των υπηρεσιών που όλοι θέλουμε να καταναλώνουμε ή να κατέχουμε: του διαμερίσματος που αγοράσαμε ή νοικιάζουμε, του ψωμιού που χρειαζόμαστε, των σπάνιων γαιών που χρησιμοποιούνται σε μεταλλικά κράματα, των χρωστικών ουσιών, της πράσινης τεχνολογίας. Αν η κοινωνία μπορεί να μειώνει τη σπανιότητα —με την αποδοτικότητα στην παραγωγή, την καινοτομία ή το εμπόριο—, πρέπει επίσης να τη διαχειρίζεται σε πραγματικό χρόνο, καθημερινά. Και το κάνει άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο καλά.
Ιστορικά, υπάρχουν πολλοί τρόποι διαχείρισης της σπανιότητας:
· οι ουρές αναμονής (στις περιπτώσεις έλλειψης ζωτικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα ή η βενζίνη)
· η κλήρωση (για τις κάρτες μόνιμης παραμονής [green cards] στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τις θέσεις σε μια συναυλία όταν η ζήτηση είναι πλεονάζουσα ή για τη μεταμόσχευση οργάνων)
· η διοικητική παρέμβαση για την κατανομή των αγαθών (μέσω του καθορισμού δημόσιων προτεραιοτήτων) ή για τη διατίμησή τους κάτω από το επίπεδο εξισορρόπησης της προσφοράς με τη ζήτηση
· η διαφθορά και η ευνοιοκρατία
· η βία και οι πόλεμοι
· και, τέλος, η αγορά, η οποία δεν είναι παρά ένας από τους πολλούς τρόπους διαχείρισης της σπανιότητας. Αν σήμερα κυριαρχεί η αγορά και κατανέμει τους πόρους μεταξύ επιχειρήσεων (αγγλ.: business-to-business, B2B), μεταξύ επιχειρήσεων και ατόμων (λιανικό εμπόριο), αλλά και μεταξύ ατόμων (π.χ. eBay), αυτό δεν ίσχυε πάντα.
Οι άλλες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται αντιστοιχούν σε μια τιμολόγηση χαμηλότερη από εκείνη της αγοράς, και συνεπώς σε μια αναζήτηση από τους αγοραστές απροσδόκητων κερδών (αγγλ.: windfalls· κάτι που στην οικονομική επιστήμη ονομάζεται «οικονομική πρόσοδος», αγγλ.: economic rent). Ας υποθέσουμε ότι οι αγοραστές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν 1.000 ευρώ για ένα αγαθό που διατίθεται σε περιορισμένες ποσότητες και ότι οι αγοραστές είναι περισσότεροι από τις διαθέσιμες ποσότητες του αγαθού. Τιμή αγοράς είναι εκείνη που εξισορροπεί την προσφορά με τη ζήτηση. Πάνω από τα 1.000 ευρώ, δεν αγοράζει κανένας. Κάτω από τα 1.000 ευρώ, υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση. Επομένως, η τιμή αγοράς είναι τα 1.000 ευρώ.
Ας υποθέσουμε, στη συνέχεια, ότι το κράτος καθορίζει την τιμή του αγαθού στα 400 ευρώ και ότι απαγορεύει να πωλείται ακριβότερα, ενώ οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές είναι πιο πολλοί από τις διαθέσιμες ποσότητες του αγαθού. Οι αγοραστές θα είναι πρόθυμοι να δαπανήσουν 600 ευρώ πάνω από την τιμή για να αποκτήσουν το αγαθό. Και αν τους δοθεί η ευκαιρία να διαθέσουν άλλους πόρους για να αποκτήσουν το σπάνιο αγαθό, θα το κάνουν.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα τη διαχείριση της σπανιότητας με τη βοήθεια της ουράς, που κάποτε χρησιμοποιούνταν συστηματικά στις κομμουνιστικές χώρες (αλλά και που σήμερα χρησιμοποιείται στις κοινωνίες μας για την εξασφάλιση θέσεων, π.χ. σε μεγάλα αθλητικά γεγονότα). Οι καταναλωτές πηγαίνουν πολλές ώρες νωρίτερα και περιμένουν όρθιοι, μερικές φορές μέσα στο κρύο, προκειμένου να αποκτήσουν ένα σπάνιο αγαθό. Αν μειωθεί η τιμή, θα πάνε ακόμα πιο νωρίς. Αυτή η απώλεια χρησιμότητας (χρήσιμου χρόνου) έχει ως συνέπεια ότι, εκτός από τις αρνητικές επιπτώσεις μιας πολύ χαμηλής τιμής (στις οποίες θα επανέλθουμε στη συνέχεια), οι υποτιθέμενα «ωφελούμενοι» από την πολιτική της χαμηλής τιμής στην πραγματικότητα δεν ωφελούνται. Η αγορά δεν εξισορροπείται από τις τιμές, αλλά από τη χρήση ενός άλλου «νομίσματος», στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δαπάνη χρόνου, με αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση της κοινωνικής ευημερίας. Στο προηγούμενο παράδειγμα, το ισοδύναμο των 600 ευρώ εξανεμίστηκε: ο ιδιοκτήτης του πόρου (είτε δημόσιος φορέας είτε ιδιώτης) έχασε 600 ευρώ και οι αγοραστές δεν κέρδισαν τίποτα, επειδή σπατάλησαν με άλλους τρόπους, συγκεκριμένα με τη δαπάνη χρόνου, το πλεονέκτημα της χαμηλής τιμής.
Ορισμένες μέθοδοι κατανομής των αγαθών, όπως η διαφθορά, η ευνοιοκρατία, η βία και ο πόλεμος, είναι εξαιρετικά άδικες. Είναι, όμως, και κοινωνικά αναποτελεσματικές, αν υπολογίσουμε το κόστος που καταβάλλεται ή επιβάλλεται από τους φορείς οικονομικής δράσης, ενόσω επιδιώκουν να αποκτήσουν αγαθά χωρίς να πληρώσουν την τιμή της αγοράς. Επειδή δεν είναι απαραίτητο να ασχοληθούμε περαιτέρω με την ανεπάρκεια των συγκεκριμένων μεθόδων κατανομής των αγαθών, δεν θα αναφερθούμε ξανά σε αυτές.
Η ουρά, η κλήρωση και η διοικητική παρέμβαση για την κατανομή των αγαθών μέσω της διατίμησης ή της επιβολής περιορισμών είναι πολύ πιο δίκαιες λύσεις (αν, φυσικά, δεν στιγματίζονται από ευνοιοκρατία ή διαφθορά). Θέτουν όμως τρία είδη προβλημάτων. Το πρώτο προαναφέρθηκε: μια πολύ χαμηλή τιμή προκαλεί μια σπατάλη εξαιτίας της αναζήτησης της προσόδου (π.χ. η αναμονή σε ουρές). Δεύτερον, η ποσότητα του αγαθού στο παράδειγμα που προαναφέραμε ήταν καθορισμένη. Γενικά όμως οι ποσότητες των αγαθών δεν είναι καθορισμένες. Προφανώς, οι πωλητές θα παράγουν περισσότερα αγαθά αν η τιμή είναι 1.000 ευρώ, αντί για 400 ευρώ. Μια πολύ χαμηλή τιμή έχει ως τελικό αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειψη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει εξαιτίας του καθορισμού ανώτατων τιμών στα ενοίκια: ο αριθμός των προσφερόμενων κατοικιών σε καλή κατάσταση σταδιακά περιορίζεται, με συνέπεια να δημιουργείται σπανιότητα και τελικά να τιμωρούνται οι δυνητικά ωφελούμενοι.
Τέλος, ενδέχεται ορισμένοι μηχανισμοί να μην κατανέμουν σωστά πόρους των οποίων η ποσότητα είναι δεδομένη. Λόγου χάρη, η χρήση της κλήρωσης για τις θέσεις σε ένα αθλητικό γεγονός δεν διανέμει κατ’ ανάγκην τις θέσεις σε όσους θέλουν περισσότερο να παρευρεθούν (εκτός αν υφίσταται δευτερογενής αγορά μεταπώλησης). Ή, στο παράδειγμα της ουράς, ο μηχανισμός μπορεί να κατανέμει το αγαθό σε όσους είναι διαθέσιμοι εκείνη την ημέρα ή σε όσους φοβούνται λιγότερο το κρύο, και όχι σε όσους επιθυμούν περισσότερο να καταναλώσουν το αγαθό.
Επομένως, όταν τα αγαθά δεν καταλήγουν σε όσους τα εκτιμούν περισσότερο (δηλαδή είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο γι’ αυτά), το αποτέλεσμα είναι μια κακή κατανομή τους. Προϊόντα πρώτης ανάγκης που μοιράζονται διοικητικά μπορεί να φτάσουν στα χέρια κάποιου που ήδη έχει αυτά τα προϊόντα ή που προτιμάει άλλα. Αυτός είναι και ο λόγος που κανείς δεν θα σκεφτόταν να κατανέμονται οι κατοικίες με αυθαίρετο τρόπο. Η κατοικία που θα σας έδιναν δεν θα ήταν αυτή που θα επιθυμούσατε από την άποψη της θέσης, των τετραγωνικών μέτρων ή άλλων χαρακτηριστικών. Εκτός αν υπήρχε μια δευτερογενής αγορά, στην οποία οι κατοικίες θα ανταλλάσσονταν ελεύθερα. Στην περίπτωση αυτή όμως θα εμφανιζόταν και πάλι η αγορά.
Το παράδειγμα του φάσματος των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό. Οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες είναι ένας πόρος που ανήκει στο κοινωνικό σύνολο. Σε αντίθεση όμως με τον αέρα, είναι περιορισμένος: η κατανάλωσή του από έναν φορέα οικονομικής δράσης εμποδίζει έναν άλλο αντίστοιχο φορέα που θα ήθελε να επωφεληθεί εκείνος από την κατανάλωσή του. Πράγματι, το φάσμα των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων έχει πολύ μεγάλη αξία για τις τηλεπικοινωνίες και τα μέσα ενημέρωσης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας νόμος του 1934 επιφόρτιζε τη ρυθμιστική αρχή των τηλεπικοινωνιών (Federal Communications Commission, FCC) να κατανέμει τις συχνότητες «προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος».
Σε πολλές περιπτώσεις κατά το παρελθόν, η FCC πραγματοποιούσε δημόσιες συνεδριάσεις στις οποίες παρευρίσκονταν οι υποψήφιοι και οι άδειες παραχωρούνταν με βάση την ποιότητα των τεχνικών προδιαγραφών των υποψηφίων. Παρ’ όλα αυτά, οι ακροαματικές διαδικασίες ήταν χρονοβόρες και κατανάλωναν υπερβολικά πολλούς πόρους. Επιπλέον, δεν ήταν βέβαιο πως επιλέγονταν οι καλύτεροι υποψήφιοι, καθώς οι τεχνικές ικανότητες δεν ταυτίζονται με τη χρηστή διαχείριση ή με έναν καλό στρατηγικό σχεδιασμό. Σε άλλες περιπτώσεις, η FCC διενεργούσε κληρώσεις για να παραχωρεί άδειες. Και στις δύο περιπτώσεις, η δημόσια διοίκηση παραχωρούσε δωρεάν σε ιδιώτες έναν δημόσιο πόρο (όπως συνέβη στη Γαλλία με την παραχώρηση των αδειών για ταξί, ενός αγαθού μεγάλης αξίας). Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι το άτομο ή η επιχείρηση που αποκτούσε αυτό το προνόμιο θα το χρησιμοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο (κάτι που προφανώς ισχύει για τις κληρώσεις, αλλά μπορεί να ισχύει και για την παραχώρηση των αδειών με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές). Έτσι προέκυψε η ανάγκη να επιτρέπεται η πώληση των αδειών σε μια δευτερογενή αγορά για λόγους αποκατάστασης της αποτελεσματικότητας…
Η δυνατότητα να μεταβιβάζονται οι άδειες είχε ως συνέπεια να επανεμφανιστεί η αγορά. Ενδιαμέσως, ωστόσο, η πρόσοδος της σπανιότητας κατέληγε στις τσέπες ιδιωτών, αντί να την καρπώνεται η κοινωνία στην οποία ανήκε. Τα τελευταία είκοσι χρόνια λοιπόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και τα περισσότερα κράτη, διενεργούν πλειοδοτικούς διαγωνισμούς για την παραχώρηση των αδειών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η υποβολή προσφορών είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για να διασφαλίζεται ότι οι άδειες παραχωρούνται σε φορείς οικονομικής δράσης που τις αξιοποιούν, αλλά και για να καρπώνεται το κοινωνικό σύνολο την αξία ενός σπάνιου πόρου: του φάσματος των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων. Από το 1994 και μετά, για παράδειγμα, οι πλειοδοτικοί διαγωνισμοί για την παραχώρηση ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων έχουν αποφέρει περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο ταμείο, χρήματα που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν καταλήξει χωρίς κανέναν απολύτως λόγο στα πορτοφόλια ιδιωτών. Η συμμετοχή οικονομολόγων στον σχεδιασμό των πλειοδοτικών διαγωνισμών συνέβαλε σημαντικά στην οικονομική τους επιτυχία προς όφελος του κράτους.
Το βιβλίο «Η οικονομική επιστήμη στην υπηρεσία του κοινού καλού» – Jean Tirole (Nobel Οικονομικών Επιστημών, το 2014), κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση Άγγελου Φιλιππάτου και επιστημονική επιμέλεια Γιάννη Κατσουλάκου.
Πηγή