Και κάτι άλλο... (277 άρθρα)

Τα πρόβατα που βόσκουν στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών (CERN)

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Μια βουκολική ατμόσφαιρα κυριαρχεί στο CERN, κοντά στο πείραμα ATLAS. Εβδομήντα πρόβατα και δυο κριάρια βόσκουν ανάμεσα στα κτίρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών.

Το κοπάδι του Enrico D’Ippolito απολαμβάνει το γρασίδι γύρω από το πείραμα ATLAS. Στον συγκεκριμένο χώρο του CERN βόσκουν πρόβατα εδώ και 45 χρόνια, αφ’ ότου ο πατέρας του Enrico έφερε το πρώτο κοπάδι στη δεκαετία του 1970. Σύμφωνα με τον Enrico τότε υπήρχαν λιγότερα κτίρια και περισσότερη έκταση διαθέσιμη για τα πρόβατα σε σχέση με σήμερα.

Ένα μέλος του κοπαδιού του CERN

Οι φήμες λένε πως τα πρόβατα που βόσκουν στα χωράφια του CERN – εκτός του ότι είναι εξυπνότερα – είναι και τα νοστιμότερα.

Στο βίντεο που ακολουθεί (μετά το 1:50) βλέπουμε το κοπάδι των προβάτων του CERN αφ’ υψηλού με την βοήθεια ενός drone:

Πηγή: physicsgg.me

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Κώστας Καρυωτάκης - Ονειροπόλος

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Στις 21 Ιουλίου του 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης ρίχνεται στη θάλασσα. Στις τελευταίες σημειώσεις του, έγραψε μεταξύ των άλλων: «Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!».

Εν τέλει, ο ποιητής αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά και πέρασε στην αιωνιότητα της λογοτεχνικής μνήμης.

Ακολουθεί το πεζό «Ονειροπόλος».

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κάποτε, σ’ ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιας επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός.

Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.Εβγήκε έξω, θέλοντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού.

Μια μακαριότης επλανάτο πάνω σ’ όλα. Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα, που ανέβαινε για να απλώσει τους αετούς, ή για να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.

Τίποτε δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Ακόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους.

Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κ’ έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιο πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους, υψωμένες παράλληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυο γέροι, σ’ ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές, των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με τη μπαγκέτα του το Χρόνο, δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί.

Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσα τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη.

Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Για να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγγό σφύριγμα. Το καράβι έφευγε,

https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/e2/Dante_Gabriel_Rossetti_-_Proserpine.JPG/250px-Dante_Gabriel_Rossetti_-_Proserpine.JPG

Ύστερα θυμόταν έναν χορό μεταμφιεσμένων. Υποχρεωτικό ένδυμα ορισμένης εποχής. Κυρίες, με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα, με πουδραρισμένα μαλλιά, με πράσινες και χρυσές περούκες, έπεφταν ημίγυμνες, γεμάτες εμπιστοσύνη, στα χέρια των δουκών – χρηματομεσιτών και μαρκησίων – καπνεμπόρων.

Εσφίγγονταν τόσο, που τα μέτωπά τους ακουμπούσαν κάποτε στα χείλη των καβαλιέρων και η στεφάνη του κρινολίνου ανασηκωνόταν.

Παραμερίζοντας όλοι, εσχημάτιζαν ένα κύκλο στο κέντρο της αιθούσης, και τέσσερα ζεύγη, τα πιο εξαϋλωμένα, άρχισαν να χορεύουν μενουέτο. Η παραίσθησις ήταν πλήρης. Το κομμάτι θα περιείχε βέβαια δυο τριες μαγικές νότες, που επαναλαμβάνονταν σε κάθε φράση, και οι νότες αυτές δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα της περασμένης εποχής, συνεχή, κρυστάλλινη. Τα μικρά, γρήγορα βήματα, οι κομψές υποκλίσεις, τα νοσταλγικά βλέμματα, τα γεμάτα συγκρατημένο ερωτισμό χαμόγελα, περίεργες εστάμπες που είχαν διατηρηθεί άθικτες στην προθήκη ενός μουσείου.

Έπειτα έγινε το πιο απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς το παρελθόν, για να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρούν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς βέβαια να το υποπτευθούνε.

Παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις τους. Οι τέσσερις γυναίκες σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς, κ’ έπειτα επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σα ν’ αναγνώριζαν το λάθος τους. Οι καβαλιέροι σταματούσαν, και το κρανίο τους εβάραινε τη γη, ενώ ψηλά, με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν κι έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ

Άλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο.Ακούγοντας μια φράση ή παρακολουθώντας ένα ασήμαντο γεγονός, είχε την εντύπωση ότι το πράγμα αυτό έγινε ή ελέχθηκε προηγουμένως, άγνωστο σε ποιο μέρος και πότε ακριβώς, και ότι τώρα επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο. Του φαινόταν πολύ παράξενο. Μπορεί την πρώτη φορά να ήταν όνειρο. Ολοφάνερο όμως ότι τώρα ή τότε κάποιος ήθελε να παίξει μαζί του.

https://www.museum-folkwang.de/fileadmin/_processed_/csm_Munch_Oslo_Girls_on_the_Bridge_150_497_6a96fd1178.jpg

Συνήθως αυτό γινόταν με την ομιλία πάνω στα κοινότερα θέματα. Ζητούσε λ.χ. να πληροφορηθεί για ένα δρόμο που δεν ήξερε. Ο άνθρωπος τον οποίον είχε ρωτήσει τον κοίταζε για μια στιγμή χωρίς ν’ απαντήσει, κ’ έπειτα έβγαζε το καπέλο του κ’ εσκούπιζε το μέτωπότου. Τον ρωτούσε πάλι, αλλά συγχρόνως σαν αστραπή περνούσε από το νου του η σκέψις ότι αυτή η μικρή ιστορία είχε ξαναγίνει.

Η πληροφορία που ζήτησε, η σιωπή του άλλου, η δεύτερη ερώτησή του, όλα, όλα απαράλλαχτα. Έπειτα, συνεχίζοντας τη σκέψη του, έλεγε μέσα του: “Να ιδείς που τώρα θ’ ακούσω: “Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε””. “Δεν ξέρω, αλλά μετά τις γραμμές που θα συναντήσετε”, απαντούσε ο άγνωστος σαν ηχώ της σκέψεώς του, κ’ έφευγε βιαστικά, σκυμμένος, πνίγοντας ένα γέλιο

Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος ολημέρα σ’ ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιο απλά και τολμώντας τα αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.

Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογιζόταν μόνο πώς να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε το Χρόνο μέσα σ’ ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια τού απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποια ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.

https://media-dev.overstockart.com/optimized/cache/data/product_images/KL1834-1000x1000.jpeg

Τώρα η ιστορία αυτή έχει τελειώσει. Στο απομονωτήριο του ασύλου που βρίσκεται, η νύχτα και η μέρα τού είναι το ίδιο αδιάφορες. Αν μπαίνει από το φεγγίτη λίγο φως, το κοιτάζει για μια στιγμή κ’ έπειτα το επιστρέφει με όλη του την καρδιά.

Βλέπει το φωτεινό εκείνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σε σχήμα βιβλίου, ν’ αλλάζει χρώματα, σα να το φυλλομετρά το αόρατο χέρι του Θεού. Ροζ, μπλε, πράσινο, μωβ… Αυτός όμως προτιμά το βελούδινο μαύρο που προεκτείνεται στο δωμάτιο όταν νυχτώσει.

Έτσι περνούνε οι ώρες, έτσι περνούνε οι μέρες κάθε ευτυχισμένου ονειροπόλου. Μένει ολομόναχος, ακίνητος μέσα στους τέσσερις τοίχους, σαν παλιά λιθογραφία στην κορνίζα της. Έχει το συναίσθημα ότι επραγματοποίησε το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Τίποτε δεν αλλάζει από όσα τον περιστοιχίζουν.

Και ο Χρόνος δεν υπάρχει.

****

Κωνσταντίνος Καρυωτάκης 

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Υπόθεση «Πανελλήνιες»: συγχαρητήρια στους εκπαιδευτικούς!

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Του Δημήτρη Ζαμάγια

Φέτος, μετά από πολλά χρόνια (30 περίπου) που ασχολούμαι με την εκπαίδευση, αποφάσισα να πάω να εξετάσω προφορικά σε κέντρο εξέτασης για φυσικώς αδυνάτους. Έπειτα, αποφάσισα να πάω να διορθώσω και γραπτά πανελλαδικών -έχω αυτό το δικαίωμα εδώ και δύο χρόνια, αφότου άρχισα να διδάσκω και στην Γ' Λυκείου.

Τόσο καιρό, ζούσα την εμπειρία του επιτηρητή στις πανελλαδικές. Χρήσιμη και αυτή. Βλέπεις τα πράγματα «από μέσα».

Όλα αυτά τα χρόνια έβλεπα το σχολείο της γειτονιάς μου φωταγωγημένο τα βράδια με πολλά αυτοκίνητα απέξω. «Είναι βαθμολογικό κέντρο», έλεγα στις κόρες μου.

Δεν είχα όμως εικόνα «από μέσα». Λοιπόν, προχθές που πήγα να επιμορφωθώ για τη βαθμολόγηση -γιατί, προσέξτε κάτι, σε ένα Δημόσιο κράτος το οποίο κατηγορούμε ότι είναι διαλυμένο, υπάρχει πρόνοια για επιμόρφωση των βαθμολογητών ώστε η βαθμολογία να είναι ομοιογενής- έζησα μια πολύ ωραία εμπειρία. Το σχολείο όπου πήγα έμοιαζε με μελίσσι· αλλού η γραμματεία, αλλού η φύλαξη γραπτών, αλλού η παράδοση και η παραλαβή τους και έπειτα, διάλεγες μια αίθουσα και έμπαινες και εσύ μαζί με  δεκαπέντε ακόμα εκπαιδευτικούς άλλης ειδικότητας για να διορθώσετε με απόλυτη ησυχία τα γραπτά των πανελλαδικών. Όλοι με τάξη, αξιοπρέπεια και μεράκι για τη δουλειά τους.

Η μάλλον για το λειτούργημά τους;

Γιατί αν σας μιλήσω για την αμοιβή της βαθμολόγησης, θα γελάσετε. Δεν το κάνουν όμως οι συνάδελφοι για τα χρήματα. Το κάνουν για αυτό που έγραψα πιο πάνω.

Τι να πω;

ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ

Συνειδητοποίησα ότι μάλλον έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι είναι το μοναδικό πράγμα στην Ελλάδα που είναι Αδιάβλητο.

Μπράβο σε όλους τους εκπαιδευτικούς, λοιπόν, που αυτή την εποχή, ενώ όλοι οι άλλοι είναι στις παραλίες μετά από την κούραση της σχολικής χρονιάς, αυτοί τα απογεύματα κάνουν ήσυχα ήσυχα τη δουλειά τους.

   ΜΠΡΑΒΟ!

Υ.Γ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συνάδερφο-κουμπάρο μου Λύκκα Δημήτρη, ο οποίος με παρακίνησε να πάμε μαζί να διορθώσουμε. Χωρίς την δική του παρότρυνση και με την συσσωρευμένη κούραση που υπάρχει, δεν θα το έκανα.

 Σ' ευχαριστώ Δημήτρη!

 

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Οδυσσέας Ελύτης – Το ελληνικό καλοκαίρι...

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

“Στάλα στάλα συνάζει μέσα της η καρυδιά τη σκοτεινή δροσιά. Το κυπαρίσσι ερημώνει γύρω του τα πάντα κι απομένει δασύ, κυρίαρχο.
Ίδια και ο πλάτανος. Προστάτες φασματικοί των κάμπων της Αργολίδας και της Αρκαδίας.


Η συκιά σταυρώνει τα χλωμά της μέλη, τεντώνεται μες στο πετσί της το γυαλιστερό και χνουδάτο, τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στην ίδια της την ευωδιά.

Οι ροδιές ανάβουνε σαν κοκόρια. Η ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον άνεμο, σ’ όλα τα στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της.

Οι ροδοδάφνες, που μοσκοβολούνε πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, όμοια νερό, βαθιά στις κοίτες των ξεροπόταμων.

Σιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς. Μήτε που βλέπεις πια βουνά, μήτε δέντρα, μήτε πολιτείες, μήτε χώμα και νερό. Άφαντα όλα.

summer

Πιωμένος φως – μονάχα μια σκιά μαύρη – ο άνθρωπος. Μια σκιά που μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη από την ίδια του τη θυσία.

Η αντίσταση σ’ ένα τέτοιο φως: να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Μέσα στη διαφάνεια, ποιο διάφανος ακόμη, πιο λευκός, ο Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακά την ύπαρξή του την ώρα που το μεσημέρι το αττικό φτάνει στη μεγαλύτερή του ένταση κι όπου μονάχα νεράιδες τριγυρνάν μες στο θαμπωτικό διάστημα.
Η Ελλάδα στους χάρτες ανύπαρχτη.

Λες και βρήκε ο κόσμος το μακαρισμένο τέλος του σ’ αυτή την απόλυτη ισότητα.

Κι όμως, το ίδιο αυτό φως, το αστραφταβόλο, το καταιγιστικό, που αναιρεί την Ελλάδα μες στα μεσημέρια, την αποκαθιστά πάλι το ηλιοβασίλεμα κάτω από τα φαντασμαγορικά πυροτεχνήματα του δειλινού και αργότερα κάτω από την τρυφερή παρουσία της Σελήνης.

Τότε ξαναβρίσκει τον εαυτό της η Ελλάδα. Ξαναγίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Ξαναπαίρνει στους χάρτες τη θέση που της αξίζει. Θέλω να πω τη θέση των ονείρων.”

  ~  Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος
Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Μια ιστορία από την Ανατολή του Φώτη Κόντογλου...

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

 

Μενεξέδες και ζουμπούλια
και θαλασσινά πουλιά…

Η λίμνη που χρόνο με το χρόνο μίκραινε και άλλαζε χρώμα, έλεγε τα παράπονά της στο γερο-πλάτανο που ορθωνόταν πλάι της. Αναπολούσε με καμάρι τα παλιά χρόνια που ήταν πολύ μεγαλύτερη, έλεγε για τα πολλά ψάρια που υπήρχαν στα καθαρά νερά της, για τη χαρά των κατοίκων του χωριού όταν τα μάζευαν στα δίχτυα τους και για τις παρέες των νεαρών που έκαναν βόλτα στην παραλία ή βαρκάδα στα ήρεμα νερά της τραγουδώντας ή φλερτάροντας.

Έλεγε ακόμη πως, καθώς ήταν μικρή η απόσταση από τη μεγάλη πόλη, και με τους δρόμους «ταχείας κυκλοφορίας» που φτιάχτηκαν, άρχισαν να ξεφυτρώνουν γύρω της τετράγωνα κτήρια με φουγάρα. Ήταν βολικό το μέρος για όσους τα έκτιζαν, γιατί τα λύματα και ό,τι άλλο περίσσευε, τα έριχναν στα ρέματα που οδηγούσαν στη λίμνη. Οι κάτοικοι, πάλι, των γύρω χωριών που πίστευαν ότι είναι προνομιούχοι και ζούνε σε τόπο με άφθονο νερό, με ευκολία και χωρίς πολλές διαδικασίες το αντλούσαν από τα πηγάδια που άνοιγαν στην γύρω περιοχή, για να ποτίζουν καλλιέργειες που ήθελαν νερό. Χαίρονταν οι περισσότεροι για την «ανάπτυξη» του τόπου τους, και δεν τους απασχολούσε αν υπήρχε ο κατάλληλος έλεγχος ή αν άλλαζε η φυσιογνωμία της περιοχής τους.

Ούτε πάλι φαίνεται να ανησύχησαν όταν άρχισαν να βιώνουν τα πρώτα αποτελέσματα της υποβάθμισης του χώρου που ζούσαν. Όλοι οι σχεδιασμοί της περιβόητης «ανάπτυξης» μπορεί μεν να αφορούσαν την λίμνη, αλλά για τη συντήρηση και διατήρησή της μάλλον αδιαφορούσαν. Μια τα χρήματα ήταν λίγα, μια οι προσλήψεις προσωπικού περιορισμένες. Ακριβή, βλέπεις, ήταν η «ανάπτυξη» έτσι όπως την είχαν σχεδιάσει. Σιγά σιγά όμως και χρόνο με το χρόνο άρχισε να μειώνεται η έκταση της λίμνης, να θολώνουν τα νερά της και να λιγοστεύουν τα ψάρια μέχρι που σχεδόν εξαφανίστηκαν.

Είπε λοιπόν η λίμνη στο γερο- πλάτανο: «για τις πολλές χάρες που είχα, και για τη σημερινή μου κατάντια έγραφαν και γράφουν οι εφημερίδες. Τώρα ‘’επιδοτούμαι’’, έτσι λένε οι χωριανοί. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι θα γίνω όπως ήμουν κάποτε, αλλά τι τα θέλεις, η λάμψη μου άρχισε να φθίνει με τον καιρό. Μια περίοδο πήγαιναν κι έρχονταν οι ‘’μελετητές’’, όπως τους έλεγαν. Από υποσχέσεις, δόξα τω Θεώ, άκουγες πολλές, στις συγκεντρώσεις τα λόγια τους περίσσευαν, ήταν ευχάριστα και όλο μιλούσαν για έργα και λεφτά που χρειάζονται. Τη θεσμοθέτηση όμως κανόνων και ελέγχων που θα περιόριζαν το μαρασμό μου, την άφηναν για το μέλλον. Ίσως και να σκέφτονταν ότι μπορεί να αλλάξουν οι σχεδιασμοί αυτών που με ρυπαίνουν, ότι δεν θα έχουν πλέον οικονομικά οφέλη και θα φύγουν. Έτσι, δεν προέκυψε τελικά τίποτα καινούργιο και σπουδαίο, τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου.

Ανέξοδες και ευχάριστες είναι οι υποσχέσεις, γερο-πλάτανε. Στην υλοποίησή τους όμως είναι η δυσκολία, όταν δεν υπάρχει ολοκληρωμένη γνώση και συγκεκριμένος σχεδιασμός. Τα παιδιά συνεχίζουν ακόμα να χαίρονται, όταν έρχονται κοντά μου. Οι μεγαλύτεροι όμως προτιμούν τα μαγαζάκια που είναι απέναντι. Να, εκείνα που οι ταμπέλες γράφουν ‘’ρεστοράν’’ και που πιο παλιά έγραφαν ‘’ταβέρνα’’ ή ‘’κουτούκι’’ και το όνομα του αφεντικού».

Ο Πλάτανος σείοντας τότε τη φυλλωσιά του, άρχισε να της διηγείται μια ιστορία:1

Μία φορά ήτανε ένας σουλτάνος αιμοβόρος και τον καταριότανε όλος ο κόσμος. Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλ. έβαζε ξένα ρούχα, και γύριζε μέσα στα σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν. Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. Μα δεν απελπιζότανε. Δυό-τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο. Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ΄ έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε, κι είπε: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, μέρες να κόβει ο Αλλάχ από μένα, χρόνια να σου τις δίνει».

 

Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πως βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί, και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε. Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δεν με μέλει αν με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά . Εγώ έφταξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα». «Λοιπόν», της λέγει ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;» «Ο παππούς σου», λέγει η γριά, «ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαζε, παλούκωνε, έσφαζε». «Κι ο πατέρας μου;» τη ρωτά ο σουλτάνος. «Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου», λέγει η γριά. «Κι εγώ», τη ρωτά ο σουλτάνος, τι άνθρωπος είμαι;» «Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου». «Και τότε, γιατί με πολυχρονίζεις;» τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος. «Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον Θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ’ρθει ύστερα από σένα, θα ΄ναι ακόμα χειρότερος»

Τη συζήτηση διέκοψε ο θόρυβος από ένα φορτηγό-βυτίο που σταμάτησε στην άκρη της λίμνης. Ο οδηγός κατέβηκε σιγοτραγουδώντας «η ζωή τραγούδι θέλει φτάνουν τα προβλήματα..», σήκωσε το μοχλό πλάι στην καρότσα και άδειασε όλο το περιεχόμενό της.

Ένα ζευγάρι πελαργών πέταξε απέναντι.

________________________________

1 Όπως λέει αυτή την ιστορία ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Ευλογημένο Καταφύγιο».

  ~ Του Παύλου Πατσώνη, Δασολόγου

Πηγή: dasarxeio.com

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Λίγη παιδεία, παρακαλώ...

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Του Δημήτρη Ζαμάγια

Προχθές το πρωί,  αφού είχα ήδη επισκεφθεί το ΙΚΑ για κάτι διαδικαστικά, κατευθυνόμουν προς το σχολείο όπου διδάσκω.

Βρισκόμουν στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, στο ύψος του Metro Mall, όπου υπάρχει ένα φανάρι. Το φανάρι ήταν κόκκινο, κανείς δεν περνούσε και -κακώς- αποφάσισα αγχωμένος να προχωρήσω. Σε τρία δευτερόλεπτα ακούω τη σειρήνα περιπολικού.

Ήταν δύο μοτοσυκλέτες της ομάδας Δίας. Ο ένας εκ των δύο μοτοσυκλετιστών με προσέγγισε και μου ζήτησε να σταματήσω δεξιά στο επόμενο φανάρι.

«Μάλιστα» είπα εγώ.

Όταν σταμάτησα, είδα τις δύο μηχανές: στη μία, ο αστυνομικός που επέβαινε φορούσε κουκούλα όπως στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία.

Εριστικότατος, με το που σταμάτησε τη μηχανή του, λέει: «Χειροκροτήστε τον κύριο που πέρασε με κόκκινο, χειροκροτήστε!».

Συγκρατήθηκα.

Ένας από τους τέσσερις  αστυνομικούς μου λέει: «Ξέρετε γιατί σας σταματήσαμε;».

«Βέβαια», του λέω εγώ.

Πολύ ευγενικά, μου ζήτησε τότε το δίπλωμά μου.

Ο οδηγός της μοτοσυκλέτας του κουκουλοφόρου, έρχεται προς το μέρος μου με φόρα και μου λέει: «Το δίπλωμά σου θα μείνει για 60 μέρες στην Αλεξάνδρας και το πρόστιμο είναι 700 ευρώ»

«Μάλιστα», του λέω.

«Τι δουλειά κάνεις;», με ρωτάει.

«Καθηγητής σε ιδιωτικό σχολείο», του απαντάω.

Ο ευγενικός αστυνόμος, μου ζήτησε άδεια μηχανής και ασφάλεια με ευγενικό τρόπο. Του τα έδωσα.

«Τι ειδικότητα έχετε;», μου λέει ο κουκουλοφόρος.

«Φυσικός», του λέω.

«Την σιχαινόμουνα τη Φυσική», μου λέει με άγριο χαμόγελο. 

Συνεννοούνται μεταξύ τους, μου δίνει το δίπλωμα μου πίσω και μου λέει: «Τελευταία φορά».

Έτσι έληξε το ζήτημα για εμένα. Αναίμακτα.

Φαίνεται η επιείκεια που έχω δείξει στη ζωή μου με βοήθησε.

Συμπέρασμα: ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΠΕΡΑΣΩ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ!

Όχι για το δίπλωμα, ούτε για τα 700 ευρώ, αλλά γιατί δεν θέλω να ξαναβρεθώ στη δύσκολη θέση να πρέπει να διαχειριστώ την αγένεια ενός ανθρώπου που έχει στιγμιαία εξουσία.

«Και εγώ σιχαίνομαι την συμπεριφορά σου», ήθελα να του πω την ώρα που μου έδινε το δίπλωμα...

Ευτυχώς, την κατάσταση την έσωσε το ευγενικό παιδί της ομάδας που ήταν άψογο. Νομίζω ότι για αυτό τον τοποθέτησαν στην ομάδα, για να τους «μαζεύει» με τρόπο.

Τους ευχαριστώ για την επιείκεια,

ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΠΕΡΑΣΩ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ και

ΛΙΓΗ ΠΑΙΔΕΙΑ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ!

 

 

 

 

 

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Γκάρι Κασπάροφ: Έχουμε γίνει τεμπέληδες, έχουμε επαναπαυτεί!

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Άρχισε να παίζει σκάκι στα έξι του χρόνια, ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών του, και στα είκοσι δύο του έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής, τίτλο που κράτησε για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Έως την αποχώρησή του από το επαγγελματικό σκάκι, το 2005, ήταν νούμερο ένα στον κόσμο και θεωρείται ο σπουδαιότερος σκακιστής όλων των εποχών. Τα θρυλικά του παιχνίδια με τον Ανατόλι Κάρποφ αποτελούν μέχρι σήμερα σημεία αναφοράς για τους λάτρεις του σκακιού.

Αξέχαστος έμεινε και ο αγώνας του Γκάρι Κασπάροφ ενάντια στον υπολογιστή Deep Blue της ΙΒΜ. Στο πρώτο παιχνίδι, το 1996, ο grandmaster βγήκε νικητής. Έναν χρόνο αργότερα, στη Νέα Υόρκη, έγινε ο πρώτος πρωταθλητής που έχασε από έναν υπολογιστή, σε έναν εμβληματικό αγώνα που πέρασε στην ιστορία ως η πρώτη αναμέτρηση ανθρώπου και μηχανής. Μετά την αποχώρησή του από το επαγγελματικό σκάκι, ενέτεινε την ενασχόλησή του με θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων, αναμείχθηκε στην πολιτική και εδώ και περίπου μία δεκαετία πραγματοποιεί ομιλίες ανά τον πλανήτη ως inspirational speaker σε συνέδρια, εκδηλώσεις, πανεπιστημιακά ιδρύματα, επιχειρήσεις, σε θέματα πολιτικής, κοινωνικών δικαιωμάτων, τεχνολογίας, με έμφαση στην τεχνητή νοημοσύνη, χρησιμοποιώντας τον εαυτό του ως ζωντανό παράδειγμα για να απαντήσει στην ερώτηση τι θα συμβεί όταν οι μηχανές θα γίνουν καλύτερες από τους ανθρώπους σε κάποια πεδία.

Συναντηθήκαμε σε ένα διάλειμμα του 4ου Μicrosoft Summit, λίγα λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας του σχετικά με τις ευοίωνες προοπτικές της συνεργασίας ανθρώπων και μηχανών. Στα πενήντα έξι του χρόνια, διατηρεί τη στιβαρότητα, τη συγκέντρωση, την αυστηρότητα, την αμφιθυμία και την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζαν όλες τις δεκαετίες που πέρασε σκυμμένος πάνω από τη σκακιέρα. Το βλέμμα του, αν και κουρασμένο μετά το πολύωρο ταξίδι από τη Νέα Υόρκη, όπου ζει από το 2013, είναι διεισδυτικό. Απαντά στις ερωτήσεις με κέφι και πάθος, καθώς όμως κάνει την «κίνησή» του, το μυαλό του φαίνεται να ψάχνει και να προετοιμάζεται για τη δική μου επόμενη ερώτηση. Από άποψη τακτικής, μοιάζει με μια παρτίδα σκάκι. Ευτυχώς για μένα, δεν είναι, γιατί δεν θα είχε διαρκέσει πολύ.

Τι θεωρείτε ότι σας έκανε τον σπουδαιότερο σκακιστή όλων των εποχών;

Είναι δύσκολο να σπάσεις ένα success story σε κομμάτια, να το χαρτογραφήσεις. Είχα ταλέντο, αγαπούσα το παιχνίδι, δούλευα σκληρά, η μητέρα μου με βοήθησε πολύ. Όλα αυτά και λίγη τύχη, να είσαι στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, να γνωρίσεις τους σωστούς ανθρώπους, να έχεις καλούς προπονητές.

Πώς επηρέασε το σκάκι τη σκέψη και τη ζωή σας, τον τρόπο που λειτουργείτε και παίρνετε αποφάσεις;

Δεν τα επηρέασε απλώς, τα διαμόρφωσε. Παίζω σκάκι από πολύ μικρός και μέχρι σήμερα ο τρόπος που παίρνω αποφάσεις συνδέεται με το σκάκι. Όλες οι αποφάσεις, είτε είναι μεγάλες, για την πολιτική, είτε μικρές, για ένα πάρτι γενεθλίων, ακολουθούν μια διαδικασία, και το σκάκι με βοήθησε να αναλύσω τη διαδικασία. Πρέπει να αναλύσεις τι είχες πριν και τι έχεις τώρα, και το σκάκι βοήθησε πολύ στο να εγκαθιδρυθεί αυτός ο μηχανισμός, να μαθαίνεις από τα λάθη σου, τις παλιές σου κινήσεις και να προσαρμόζεσαι κάθε φορά σε μια νέα πρόκληση.

Ποιο είναι το κεντρικό σας μήνυμα στις ομιλίες σας;

Μιλώ για διάφορα πράγματα, όχι μόνο για την τεχνολογία. Σε ομιλίες όπως η σημερινή στο Microsoft Summit θέλω να κάνω τους ανθρώπους να σκεφτούν το μέλλον και τον ρόλο μας. Δεν απαιτώ από τους ανθρώπους να βλέπουν το μέλλον με αισιοδοξία, αλλά να είναι αντικειμενικοί. Το να ακολουθούν παθητικά τους μάντεις κακών, που λένε ότι οι μηχανές θα κυβερνήσουν τον κόσμο και παρουσιάζουν ένα μέλλον δυστοπικό, δεν βοηθάει και δεν είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει ίχνος απόδειξης ότι οι μηχανές θα αντικαταστήσουν τους ανθρώπους. Νομίζω ότι είναι σημαντικό οι άνθρωποι, αντί να χαραμίζουν τον καιρό τους με αυτά τα άχρηστα ντιμπέιτ, να αρχίσουν να αναζητούν τον ρόλο τους στη συνεργασία τους με τις μηχανές.

 

«Είμαστε αυτάρεσκοι και δεν παίρνουμε ρίσκα»

Στο σκάκι χρειάζεται να κοιτάει κανείς μπροστά, να σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις για να κερδίσει το παιχνίδι. Στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής τι σχεδιάζετε και τι προβλέπετε;

Ως άνθρωπος, θέλω να είμαι χρήσιμος. Όσο ξέρω ότι η ενέργειά μου δεν πάει χαμένη, ότι μπορώ να μιλάω σε μεγάλα ακροατήρια, δικαιολογώ την ύπαρξή μου. Σε ό,τι αφορά την ανθρωπότητα είναι πιο περίπλοκο, οι άνθρωποι εκτιμούν την ατομική ελευθερία και βλέπουμε τα πάντα κάτω από το πρίσμα του προσωπικού συμφέροντος, και αυτό είναι φυσικό. Είναι όμως και μία από τις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, γιατί ως άτομα μπορεί να είμαστε εύκολα αναλώσιμοι στην πορεία, αλλά ως ανθρωπότητα στο σύνολό μας θα νικήσουμε. Ένα από τα προβλήματα με τη σύγχρονη στάση είναι ότι είμαστε αυτάρεσκοι και ικανοποιημένοι. Επειδή έχουμε πιο άνετες ζωές, δεν θέλουμε να ρισκάρουμε. Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς ρίσκο δεν έχεις ανταμοιβή. Μου φαίνεται, λοιπόν, ότι τώρα πρέπει να αποκτήσουμε ξανά το πνεύμα της ενότητας ως ανθρώπινο είδος και να κοιτάξουμε μπροστά. Οι προκλήσεις, η εξερεύνηση πάντα σπρώχνουν τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα όριά τους. Αυτό νομίζω ότι λείπει αυτή την εποχή και είναι άλλη μία πρόκληση στην οποία η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μας βοηθήσει να ανταποκριθούμε και να επιτύχουμε, επειδή θα μας ενδυναμώσει με τρόπους που δεν είχαμε προηγουμένως. Για να διαδραματίσουμε κάποιον ρόλο, πρέπει να βρούμε νέες προκλήσεις, γιατί ό,τι κάναμε στο παρελθόν η τεχνητή νοημοσύνη θα το κάνει καλύτερα. Γι’ αυτό οι μηχανές θα μας σπρώξουν προς το άγνωστο. Δεν θέλω να είμαι πολύ επιθετικός, αλλά κάποιες φορές θέλω να θυμίζω ότι τη δεκαετία του 1960 όλα τα ταλαντούχα στα μαθηματικά παιδιά ήθελαν να γίνουν μηχανικοί διαστημόπλοιων, ενώ τη δεκαετία του 1990 ήθελαν να γίνουν χρηματιστές. Ελπίζω, επομένως, ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα καταστρέψει αρκετές θέσεις εργασίας στα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα, ώστε να σπρώξει τα παιδιά και πάλι στο Διάστημα. Η τεχνητή νοημοσύνη θα μας βγάλει από τη βολή μας. Κάνουμε βαρετές, επαναλαμβανόμενες δουλειές και φοβόμαστε ότι οι μηχανές θα μας πάρουν τις θέσεις εργασίας; Μακάρι. Αυτό ονομάζεται εξέλιξη.

«Έχασα από μια μηχανή και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό»

Ήταν ευλογία ή κατάρα το γεγονός ότι είστε ο πρώτος άνθρωπος που κλήθηκε να αντιμετωπίσει και τελικά ηττήθηκε από μια μηχανή;

Τότε, το 1997, νόμιζα ότι ήταν κατάρα, τώρα πιστεύω ότι ήταν ευλογία, επειδή μπορείς να κάνεις την κατάρα ευλογία. Όταν λέω στους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να προχωρήσουμε μπροστά, ήμουν εκεί, δεν είμαι απλώς κάποιος που διάβασε ένα βιβλίο. Ήμουν παίκτης παγκόσμιας κλάσης που ηττήθηκε και τους λέω ότι μπορεί κάποιος αυτό να το αφήσει πίσω του και να μάθει από αυτό και να το χρησιμοποιήσει υπέρ του. Μιλάω από προσωπική εμπειρία, την οποία δεν έχει κανείς άλλος σε αυτόν τον πλανήτη. Και αυτό κάνει το μήνυμα πιο ισχυρό.

Είστε, λοιπόν, αισιόδοξος για το μέλλον και για τη συνεργασία και τη συνύπαρξη μηχανών και ανθρώπων.

Αισιόδοξος και ρεαλιστής, γιατί η αισιοδοξία μου βασίζεται σε δεδομένα. Είμαι σκεπτικιστής για κάποιες πολιτικές εξελίξεις, γιατί είμαι λιγότερο αισιόδοξος για την αλλαγή της ανθρώπινης φύσης, και γι’ αυτό λέω ότι η τεχνολογία δεν θα αλλάξει την ανθρώπινη συμπεριφορά, η τεχνολογία είναι πολλαπλασιαστής, μπορεί να μας βοηθήσει να κάνουμε σπουδαία πράγματα, αλλά θα δώσει σε άλλους τη δύναμη να κάνουν κακό.

Πώς μπορούμε οι άνθρωποι να εργαστούμε προς την κατεύθυνση ενός καλύτερου μέλλοντος;

Η ανθρώπινη φύση είναι συνδεδεμένη με την εξερεύνηση, νομίζω ότι είναι σημαντικό για εμάς να συνεχίσουμε να εξερευνούμε. Σταματήσαμε να εξερευνούμε το Διάστημα, τα βάθη των ωκεανών, γιατί είναι μεγάλο ρίσκο. Νομίζω ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό. Ξέρουμε από την ιστορία ότι οι εξερευνήσεις πάντα οδήγησαν σε μεγάλες ιδέες και βοήθησαν τους ανθρώπους με αναπάντεχους τρόπους. Είχαν απρόσμενες συνέπειες, που έφεραν πολύ μεγάλα οφέλη. Αυτή τη στιγμή δεν γίνονται τολμηρά βήματα σε διάφορους τομείς, από τον φόβο του ρίσκου. Όταν όμως αναλάβει κάποιος μια επικίνδυνη αποστολή, σίγουρα θα ωφεληθούμε σε κάτι ως ανθρωπότητα. Η τεχνητή νοημοσύνη για μένα είναι ένα σήμα ότι πρέπει να επιστρέψουμε στην εξερεύνηση, στις ρίζες μας, στην αρχαιότητα, όταν οι άνθρωποι ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τον κόσμο. Έχουμε γίνει τεμπέληδες και έχουμε επαναπαυτεί.

Ένα από τα μηνύματά σας είναι: «dream big»…

Ακριβώς. Έχουμε τα εργαλεία, έχουμε ευκαιρίες όχι μόνο να ονειρευτούμε, αλλά και να πραγματοποιήσουμε αυτά τα όνειρα. Οι μεγάλες ανακαλύψεις έγιναν από ανθρώπους που δεν διέθεταν τα μέσα. Τώρα όμως που τα έχουμε, θέλουμε να τα χρησιμοποιήσουμε για την άνεσή μας, όχι για να ρισκάρουμε και να προχωρήσουμε μπροστά.

Εσείς κάνετε μεγάλα όνειρα;

Δεν είμαι σε ηλικία να ονειρευτώ να πάω στον Άρη, ίσως ο γιος μου, και θα είμαι ευτυχής αν διαλέξει αυτόν τον δρόμο. Γίνεται δεκατεσσάρων ετών τον Ιούλιο και, αν όλα πάνε καλά, θα δει τον κόσμο που ονειρεύομαι. Ξέρω τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω. Είμαι κήρυκας, έχω εμπειρία, έχω την ικανότητα να αναλύω πράγματα. Θέλω οι άνθρωποι να επιστρέψουν στα ταλέντα τους και η τεχνολογία να πολλαπλασιάσει αυτά τα ταλέντα. Επίσης, πρέπει να παλέψουμε ενάντια στην καταστροφολογία σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Έχει να κάνει με τον φόβο για το μέλλον και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τον καταπολεμήσουμε. Οι άνετες ζωές έχουν μειονεκτήματα. Η επιτυχία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μελλοντικής επιτυχίας και η άνεση είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της εξερεύνησης.

_______________________

Πηγή: kathimerini.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Το «γαϊδούρι» του Νίκου Τσιφόρου, μια ιστορία για τη σταδιοδρομία των παιδιών

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Αυτός ήταν ο καημός μου από παιδί. Μου το ’λεγε ο μακαρίτης ο μπαμπάς, γκρίνιαζε κι η δόλια η μάνα μου.

-Εσύ, παιδί μου, δε θα βάλεις μυαλό ποτέ. Εσύ δε θα γίνεις άνθρωπος. Εσύ θα γίνεις γαϊδούρι.

Και να δεις που τα ’χα όλα τα γνωρίσματα του γαϊδουριού. Φωνακλάς ήμουνα, ασήμαντος ήμουνα, αναίσθητος ήμουνα και το χειρότερο, πεισματάρης ήμουνα. Άλλου είδους πεισματάρης. Τίποτα δεν παραδεχόμουνα.

Τράβαγε τα μαλλιά της η γριά.

-Ντύσου να πας στην εκκλησία.

-Δε θέλω.

-Τι θα πει, δε θέλεις, βρε γαϊδούρι; Τι θα πει; Δεν είσαι χριστιανός εσύ; Δεν είσαι ορθόδοξος;

Πήγαινα να της δώσω να καταλάβει:

-Έστω. Είμαι χριστιανός. Ποιος μ’ έκανε όμως;

-Ο νουνός σου.

-Γιατί να με κάνει; Με ρώτησε;

-Τι θα πει, σε ρώτησε; Έτσι γίνεται μ’ όλα τα παιδιά.

-Ποιος το λέει; Εγώ ήθελα να ’μαι βουδιστής. Εγώ διάβασα τον Βούδα και μ’ αρέσει ο Βούδας. Κι αντί η ταυτότητά μου να γράφει Χου-0 ήθελα να γράφει Που-Βου.

-Τι θα πει Που-Βου;

-Πούρος Βουδιστής!

-Τον κακό σου τον καιρό.

‘Ύστερα μου λέγανε για την καλή ανατροφή:

-Να μη λες ψέματα.

Εγώ έλεγα. Με βάζανε μπροστά:

-Γιατί λες, μωρέ;

-Όλοι λένε!

-Ο πατέρας σου λέει;

-Πώς δε λέει. Αφού έχει μαγαζί. Αφού αγοράζει τον -πήχη εκατό δραχμές, τον πουλάει χίλιες και λέει, «λόγω τιμής», ότι του κοστίζει εννιακόσιες.

-Αυτό δεν είναι ψέμα. Είναι εμπόριο.

Δεν το καταλάβαινα. Ύστερα όμως τα ξεχώρισα. Άμα λες ψέμα για τα να κερδίσεις, λέγεται «εμπόριο», «συμφέρον». Άμα λες ψέμα. γιατί σου κάνει κέφι, είσαι ψεύτης και πρέπει να σε περιχύνουνε με ζεματιστό νερό.

Έχει κι άλλα η ανατροφή. Ερχότανε στο σπίτι ένας κύριος, φίλος του πατέρα μου. Ήτανε σμιχτοφρύδης κι είχε και μια κρεατοελιά. Δεν τον χώνευα. Ήθελα να τον μουντζώσω. Λέγανε:

 

-Μη. Δεν κάνει. Είναι συνεταίρος με τον μπαμπά σου.

-Ε! Ο «μπαμπάς» ας τόνε φιλήσει, εγώ θα τόνε μουντζώσω. Δεν είναι δικός μου συνεταίρος.

Με δέρνανε. Πήγαινα κι εγώ πίσω από την πόρτα και τον μούτρωνα κρυφά! Αυτό μού το επιτρέπανε. Γελάγανε κιόλας. Αλλά μου το δηλώσανε:

-Άμα το ’χει και σε δει, θα σε σαπίσουμε στο ξύλο.

Τότε κατάλαβα ότι μπορείς να μουντζώνεις έναν κύριο, άμα κάνεις δουλειά μαζί του, αλλά να τον μουντζώνεις κρυφά.

Όταν τελείωσα το σχολείο, με ρωτήσανε τι δουλειά μ’ αρέσει. -Φαναρτζής! καμάρωσα.

Έφαγα ένα χαστούκι.

-Θα γίνεις δικηγόρος.

-Μα εγώ θέλω φαναρτζής.

-Στην οικογένειά μας, ποτέ.

-Και ο Κωστάκης, ο ξάδερφός μου, έγινε δικηγόρος και δεν έχει τσιγάρο να φουμάρει.

-Τίποτα. Θα μάθεις γράμματα.

Έμαθα. Αργότερα χτύπησα το κεφάλι μου που ήτανε γεμάτο γράμματα. Έβλεπα κείνους που είχανε φασόλια και φάβα με το τσουβάλι, είχανε τρελαθεί στα λεφτά. Καλύτερα να γέμιζα κι εγώ το κεφάλι μου ξυλοκέρατα. Θα ’μουνα κύριος. Τώρα έκανα τράκες, να πάω με το τραμ. Κι ήξερα απ’ όξω το «Κόρπους Γιούρις Τσιβίλις».Τοτε  κατάλαβα ότι τα όσπρια αξίζουνε πιο πολύ απ’ τα γράμματα, Θέλησα να παντρευτώ. Αγαπούσα μια κοπέλα.

Λέει η μάνα μου:

– Όχι. Θα πάρεις προίκα.

– Μα εγώ δεν αγαπάω την προίκα. Κορίτσι αγαπάω…

– Θα πάρεις προίκα!

~Πήρα την προίκα. Πήρα και μια γυναίκα. Ερχότανε με την προίκα -μαζί. Είπα να μου δώσουνε μόνο την προίκα και ν’ αφήσω τη γυναίκα. Όχι! Μου δώσανε και τη γυναίκα.

Βγήκε μια ιδιότροπη, μια γκρινιάρα. Άσπρο εγώ, μαύρο αυτή. Μέρα εγώ, νύχτα αυτή. Μου ’ρχότανε να πάρω τον μπαλντά. αλλά μου είπαν ότι δεν επιτρέπεται. Κι έλεγε κάθε στιγμή:

-Που με πήρες για την προίκα μου!

Τότε κατάλαβα. Άμα πάρεις γυναίκα, δεν παίρνεις προίκα. Άμα πάρεις προίκα, δεν παίρνεις γυναίκα. Αλλά εκτιμάνε μόνο  την προίκα. Πρέπει να γίνει ένας νόμος να παίρνουνε οι άνθρωποι-προίκες. Μόνο προίκες.

Στο τέλος μου είπανε:

-Να γίνεις βουλευτής.

-Δεν θέλω. Ποιος θα με ψηφίσει;

-Θα τα κανονίσουμε μεις.

Δεν ξέρω πώς τα κανονίσανε, αλλά μου πήρανε του κόσμου τα λεφτά, τυπώσανε φωτογραφίες και φυλλάδες. Φαίνεται ότι ήμουνα πολύ σπουδαίος και δεν το ’ξέρα. Βγήκα βουλευτής.

Τώρα με χαιρετούσανε όλοι. Ζητάγανε και ρουσφέτια. Εγώ ήμουνα γαϊδούρι κι έλεγα όχι. Θυμώνανε, αλλά μ’ εχτιμούσανε Λέγανε: «Είναι άτεγκτος». Κι έγινα υπουργός. Πάω να τα βάλω σε τάξη. Έρχονται κάτι λεφτάδες: «Θα κάνεις αυτόν τον νόμο · μου λένε. Μ’ έσκασε το γαϊδουρίσιο:

-Δεν τον κάνω.

Θυμώσανε.

-Θα σε ρίξουμε.

Τους πλακώνω στο ξύλο. Τους κάνω μπλε. Φωνάζουνε «αίσχος οι μισές εφημερίδες, φωνάζουνε «μπράβο» οι άλλες μισές, γίνεται σαματάς, γελάει ο κόσμος, κι εγώ κατάλαβα. Άμα θέλεις να γίνεις σπουδαίος, να τους πλακώνεις στο ξύλο κάτι τέτοιους, να σου λένε: «Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σου». Η μάνα μου το ’πε:

-Θεός σχωρέσ’ τον μακαρίτη! Έπρεπε να ζούσε, να σ’ έβλεπε Τώρα γίνηκες άνθρωπος.

Και λυπήθηκα μ’ όλη μου την ψυχή. Τι ωραία που ήτανε, όσο ήμουνα γαϊδούρι…

***

Νίκου Τσιφόρου – Ο κόσμος κι ο κοσμάκης

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Μάνος Χατζιδάκις – Πού καιρός για επανάσταση!

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

“Πού καιρός για επανάσταση! Και γιατί άλλωστε; Να διορθωθεί τι και με ποιο τρόπο; Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης, όπως είπαμε Κυρίας. Της Εξουσίας.

Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης. Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μια επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες. Η καταπίεση ευνοεί την αντίσταση και την ψυχική υγεία. Η επιτυχία και η επικράτηση κάνει ν’ αναβιώσει η εγωπάθεια, ο απολυταρχισμός, ο συγκεντρωτισμός και η απανθρωπιά.

Η αντίσταση ξαναγεννά. Η Εξουσία φθείρει, καταστρέφει τα ζωογόνα κύτταρα του ανθρώπου. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν’ αντέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας.

Ο άνθρωπος σε μια έξυπνη στιγμή του, έβγαλε τον Θεό και το Δαίμονα από μέσα του και τους εναπόθεσε στους ουρανούς. Θέσπισε Νόμους, έχτισε εκκλησίες και έγινε ανεύθυνος στη μοίρα του, μοιράζοντας τις ευθύνες έξω από αυτόν. Μια σειρά τελετουργιών προδικάζουν την επιρροή του καλού και του κακού. Κι έτσι αφέθηκε να τον καθοδηγεί η ανθρώπινη αδυναμία του και όχι μια σμιλεμένη ανθρώπινη κρίση.

Η πολιτεία, το Κράτος, ευνοεί την εκπαίδευση εκείνη που δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο αλλά τον περιορίζει σε ειδικά πλαίσια, επωφελή για το σύνολο. Και η ανθρώπινη κρίση άρχισε να περιορίζεται στα καθ’ ημάς και όχι στις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης μας.

Πώς να αντιδράσουμε όταν η μεγάλη πλειοψηφία ζει την πλάνη, πως εκπροσωπείται από τους τυχοδιώκτες του Τύπου και της Πολιτικής και πως η θέλησή της κυβερνά; Πώς θα μπορέσει να αποφύγει τη θανάσιμη ψευδαίσθηση που έντεχνα έχουν δημιουργήσει οι εκάστοτε κρατούντες κι ακόμη περισσότερο οι ψευτοσοσιαλιστές και οι αριστερίζοντες καιροσκόποι; […]

 

Μια καινούργια τάξη αρχίζει να γεννιέται από τους φωτισμένους και ανησυχούντες κάθε παράταξης. Και φυσικά καλούμεθα να ζήσουμε διωγμούς και καταδιώξεις όλων αυτών των ανήσυχων και πεφωτισμένων, στο όνομα του λαού και του Σοσιαλισμού, ετούτη τη φορά. Όπως παλιά στο όνομα της Πατρίδας και του Έθνους ημών του Ιερού.

Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί και όχι για πάντα, μια και μόνη φορά.

Το θέμα όμως παραμένει επιτακτικό και τυραννικό. Πώς ένας πολίτης που σκέφτεται και δεν εννοεί να συμβιβάζεται ή να βολεύεται στις ομαδικές πλάνες, μη συμμετέχοντας στα ομαδικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, πώς ένας τέτοιος πολίτης είναι δυνατόν να διατηρήσει τη φωνή του και τη σημασία της, με το κύρος που του παρέχει η επιτυχής προσωπική του εργασία;

Εδώ παρατηρούμε μια συνεχή διαρροή επιτυχών πολιτών που για τον έναν ή άλλο λόγο δεν άντεξαν στην επιτυχία ή στην καθιέρωση. Το Κράτος τους κολακεύει με τη συμμετοχή τους στην άσκηση πολιτικών πράξεων. Τους χρίζει βουλευτές. Ένας πρώτος και εύκολος εκμαυλισμός τους. Τους εισάγει στη Βουλή κι ενώ είναι γνωστό πως η Βουλή έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί κέντρο λήψης αποφάσεων. Έχει καταλήξει σε κέντρο επικυρώσεως κυβερνητικών αποφάσεων. Είναι μια βιτρίνα-επίφαση μιας δήθεν Δημοκρατίας. Και ο ‘επιτυχών’ ευνουχίζεται σε μια παράσταση που έχει πάψει προ πολλού να σημαίνει κάτι παραπάνω από μια ‘τελετουργία νεκρού θέματος’.

Και το κακό είναι πως οι πολίτες συνηθίζουν στην παρερμηνεία των λέξεων και στις κενές περιεχομένου σπουδαιοφανείς ορολογίες, που επικίνδυνα έχουν επικρατήσει στους νεοελληνικούς καιρούς μας. Κι όχι μόνο στον τόπο μας, αν και εδώ το κακό έχει παραγίνει. Έχουμε φτάσει σ’ εγκληματικά όρια και η αντίδρασή μας δεν πρέπει να χωράει αναστολή. Προφέρονται ανενδοίαστα λέξεις-φράσεις χωρίς ίχνος από το αρχικό τους περιεχόμενο.

Και χαρακτηρίζεται ολόκληρη η κυβερνητική δραστηριότητα από μια τέτοια κενή περιεχομένου λεξιχρησία, χωρίς ενδοιασμό, ντροπή ή επιφύλαξη, που υποτιμά την στοιχειώδη νοημοσύνη του Έλληνα πολίτη, τουλάχιστον στο ποσοστό των μ’ευαισθησία ανησυχούντων και σκεπτόμενων. Ζούμε την προετοιμασία νεοφασιστικών καιρών, στ’ όνομα του παντοδύναμου λαού και των ‘απλών’ ανθρώπων. Και φυσικά ήταν επόμενο να φανούν ‘δημοσιογραφικά’ όργανα για να υπηρετήσουν τον προετοιμαζόμενο νεοφασισμό, με εκχυδαϊσμένη γλώσσα, εσκεμμένος λεξινοθείες και ευτελείς κολακείες γερόντων και υποανάπτυκτων πολιτών.’

Απόσπασμα από το Κείμενο: “Ο λόγος για τους Έλληνες νέους του ΄88′

Μάνος Χατζιδάκις, «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι», εκδ. ‘Ικαρος, 2011

Πηγή: poiein.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...

Ίρβιν Γιάλομ: «Όσο αναζητούμε σκόπιμα το νόημα της ζωής, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το βρούμε»

| 0 ΣΧΟΛΙΑ

Η αβεβαιότητα και η αναζήτηση για νόημα: Ο διάσημος ψυχίατρος Ίρβιν Γιάλομ γράφει για το πώς πρέπει να αναζητάμε το νόημα στη ζωή μας.

Η αναζήτηση για νόημα, όπως και η αναζήτηση για την απόλαυση, πρέπει να γίνεται έμμεσα. Το νόημα προέρχεται από μια δραστηριότητα που έχει νόημα: όσο προσπαθούμε να το επιδιώξουμε με προμελετημένο τρόπο, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το βρούμε.

Ο μοναδικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, έγραφε ο Carl Jung στα σημειωματάρια του, είναι να ανάψει ένα φως στο σκοτάδι της ίδιας της ύπαρξης. Σε ένα σύμπαν που δεν έχει σκοπό με την ανθρώπινη έννοια, όπου δεν είμαστε παρά ένα κοσμικό ατύχημα, το σκοτάδι της ίδιας της ύπαρξης, μπορεί εύκολα να μας κατακλύσει και όμως συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για νόημα. Όσο απέραντο και να είναι το σκοτάδι, συμπλήρωσε ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ σε μια συνέντευξη του 1968, πρέπει να φέρουμε το δικό μας φως.

Ο τρόπος με τον οποίο φέρνουμε στην επιφάνεια αυτό το φως, διερευνάται από τον μεγάλο υπαρξιακό ψυχίατρο Ίρβιν Γιάλομ στο απολύτως διαφωτιστικό κλασικό βιβλίο του 1989, «Ο Δήμιος του Έρωτα και άλλες Ψυχοθεραπευτικές Ιστορίες».

Ο Γιάλομ έχει κάνει για την ψυχοθεραπεία ό,τι έκανε ο Oliver Sacks για τη νευρολογία, χρησιμοποιώντας αφηγήσεις από περιστατικά συνεδριών του, προκειμένου να εξετάσει μερικά από τα μεγαλύτερα και πολυετή ανθρώπινα ερωτήματα. Μέσα από τις ιστορίες δέκα θεραπευόμενων, εξετάζει ποιες είναι οι τέσσερις κύριες πτυχές της ψυχοθεραπείας – το αναπόφευκτο του θανάτου, η ελευθερία να διαμορφώσουμε τη ζωή μας, η απόλυτη μοναξιά μας και η απουσία οποιουδήποτε προφανούς νοήματος ή λογικής στη ζωή.

Το τελευταίο από τα τέσσερα, το οποίο ο Γιάλομ θεωρεί το υπαρξιακό ανθρώπινο δίλημμα ενός όντος που ψάχνει για νόημα και βεβαιότητα σε ένα σύμπαν που δεν έχει κανένα από τα δύο, είναι ταυτόχρονα το πιο άπιαστο όσο και το πιο γόνιμο, γιατί ενσωματωμένα σε αυτό, βρίσκονται τα άλλα τρία. Ο Γιάλομ γράφει:

 

Αν ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, αν όλα τα επιτεύγματά μας και ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα καταστραφούν μία ημέρα, αν ο κόσμος μας είναι σχετικός (δηλαδή, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά), αν τα ανθρώπινα όντα πρέπει να κατασκευάσουν τον κόσμο και την ανθρώπινη πρόθεση μέσα σε αυτόν τον κόσμο, τότε ποιο διαρκές νόημα μπορεί να υπάρχει στη ζωή;

Είμαστε πλάσματα που αναζητούν νόημα. Βιολογικά, τα νευρικά μας συστήματα είναι οργανωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε ο εγκέφαλος να συγκεντρώνει αυτόματα τα εισερχόμενα ερεθίσματα σε παραμέτρους. Το νόημα παρέχει επίσης την αίσθηση της κυριαρχίας: αν νιώθουμε αβοήθητοι και μπερδεμένοι εν όψει τυχαίων, αδιευκρίνιστων γεγονότων, επιδιώκουμε να τα βάλουμε σε μία τάξη και, με τον τρόπο αυτό, να αποκτήσουμε μια αίσθηση ελέγχου πάνω τους. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι το νόημα γεννά αξίες και, ως εκ τούτου, τον κώδικα συμπεριφοράς: έτσι η απάντηση στις «ερωτήσεις του γιατί» (Γιατί ζω;) παρέχει μια απάντηση στις «ερωτήσεις του πώς» (Πώς μπορώ να ζήσω;).

Πράγματι, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας σχετικά με το πώς να ζήσει βασίζεται σε αυτήν την αναζήτηση του νοήματος. Και όμως ο Γιάλομ υποστηρίζει ότι μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα μόνο με έμμεσο τρόπο. Με μια αίσθηση που θυμίζει την Βιρτζίνια Γούλφ για το παράδοξο της γραφής για την ψυχή, ισχυρίζεται:

Η αναζήτηση για νόημα, όπως και η αναζήτηση της ευχαρίστησης, πρέπει να γίνεται έμμεσα. Το νόημα προέρχεται από μια δραστηριότητα που μας κάνει νόημα: όσο περισσότερο σκοπεύουμε να το ακολουθήσουμε εσκεμμένα, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το βρούμε. Τα ορθολογικά ερωτήματα που μπορεί κανείς να θέσει για το νόημα, ξεπερνούν τις απαντήσεις. Στη θεραπεία, όπως και στη ζωή, η ύπαρξη νοήματος είναι ένα υποπροϊόν της αφοσίωσης και της δέσμευσης και εκεί είναι όπου οι θεραπευτές πρέπει να κατευθύνουν τις προσπάθειές τους – όχι ότι η δέσμευση παρέχει την ορθολογική απάντηση στις ερωτήσεις για το νόημα, αλλά μετατρέπει αυτά τα ερωτήματα σε μη σημαντικά.

Τόσο στη θεραπεία όσο και στη ζωή, αυτή η παράλληλη λάμψη του νοήματος, απαιτεί την καλλιέργεια ενός επιπέδου άνεσης με την αβεβαιότητα και να αναρωτιόμαστε συνεχώς αυτό που η Hannah Arendt όρισε τόσο αξιοσημείωτα: τα «αναπάντητα ερωτήματα» που μας κάνουν ανθρώπους. Στη συνέχεια ζητά, για να παραφράσουμε τα αθάνατα λόγια του Rilke, να βιώνουμε αυτά τα ερωτήματα. Ο Γιάλομ γράφει:

Η ικανότητα να ανεχθούμε την αβεβαιότητα είναι προαπαιτούμενη… Ο ισχυρός πειρασμός να αποκτήσουμε την βεβαιότητα με την αποδοχή μίας ιδεολογικής σχολής και ενός αυστηρού θεραπευτικού συστήματος είναι επικίνδυνος: μια τέτοια πεποίθηση μπορεί να εμποδίσει την αβέβαιη και αυθόρμητη συνάντηση, που είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική θεραπεία.

Πρέπει να υποθέσω ότι το να γνωρίζουμε, είναι καλύτερο από το να μην γνωρίζουμε, το να τολμούμε να εξερευνούμε από το να μην τολμούμε και ότι η μαγεία και η ψευδαίσθηση, όσο πλούσιες, όσο γοητευτικές και να είναι, αποδυναμώνουν τελικά το ανθρώπινο πνεύμα.

_______________________

Πηγή: brainpickings.com , psychologynow.gr

Κατηγορίες:
Και κάτι άλλο...
web design by